Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που προβλέπει την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στη Σύμβαση της Βαρσοβίας της 16ης Μάιου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατατέθηκε στη βουλή.
Με τις διατάξεις του υπόψη σχεδίου νόμου, προβλέπονται τα ακόλουθα:
Κυρώνεται η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, που υπεγράφη στη Βαρσοβία στις 16-5-2005 και εναρμονίζεται το εθνικό δίκαιο προς τις διατάξεις αυτής. Ειδικότερα:
1. Με την κυρούμενη Σύμβαση, αναθεωρείται, κατά βάση, προγενέστερη σχετική Σύμβαση (ν.2655/1998) και επεκτείνεται η εφαρμογή της, πέραν της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα εξής:
α. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται στη λήψη μέτρων για την έρευνα, δέσμευση, κατάσχεση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
β. Προσδιορίζονται τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο (μέτρα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων, ανακριτικά και προσωρινά μέτρα, ένδικα μέσα, μέτρα που αποσκοπούν στην αναβολή ύποπτων συναλλαγών κ.λπ.), για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και επανακαθορίζονται τα αδικήματα για τα οποία εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις της Σύμβασης.
γ. Εισάγεται η έννοια της εταιρικής ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα και τους αντιπροσώπους αυτών σχετικά με τα αδικήματα που καλύπτει η Σύμβαση και προβλέπεται η επιβολή ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων και των χρηματικών, σύμφωνα με τα οριζόμενα.
δ. Θεσπίζεται η υποχρέωση κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους για την ίδρυση Μονάδας Χρηματοπιστωτικών Πληροφοριών (ΜΧΠ), με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με ενέργειες νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
ε. Προσδιορίζεται το πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας και ιδίως, μεταξύ άλλων:
Περιγράφονται αναλυτικά οι διαδικασίες διαχείρισης αιτημάτων πληροφόρησης για τραπεζικούς λογαριασμούς, τραπεζικές συναλλαγές και παρακολούθησης αυτών στο πλαίσιο της υλοποίησης της ερευνητικής συνδρομής μεταξύ των Μερών, καθώς και τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τα Μέρη σε προληπτικό ιδίως επίπεδο.
Καθιερώνεται η διεθνής συνεργασία για την αναβολή των ύποπτων συναλλαγών, καθώς και η συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και εκτέλεση λειτουργιών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.
στ. Καθορίζεται ο μηχανισμός ελέγχου και διευθέτησης των διαφορών και ορίζεται η Διάσκεψη των Συμβαλλομένων Μερών (ΔΣΜ) αρμόδια για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης, η οποία διεξάγει τακτικές συνεδριάσεις προς εκτέλεση του σκοπού της. Προβλέπεται δε πραγματοποίηση επιτόπιων επισκέψεων από ομάδες αξιολόγησης της ΔΣΜ στο πλαίσιο του μηχανισμού ελέγχου. (άρθρο 1)
2. Εναρμονίζεται το εθνικό δίκαιο προς τις διατάξεις της κυρούμενης Σύμβασης. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων:
α. Προσδιορίζεται η εφαρμοζόμενη διαδικασία για την εκτέλεση αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων επί αιτήματος των αρμοδίων αρχών άλλου κράτους μέρους της Σύμβασης.
β. Ορίζεται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αρμόδιο για την εκτέλεση αποφάσεων δήμευσης περιουσιακών στοιχείων και παρέχεται το δικαίωμα έφεσης και αναίρεσης κατά του εκδιδόμενου βουλεύματος.
γ. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται Κεντρική Αρχή για τη διαβίβαση των σχετικών αιτημάτων, που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας.
