Μπελαντής: Το κόμμα να λαμβάνει τις αποφάσεις και όχι οι Υπουργοί

«Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή.

Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος» υποστηρίζει ο Δημήτρης Μπελαντής, συνταγματολόγος της πτέρυγας Λαφαζάνη και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ με άρθρο του για τον τρόπο διακυβέρνησης αλλά και για τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές κυβέρνησης και κόμματος.

Στη βάση του σκεπτικού που αναπτύσει ο κος Μπελαντής είναι η λήψη όλων των κυβερνητικών αποφάσεων από τα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι από τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο και συλλογικό έλεγχο των οικονομικών της κυβέρνησης.

Ο συνταγματολόγος της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ με άρθρο του με τίτλο, «Μετά τις εκλογές: Κράτος, κόμμα, κίνημα», παρουσιάζει τις 7 συνιστώσες πλεύσης, που θα εξασφαλίσουν την πολιτική ανεξαρτησία του ΣΥΡΙΖΑ από το αστικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, προαναγγέλλει, μεταξύ άλλων, «συμπολιτευόμενη-αντιπολίτευση», «κοινωνικά δίκτυα αντιεξουσίας», «επικοινωνιακά δίκτυα ελέγχου του κυβερνητικού έργου» και «συνεταιριστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης».  

 

1. Πολιτικά προλεγόμενα

Το γεγονός ότι η Αριστερά νίκησε θεαματικά και ανακουφιστικά στις εκλογές δεν σημαίνει μια επανάληψη του 1981 ως φάρσας. Αυτό, συνήθως, το λέμε για να δηλώσουμε ότι πάμε προς κάτι το πολύ καλύτερο από το 1981.

Πως το αφήνουμε με βεβαιότητα πίσω μας, πως το υπερβαίνουμε θετικά. Όμως, στην πραγματικότητα έχει παρέλθει μια βιολογική γενιά ολόκληρη από τότε και μαζί με αυτήν έχουν παρέλθει ή έστω υποχωρήσει και ορισμένες θετικές αξίες της νεωτερικότητας και του κόσμου του Διαφωτισμού, οι οποίες επεβίωναν ακόμη το 1981 στην Ελλάδα και διεθνώς ισχυρότερα από σήμερα: η αλληλεγγύη, το φιλότιμο, η διαμόρφωση μιας σχετικά ενιαίας και συνεκτικής δημόσιας σφαίρας, η σχετική πρόταξη του συλλογικού έναντι του ατομικού, η κεντρικότητα της ταξικής αντίθεσης (έστω κι αν τότε μεταμφιεζόταν ως αντίθεση «προνομιούχων και μη προνομιούχων» ), η αναφορά σε καθολικές έννοιες και προτάγματα, η οποία σήμερα έχει διασπασθεί στον μεταμοντέρνο αστερισμό των πολλαπλών ισοδύναμων ταυτοτήτων και αντιθέσεων –αντιθέσεων υπαρκτών και σημαντικών αλλά μη εύκολα αναγόμενων και συντιθέμενων πια στην αναγκαία συνολική και καθολική «αφήγηση» (άνδρες/γυναίκες, ντόπιοι/μετανάστες, «ομαλοί» και «παρεκκλίνοντες» σεξουαλικά, πολλαπλά επικοινωνιακά και ταυτοτικά δίκτυα που αφορούν από την πολιτιστική ταυτότητα και τη «μεταρρύθμιση» ως τη δήθεν «επαναστατικότητα», πολλή τηλεόραση και επικοινωνιακή στρατηγική από «δεξιούς» και «αριστερούς», επικοινωνία όχι άμεση αλλά μέσα από το Ίντερνετ και τα social media, περισσή υποκρισία και κυριαρχία της εικόνας, κοινωνία του θεάματος κατά τις ορθές παλαιότερες εκτιμήσεις του Γκι Ντεμπόρ, συμβολισμοί του παρελθόντος που συγκαλύπτουν ή διαστρεβλώνουν το παρόν κ.π.ά.).

