Την αντίδραση του πρόεδρου της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνου Μίχαλου, προκάλεσε το «πάγωμα» της έγκρισης των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους .
Σε δήλωσή του αναφέρει:
Σε ό,τι αφορά το «πάγωμα» της έγκρισης των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος, αντί άλλης απαντήσεως παραπέμπω στη δήλωση του Επιτρόπου Πιέρ Μοσκοβισί «ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να καταδικαστεί σε αιώνια λιτότητα», όσο και σε αυτήν του επικεφαλής των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο Τζιάνι Πιτέλα, ότι «πίσω από αυτήν την απόφαση κρύβεται το διαβολικό χέρι του Βόλφανγκ Σόιμπλε».
Η αδικαιολόγητη εμμονή του Γερμανού υπουργού Οικονομικών να «τορπιλίζει» κάθε προσπάθεια, εκβιάζοντας και κάνοντας μηχανορραφίες έχει φτάσει πλέον στο πιο επικίνδυνο σημείο για το μέλλον και την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΕΕ θα πρέπει κάποια στιγμή να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων απέναντι σε όποιον συστηματικά και με κάθε τρόπο, επιχειρεί να τινάξει στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Ευρώπη δεν είναι τσιφλίκι του κ. Σόιμπλε!
Και θα επαναλάβω εκ νέου την ανάγκη επιτέλους σε αυτήν τη χώρα να υπάρξει ένα ελληνικό σχέδιο φυγής προς τα εμπρός, που βέβαια δε θα περιλαμβάνει μόνο μέτρα ανακούφισης των ευπαθών κοινωνικών ομάδων – τα οποία βεβαίως και είναι αναγκαία – αλλά και μέτρα αναπτυξιακά, που μεσοπρόθεσμα θα δώσουν ώθηση στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Από τα πλεονάσματα που δημιουργήθηκαν, όπως η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται από τις θυσίες του ελληνικού λαού, και με βάση την υπάρχουσα συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές, θα πρέπει άμεσα να αποπληρωθεί μέρος του χρέους του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς τα κεφάλαια αυτά είναι αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων που δίνουν σκληρή μάχη για την επιβίωσή τους.
Και καταλήγοντας θέλω να επισημάνω ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εστιάσει στην ανατροπή του κακού κλίματος που επικρατεί σήμερα στην αγορά, προωθώντας όλες εκείνες τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, ώστε να δημιουργήσουν βιώσιμες θέσεις εργασίας και πλούτου.