δ. Παρέχεται η εξουσιοδότηση για τη σύσταση, με υπουργική απόφαση, Κεντρικής Υπηρεσίας ή τον καθορισμό υφιστάμενου φορέα, αρμόδιου για την αποτελεσματική διαχείριση των δεσμευμένων και δημευμένων περιουσιακών στοιχείων για τους οριζόμενους σκοπούς. (άρθρα 2- 5)
3. Επέρχονται οι αναγκαίες τροποποιήσεις στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (π. δ/γμα 283/1985) . Συγκεκριμένα:
α. Ρυθμίζονται εκ νέου τα θέματα σχετικά με τη δήμευση αντικειμένων, αποκτηθέντων αμέσως ή εμμέσως από εγκληματικές πράξεις και προβλέπονται οι περιπτώσεις σχετικά με:
τη δήμευση περιουσίας που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές με ανάμειξη των προαναφερόμενων αντικειμένων και μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων,
τη μη επιβολή δήμευσης όταν κρίνει το δικαστήριο ότι είναι δυσανάλογη στη συγκεκριμένη περίπτωση,
τη δυνατότητα επιβολής από το αρμόδιο δικαστήριο αναπληρωματικής δήμευσης σε ίσης αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη ή την επιβολή χρηματικής ποινής αντίστοιχου ποσού, όταν τα προαναφερόμενα αντικείμενα δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί ή δεν επαρκούν ή ανήκουν σε τρίτο, κατά περίπτωση,
την επιβολή δήμευσης σε τρίτο, υπό τις οριζόμενες προϋποθέσεις, στην περίπτωση μεταβίβασης από το δράστη σε αυτόν αντικειμένων ή περιουσιακών στοιχείων αποκτηθέντων κατά τα προαναφερόμενα.
β. Παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αποφασίζει αν τα δημευθέντα αντικείμενα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον ή για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του θύματος.
γ. Προβλέπεται ότι, για τον καθορισμό των προβλεπομένων ποινών, σε περιπτώσεις υποτροπής εγκλημάτων που έχουν σχέση με την τρομοκρατία και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λαμβάνονται υπόψη και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης.
δ. Εξειδικεύονται τα ποινικά αδικήματα, για τα οποία μπορεί να προβλέπεται αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου στις περιπτώσεις αμετάκλητης καταδίκης με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών.
ε. Προβλέπεται η προστασία των καλόπιστων τρίτων από την απαγόρευση εκποίησης για δικαιώματα που έχουν αποκτήσει επί του λογαριασμού των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
στ. Παρέχεται η δυνατότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για τα οποία έχει αποφασισθεί δέσμευση, να ζητήσουν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών αναγκαίων για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων νομικής υποστήριξης και των εξόδων διατήρησης των δεσμευμένων.
ζ. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης και αναίρεσης κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επί αιτημάτων δήμευσης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προγενέστερης Σύμβασης (ν.2655/1998). (άρθρα 6-8)
4. Παρατίθενται οι επιφυλάξεις και δηλώσεις που διατυπώθηκαν από την Ελληνική Πολιτεία επί συγκεκριμένων άρθρων της κυρούμενης Σύμβασης και μεταξύ άλλων, ορίζεται ως Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της χώρας μας η Α’ Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. (άρθρο 9)
ΤΜΗΜΑ Β’
Ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία οι μνημονευόμενες Αποφάσεις του ενωσιακού δικαίου και η Οδηγία 2014/42/ΕΕ, σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), που αφορούν στη δέσμευση και τη δήμευση περιουσιακών και αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα:
1. Επιτρέπονται η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. χωρίς έλεγχο του διττού αξιόποινου για τις ρητά οριζόμενες αξιόποινες πράξεις, που επιφέρουν τη στερητική της ελευθερίας ποινή έως τρία έτη. (άρθρα 10,11)
2. Ορίζονται οι αρμόδιες αρχές της χώρας μας για την διαβίβαση, την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης, καθορίζονται δε η σχετική διαδικασία διαβίβασης και οι διατυπώσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης. Η απόφαση δέσμευσης συνοδεύεται από πιστοποιητικό, καθώς και από αίτημα μεταφοράς του αποδεικτικού στοιχείου στην περιφέρεια του δικαστηρίου του αρμόδιου ανακριτή.
Παρατίθενται οι λόγοι μη αναγνώρισης των αποφάσεων αυτών ή μη εκτέλεσης ή αναβολής της εκτέλεσης. (άρθρα 12-16, σε συνδυασμό με το Παράρτημα Α’)
3. Ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν στη διάρκεια και τη μεταχείριση των δεσμευμένων στοιχείων στη χώρα μας έως την οριστική απάντηση στο αίτημα μεταφοράς ή δέσμευσής τους, καθώς και στην ενδεχόμενη άρση της δέσμευσης. (άρθρο 17)
4.α. Προσδιορίζονται τα ένδικα μέσα που διατίθενται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά των σχετικών δικαστικών αποφάσεων δέσμευσης στο πλαίσιο εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών, καθώς και η ευθύνη του Ελληνικού κράτους, ως κράτους έκδοσης, προς αποζημίωση κράτους μέλους της Ε.Ε., στο οποίο εξετελέσθη απόφαση δέσμευσης των Ελληνικών αρχών, με τις οριζόμενες επιφυλάξεις σχετικά με τις αξιώσεις περί αποζημίωσης τρίτων.