Η ηθική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας είναι πολύ δεινότερη από εκείνη του 1981, καθώς δεν έχουν υποχωρήσει μόνο τα οικονομικά μεγέθη αλλά κυρίως διά του πασοκικού οδοστρωτήρα έχει τρωθεί σημαντικά η πολιτισμική ταυτότητα της μισθωτής εργασίας αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα: από την εργατική αριστοκρατία ως την ιδεολογία του δάνειου πλουτισμού και τη συνειδησιακή διαίρεση της εργατικής τάξης και από τη διαχείριση του (αν)ύπαρκτου πλούτου στη διαχείριση της φτώχειας.

Αυτές οι πολιτισμικές και κοινωνικές μεταβολές είναι, παρά την επικυριαρχία πάντοτε της πάλης των τάξεων σε τελική ανάλυση και καθορισμό, πολύ σημαντικές και κρίσιμες. Οι λόγοι και οι πρακτικές των πολιτικών κομμάτων αλλά και των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων πρέπει να αναγνωσθούν στα πλαίσια μιας «διπλής γλώσσας», μιας γλώσσας που άλλοτε εκθέτει την πραγματικότητα και την αποκαλύπτει και άλλοτε διαμορφώνει μια απολύτως «εικονική» πραγματικότητα και παγιώνει την κοινωνική συνείδηση πάνω στο ψέμα, πάνω στη virtual και την ανύπαρκτη πραγματικότητα, πάνω σε μια μορφή πολλαπλού matrix. Δεν αμφισβητείται εδώ ότι αναπτύσσεται μια πραγματική αντίθεση ανάμεσα σε ένα αμιγώς και ακραία νεοφιλελεύθερο και ένα υπαρκτό έστω θολά «αριστερό μεταρρυθμιστικό» σχέδιο, μια αντίθεση ανάμεσα στην επιβίωση και το θάνατο της μισθωτής εργασίας, μια αντίθεση ανάμεσα στην επιτάχυνση και την επιβράδυνση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, μια αντίθεση ανάμεσα στην «υπαρκτή» Αριστερά και την «υπαρκτή» Δεξιά.

Σε αυτήν τη μάχη πρέπει άμεσα να νικήσει η «υπαρκτή» Αριστερά (όχι αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά αυτό δεν αναιρεί τα κοινωνικά και πολιτισμικά όρια της «υπαρκτής» Αριστεράς, τα οποία πρέπει κανείς να κατανοήσει σε βάθος, αν θέλει να τα υπερβεί και να τα κατανικήσει σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και σε βάθος χρόνου. Στο βαθμό που τα όρια αυτά δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα και που δεν τίθεται η ανάγκη ξεπεράσματός τους, η μη καθήλωση σε έναν ρηχό κυβερνητισμό και σε μια καθεστωτική νοοτροπία δεν θα είναι πάντοτε εύκολη και σαφής.

 Ενδεικτική των ορίων της «υπαρκτής» Αριστεράς σήμερα είναι η ουσιαστικά «μιντιακή» θέαση των ταξικών αντιθέσεων ως προϊόντος μιας μη κατανόησης ή/και «παρεξήγησης» μεταξύ των παικτών. Ωσάν η ύπαρξη τώρα ενός πραγματικού διαπραγματευτή με την Ευρωζώνη και την ΕΕ στη θέση ενός προηγούμενου εικονικού να μεταθέτει τη «διαπραγμάτευση» από μια υλική στιγμή της εθνικής και της διεθνούς πάλης των τάξεων σε μια παραγωγή πειστικών επιχειρημάτων και ορθής νομικής ή/και πολιτικής θεμελίωσης.

