Μια μικρή γερμανική τράπεζα έχει καταθέσει αγωγή κατά της ΕΚΤ σε μια προσπάθεια να αποφύγει να τεθεί υπό την εποπτεία της, σηματοδοτώντας την πρώτη νομική αμφισβήτηση στο νέο εποπτικό ρόλο της ΕΚΤ.
Το Νοέμβριο η ΕΚΤ ανέλαβε την άμεση εποπτεία των 120 μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρώπης, αναλαμβάνοντας αυτή την ευθύνη από τις εθνικές εποπτικές αρχές όπως η γερμανική BaFin και η γερμανική κεντρική τράπεζα.
Η κίνηση έχει εγείρει αντιδράσεις από ορισμένους πολιτικούς και μικρότερες τράπεζες που ανησυχούν για το πρόσθετο ρυθμιστικό κόστος, μεταξύ άλλων θεμάτων. Η αναπτυξιακή τράπεζα Landenskreditbank Baden-Wurttemberg κατέθεσε αγωγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων –το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ- να αμφισβητήσει νόμιμα ότι τέθηκε υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, δήλωσε η τράπεζα στην The Wall Street Journal.
Η L-Bank, όπως είναι γνωστό, ισχυρίζεται ότι η εποπτεία της ΕΚΤ περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερες γραφειοκρατικές δαπάνες.
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι η κεντρική τράπεζα είχε ενημερωθεί για την δικαστική υπόθεση, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει περαιτέρω.
Η αγωγή, που κατατέθηκε στις 12 Μαρτίου, είναι το πιο ριζοσπαστικό βήμα από μια ευρωπαϊκή τράπεζα κατά της εποπτείας της ΕΚΤ, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίγο της ολοκλήρωσης της ευρωζώνης. Αναδεικνύει τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ από ορισμένους πολιτικούς και μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα στην Γερμανία, την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Η L-Bank δήλωσε ότι τα υψηλότερα κόστη που συνδέονται με την εποπτεία της ΕΚΤ θα υπονομεύσουν την ικανότητά της να υποστηρίζει τις τοπικές επιχειρήσεις και τις οικογένειες. Αντιθέτως, θέλει να βρίσκεται υπό την εποπτεία της BaFin και της Bundesbank, κάτι που θεωρεί ότι είναι πιο κατάλληλο, δεδομένου του τοπικού focus της.
Η L-Bank ισχυρίζεται ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο είναι απλό και ξεκάθαρο, ενώ η ΕΚΤ έχει επωμιστεί να ρυθμίζει πιο περίπλοκες τράπεζες μέσω μιας δομής γνωστής ως Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM). Εάν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, «έρχεται σε αντίθεση με τις κατευθυντήριες γραμμές του ενιαίου εποπτικού οργανισμού», τονίζει η L-Bank.
Πηγή:www.capital.gr