β. Κατοχυρώνονται τα δικαιώματα αστικού δικαίου των προσώπων τα οποία επηρεάζονται από την εκτέλεση της αλλοδαπής απόφασης σε περίπτωση ζημίας αυτών.
γ. Παράλληλα, προβλέπεται η απόδοση από το κράτος έκδοσης τυχόν ποσών που καταβλήθηκαν ως αποζημίωση από το κράτος εκτέλεσης, εξαιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων του κράτους έκδοσης, με τις οριζόμενες εξαιρέσεις.
Τα προαναφερόμενα εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που η χώρα μας καταβάλλει αποζημίωση ως κράτος εκτέλεσης. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση απόδοσης των καταβληθέντων ποσών υποβάλλεται στο κράτος έκδοσης από τον Υπουργό Οικονομικών. (άρθρα 18, 19)
5.α. Καθορίζονται οι αρμόδιες αρχές αναγνώρισης, εκτέλεσης και διαβίβασης των αποφάσεων δήμευσης.
β. Προσδιορίζεται η διαδικασία διαβίβασης των ημεδαπών αποφάσεων και του μεταφρασμένου πιστοποιητικού που τις συνοδεύει σ’ ένα ή περισσότερα κράτη εκτέλεσης.
γ. Καθορίζονται οι διατυπώσεις της αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων δήμευσης άλλων κρατών μελών.
δ. Παρατίθενται οι λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης της απόφασης δέσμευσης, καθώς και οι λόγοι αναβολής της εκτέλεσης, με ταυτόχρονη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων.
ε. Προβλέπεται η ενημέρωση των αρμόδιων αλλοδαπών αρχών, καθώς και η διαβούλευση με αυτές, σε περίπτωση που αυτό κρίνεται απαραίτητο κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης διαδικασίας.
(άρθρα 22-24, σε συνδυασμό με το Παράρτημα Β’)
6.α. Ορίζονται τα υφιστάμενα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων δήμευσης, καθώς και τα πρόσωπα που δικαιούνται αυτά.
β. Καθορίζονται: i) η σχετική διαδικασία και τα κριτήρια για την ικανοποίηση από τον αρμόδιο Εισαγγελέα απόφασης εκτέλεσης δήμευσης, σε περίπτωση αποστολής πολλαπλών αποφάσεων δήμευσης, ii) ο τρόπος διάθεσης των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων (περιέλευση εν όλω ή εν μέρει στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά περίπτωση). (άρθρα 25-27)
7.α. Ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την καταβολή αποζημίωσης για βλάβη, η οποία μπορεί να προκύψει κατά τη διαδικασία υλοποίησης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που το κράτος έκδοσης είναι η Ελλάδα, οι σχετικές δαπάνες αποζημίωσης βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ η Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης αξιώνει αποζημίωση από το κράτος έκδοσης για κάθε ποσό που κατέβαλε σε εκτέλεση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Η σχετική διαδικασία αποζημίωσης καθορίζεται με κ.υ.α.
β. Το Ελληνικό Δημόσιο επιβαρύνεται, επίσης, με τις δαπάνες που ενδέχεται να προκληθούν επί του ελληνικού εδάφους από την εκτέλεση της απόφασης.
Εάν στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω δαπάνες θεωρηθούν υπερβολικά υψηλές ή έκτακτες, μπορεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας να προτείνει στην δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης τον επιμερισμό των δαπανών. (άρθρα 28, 29)
8.α. Ρυθμίζεται η σχέση των προτεινόμενων διατάξεων με άλλες συμφωνίες που αφορούν στη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης.
β. Συμπληρώνεται ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όσον αφορά στη λεπτομερέστερη ρύθμιση του τρόπου εκτέλεσης των αποφάσεων δήμευσης.
γ. Εισάγεται η υποχρέωση όλων των εμπλεκομένων δημόσιων αρχών, για τη συλλογή και τήρηση στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα θέματα της αρμοδιότητάς τους.
Η σχετική διαδικασία και οι λεπτομέρειες για τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των εν λόγω στατιστικών στοιχείων προσδιορίζονται με υπουργική απόφαση.