Οι «μνημονιακοί» φέρονται ότι δεν παρήγαγαν έναν λόγο πειστικό και τεκμηριωμένο υπέρ της Ελλάδας και αυτό ήταν -μονίμως- πηγή πολιτικών παρεξηγήσεων. Επίσης, το κεφάλαιο διεθνώς διά του δογματισμού του επιλέγει την «ύφεση» και όχι την καπιταλιστική ανάπτυξη -πρέπει να έλθει επάνω η Αριστερά για να του «δείξει» το γνήσιο ταξικό του συμφέρον. Αν ακολουθήσουμε αυτήν τη γραμμή σκέψης, δεν υπάρχει καμία ταξική «δολιότητα» ή μονομερής ταξική επιλεκτικότητα, ούτε καν κάποια ακραία νεοφιλελεύθερη ταξική συνέπεια και σχέδιο -η ελληνική κυβέρνηση του χθες δεν ζήτησε αυτά που έπρεπε γιατί ήταν πολύ ιδεολογικά «δογματική» ή πολύ αδύναμη πολιτικά ή πολύ «ηλίθια», ενώ η σημερινή κυβέρνηση έχει γνώση, ευφυΐα και δυναμισμό. Συνεπώς, μπορούμε να θαυμάσουμε τη «δύναμη» του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος εξάρθρωσε τον εξασθενημένο πια και άνευ εσωτερικού ερείσματος εκπρόσωπο της τρόικας. 

Βαρουφάκης vs Ντάισελμπλουμ και Φως εναντίον Σκότους – Good against the Evil.

Η μορφή αυτής της σχεδόν κινηματογραφικής «εικονικής δύναμης» μοιάζει να υποκαθιστά την ανάγκη της συνειδητής πολιτικής παρέμβασης στην ταξική πάλη, αφού τώρα υπάρχει μια σύννους και υπεύθυνη αριστερή πολιτική ηγεσία.

Αυτή η θεώρηση εγκαταλείπει πιθανόν το ζήτημα της χάραξης μιας γραμμής μαζών από το αριστερό ριζοσπαστικό πολιτικό κόμμα και αναθέτει τη χάραξη της πολιτικής γραμμής στην κυβέρνηση και τελικά στο ίδιο το κράτος. Είναι, όμως, αυτή η ανάθεση της χάραξης πολιτικής στο αστικό κράτος η σωστή πολιτικά επιλογή; Πώς γίνεται από τη μία πλευρά να υπάρχει επίδειξη εικονικής δύναμης και από την άλλη μέσα σε λίγες μέρες να εξασθενίζει μέχρις εξαφάνισης η γραμμή της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μια βασική προεκλογική μας δέσμευση;

Πώς γίνεται ο μεγάλος ενθουσιασμός και η μεγάλη συναισθηματική ανακούφιση του λαού να μην υποκύψουν στην περίσκεψη και στην απώλεια εμπιστοσύνης; Πώς γίνεται να αποφύγουμε τη σύγχυση και τη μανιοκαταθλιπτική συνεχή μετάβαση από το «ζεστό» του ενθουσιασμού στο «κρύο» της απογοήτευσης;

 2.Κυβέρνηση και κόμμα: o κίνδυνος της σύγχυσης και κάποιες προτάσεις

Ένα ζήτημα χαμένο στη μετάφραση της ιστορικής Αριστεράς αλλά και εγγεγραμμένο λόγω των αποτυχιών μας στο DNA πολλών αριστερών είναι αυτό της σύγχυσης ανάμεσα στο αριστερό κυβερνητικό κόμμα και τον κυβερνητικό μηχανισμό. Αυτό το θέμα έχει δύο ειδικότερες διαστάσεις, μία πιο παραδοσιακή και μία πιο μετανεωτερική. Η παραδοσιακή αφορά το μαζικό κόμμα ως μηχανισμό πολιτικής κινητοποίησης και ενεργοποίησης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.

Στην περίπτωση του αριστερού μεταρρυθμισμού ή και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας παλαιότερου τύπου, η κατάληψη του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας επέφερε συνήθως μια ευρύτατη μετατόπιση της κομματικής εξουσίας από το μαζικό αντιπολιτευτικό κόμμα, που κινητοποιεί με κάποια μορφή τις μάζες, στον κυβερνητικό μηχανισμό, που πια αναλαμβάνει αποκομμένα από τη μαζική κινητοποίηση την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας: στην κλασική περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, του ΣΚ Γαλλίας επί Μιτεράν και του ισπανικού PSOE, τα συλλογικά όργανα του αριστερού σοσιαλιστικού κόμματος υποκαθίστανται από την κοινοβουλευτική ομάδα και από τις κρατικές/κυβερνητικές βαρονίες και φέουδα μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα.

Όπως έχει δείξει ο Γιοχάνες Ανιόλι στο έργο του «Μετασχηματισμός της Δημοκρατίας», ήδη η ισορροπία στη σοσιαλδημοκρατική ηγετική ομάδα είναι απολύτως ανισόμετρη και υπάρχουν πεζικάριοι αλλά και ανώτατοι αξιωματικοί της κοινοβουλευτικής ομάδας. Στην περίπτωση του παραδοσιακού αριστερού κόμματος (σοσιαλδημοκρατικού ή μεταρρυθμιστικού με τη στενότερη και αγωνιστικότερη έννοια όπως π.χ. ο κομουνιστικός ή σοσιαλιστικός μεταρρυθμισμός), η κινητοποίηση υποχωρεί έναντι της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής διαβούλευσης, τελικά ο κερδισμένος δεν είναι καν το κοινοβούλιο αλλά η σύμφυση ηγεσίας του κοινοβουλίου και κυβερνητικής διοίκησης.

Τα συλλογικά πολιτικά δικαιώματα, όπως η διαδήλωση και η απεργία, απομένουν να ασκούνται από το κόμμα μόνο στο βαθμό που υποστηρίζουν το κυβερνητικό/κοινοβουλευτικό έργο. Το δε μαζικό κόμμα «απορροφάται» από το κράτος και κρατικοποιείται υπό τη μορφή του μαζικού αποικισμού και της πολιτικής ενοποίησης του κρατικού μηχανισμού μέσω του κατώτερου και μεσαίου κομματικού προσωπικού (Πουλαντζάς για το «κόμμα της διοίκησης»), είτε μέσω της διαμόρφωσης ενός νέου στελεχικού πολιτικού προσωπικού του κράτους προερχόμενου από το αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα. Το προσωπικό αυτό μετά την αποστράτευσή του μπορεί να βρει θέση σε ανώτατα κομματικά αξιώματα ή και σε διεθνείς οργανισμούς.

Οι νεότερες πολιτισμικές διαμορφώσεις μετά την επικράτηση του μετανεωτερικού και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού εμπλουτίζουν σημαντικά το φαινόμενο της κρατικοποίησης του αριστερού σοσιαλδημοκρατικού ή αριστερού μεταρρυθμιστικού κόμματος. Υπάρχει μια διάσταση παραγωγής μιας «τεχνοκρατίας» υπερκομματικού τύπου (σαν αυτήν που παρήγαγε ο Σημίτης με τον «εκσυγχρονισμό» του, κυρίως με «τροποποιημένους» διανοούμενους της ανανεωτικής Αριστεράς), ενώ το κομματικό προσωπικό καταλαμβάνει το ανώτατο αλλά και το πιο υποτιμημένο κομμάτι της κρατικής μηχανής, ο αποικισμός γίνεται πιο ελεγχόμενος και συνεχής με τη μόνιμη κρατική διοίκηση.

Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων μέσω και της κοινωνίας της πληροφορίας (ΜΚΟ, θεματικές ομάδες, ομάδες δικαιωμάτων, επιχειρηματικά λόμπι κ.ά.) οδηγεί και σε επιμέρους δίκτυα που εντάσσονται στο αριστερό κόμμα και τελικά διαμορφώνουν ένα δίκτυο κυβερνητικής και κρατικής εξουσίας (βλ. και το άρθρο του Γιώργου Λιερού στον «Δρόμο της Κυριακής» της 31-1-15). Τόσο η παραδοσιακή όσο και η πιο μετανεωτερική κρατικοποίηση του αριστερού μεταρρυθμιστικού κόμματος προϋποθέτουν -και αυτό είναι το κουμπί- την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας του κόμματος από την κυβέρνηση και τελικά την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας του αριστερού κόμματος από τον ίδιο τον αστικό κρατικό μηχανισμό.

Βεβαίως, αυτά αφορούν τον αριστερό μεταρρυθμισμό, «δεν μπορούν να αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ». Αφήνοντας κατά μέρος το ακόμη ανοιχτό ζήτημα του αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπερβεί τον μεταρρυθμισμό είτε προς το καλύτερο (αντικαπιταλισμός) είτε προς το χειρότερο (σοσιαλφιλελευθερισμός), πρέπει να δούμε ότι κανένα αριστερό κόμμα που κυβερνά -και μάλιστα μαζί με αστούς συμμάχους- δεν είναι αλώβητο από την υποταγή του στην κυβερνητική λειτουργία και τελικά από την υποταγή του στη δομή του αστικού κρατικού μηχανισμού.

Το αστικό κράτος ως πεδίο συμπύκνωσης της ταξικής πάλης είναι πεδίο με δομικό όριο, δεν πάει πέρα από ένα «φιλοκοινωνικό όριο» αν δεν σπάσει και δεν ανατραπεί προς την κατεύθυνση της εργατικής εξουσίας. Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή, η οποία σήμερα είναι αναμφισβήτητα ένας κρισιογόνος και κοινωνικά καταστροφικός νεοφιλελευθερισμός.

Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος με επτά βασικές συνιστώσες:

α) κράτημα του μέγιστου τμήματος του κόμματος εκτός του κρατικού μηχανισμού – επιλεκτική μόνο πολιτική και δευτερευόντως τεχνοκρατική στελέχωση σε θέσεις-κλειδιά,

β) μαζική κινητοποίηση όχι μόνο στηρικτική αλλά και ελεγκτική του κυβερνητικού έργου – συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση,

γ) ανάδυση λαϊκών επιτροπών αγώνα και δράσης που θα συγκροτούν κοινωνικά κύτταρα αντιεξουσίας και εργατικού/κοινωνικού ελέγχου,

δ) ανάπτυξη επικοινωνιακών δικτύων στήριξης αλλά και ελέγχου-κριτικής του κυβερνητικού έργου,

ε) λήψη όλων των βασικών κυβερνητικών αποφάσεων από τα ανώτατα κομματικά όργανα (ΚΕ, Συνέδριο, Κομματικό Δημοψήφισμα κ.λπ.) και όχι από το υπουργικό συμβούλιο ή τον πρωθυπουργό,

στ) δημιουργία κοινωνικών και συνεταιριστικών ΜΜΕ που θα αντιπολιτεύονται ικανοποιητικά το ιδιωτικό επιχειρηματικό μιντιακό πλέγμα,

ζ) συλλογικός έλεγχος των οικονομικών του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας και της κυβέρνησης.

Τα παραπάνω συγκροτούν ένα σύγχρονο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, το οποίο ακόμη και ως κυβερνητικό κόμμα «αντιπολιτεύεται» και είναι εξωτερικό προς τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Αυτό, πάντως, συνεπάγεται μια βαθιά πολιτιστική επανάσταση εντός της Αριστεράς.

Τα παραπάνω λέγονται όχι για να διασπείρουν τον τρόμο και την απελπισία ή την ηττοπάθεια μέσα σε μια περίοδο φυσιολογικής χαράς. Είναι καταστάλαγμα μακράς εμπειρίας του εργατικού και αριστερού κινήματος. Ως εκ τούτου, πρέπει όχι να μελετηθούν από κάποια επιτροπή σοφών, αλλά να προταθούν ως γραμμή πλεύσης στον ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα και να γίνουν η ραχοκοκαλιά της πολιτικής και της ηθικής του πλεύσης στο επόμενο διάστημα. Υπάρχει ακόμη χρόνος αλλά όχι και απεριόριστος!

 

*Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. 

Exit mobile version