Αποστολή στο Λουξεμβούργο, του Θάνου Αθανασίου
Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει πρώτα να έχει αποφασιστεί η χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ, ακριβώς γιατί είναι τυπική προϋπόθεση για τον ESM και τα κοινοβούλια έξι κρατών μελών της ευρωζώνης.
Προς αυτόν τον σκοπό η Ευρωζώνη συναποφάσισε (με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας και του ΔΝΤ) να αναδιαρθρώσει το ελληνικό χρέος σε τρεις φάσεις: μετά το τέλος της πρώτης αξιολόγησης (όπως και έγινε τον Ιανουάριο του 2017), μετά το τέλος του προγράμματος (όπως θα γίνει τον Σεπτέμβριο του 2018) και όποτε ξανά στο απώτερο μέλλον χρειαστεί (δηλαδή πριν από τη λήξη της περιόδου χάριτος το 2023).
ΔΝΤ και ΕΕ έχουν δώσει τα χέρια και συμφωνούν απόλυτα στο παραπάνω σχεδιάγραμμα – χρονοδιάγραμμα.
Το ΔΝΤ έχει δημόσια παραδεχθεί από τις 12 Απριλίου 2017, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα εκτελεστούν το 2018 και πως τώρα απλά θα γίνει η τεχνική τεκμηρίωσή τους.
Από τις 25 Μαΐου του 2016 είναι γνωστό ότι αυτά θα περιέχουν: Την επέκταση της ωρίμανσης των δανείων κατά 15+ χρόνια, την επιστροφή κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SNPs ANFAs), την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και την κατάργηση μελλοντικών προσαυξήσεων στα επιτόκια του EFSF (step up).
Τα SNPs και τα ΑΝFAs θα χρηματοδοτήσουν το κόστος της επέκτασης της ωρίμανσης, το κόστος μείωσης επιτοκίων και την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ, μαζί με τα υπόλοιπα ποσά που θα μείνουν από το πακέτο των 86 δισ.
Η επίπτωση των παραπάνω μέτρων θα είναι 20 μονάδες του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ συμφώνησε στις 22 Μαΐου του 2017 σε όλα τα παραπάνω, αλλά διαφωνεί στην ανάπτυξη της Ελλάδας το διάστημα 2030 – 2060.
Τις 3 εβδομάδες που μεσολάβησαν αυτή η διαφωνία δεν γεφυρώθηκε.
Ως εκ τούτου, το ΔΝΤ θα αποφασίσει τη συμμετοχή του «επί της αρχής», ώστε η ΕΕ να αρχίσει την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα και το ΔΝΤ επιφυλάσσεται να αρχίσει τις καταβολές των δικών του δόσεων σε ένα χρόνο, όταν τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία συγκεκριμενοποιηθούν.
Η ΕΕ, όμως, σκοπεύει να πείσει το ΔΝΤ πως έχει δίκιο στο θέμα της ανάπτυξης και για αυτό τον λόγο σχεδιάζει για την Ελλάδα ένα μεγάλο αναπτυξιακό πακέτο με συνδυαστικές επενδύσεις και κοινοτικά κονδύλια για δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Το πακέτο αυτό θα περιγράφεται στην απόφαση του Εurogroup και θα αναλάβει να το συντάξει η Κομισιόν.
Επιπλέον, η ΕΕ σκοπεύει να εγκρίνει για την Ελλάδα μια σημαντικά μεγαλύτερη δόση από τα 7,5 δισ. που αρχικά είχαν προγραμματιστεί.
Το ύψος της δόσης μπορεί να φτάνει και τα 11 δισ. Η πλευρά της ΕΕ θα συντάξει, μάλιστα, και μια θετική ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Το ΔΝΤ θα πράξει το ίδιο, αλλά με πιο δυσμενή στοιχεία για την περίοδο 2030 – 2060.
Μια προσπάθεια να περάσει μια πιο συγκεκριμένη διατύπωση για τα μακροπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους (η περίφημη γαλλική πρόταση που αποτελεί παλιά μελέτη του ESM), έπεσε στο κενό καθώς κατά την άποψη πολλών κρατών-μελών ξεπερνά την απόφαση του 2016 και την βασική υπόσχεση της ΕΕ προς το ΔΝΤ.
Με βάση τα παραπάνω, το αν και κατά πόσο η Ελλάδα ενταχθεί ή όχι στην ποσοτική χαλάρωση δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί, όμως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει έτσι κι αλλιώς, καθώς το QE είναι δουλειά της EKT και όχι του Εurogroup.
H σύνδεση που επιχειρήθηκε στο εσωτερικό της Ελλάδας είχε εξάλλου σχολιαστεί δυσμενώς από την πρώτη στιγμή.
Για το QE υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προϋποθέσεις.
Το δε QE απαγορεύεται να στηρίξει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, καθώς αποτελεί άμεση νομισματική μεταβίβαση. Εξάλλου δεν ξεπερνάει τα 3,5 δισ. για ένα εξάμηνο.
Από την άλλη, η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν επηρεάζεται από το QE και δεν υπονομεύεται από την απόφαση.
Η έξοδος της Ελλάδας είναι δυνατή μόνο αν οι αγορές εμπεδώσουν την βούληση για μεταρρυθμίσεις και δουν αποτελέσματα.
Τα 3ετή και 5ετή ομόλογα που θα πουλήσει η χώρα, εξάλλου θα αποπληρωθούν πριν λήξει η περίοδος χάριτος (2023).
Υπό αυτή την έννοια το DSA (ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους) όπως εξηγούν κοινοτικοί αξιωματούχοι, δεν έχει καμία επίπτωση στην έξοδο στις αγορές.
Η Ελλάδα απέρριψε, ωστόσο, αυτή τη λύση στις 22/05 καθώς το ΔΝΤ ζήτησε να εισέλθει με διετές πρόγραμμα.
Το δεύτερο έτος του προγράμματος συμπίπτει με την προεκλογική χρονιά του 2018- 2019.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει τη μη ημερολογιακή σύμπτωση των προγραμμάτων του ΕSM και του ΔΝΤ, όμως μπορεί να ζητήσει τον πρόωρο τερματισμό του προγράμματος του ΔΝΤ αν δε το χρειάζεται και να πάρει μια προληπτική γραμμή στήριξης από την ΕΕ.
Αν η Ελλάδα απορρίψει εκ νέου τη συμφωνία ΕΕ – ΔΝΤ τότε είναι αβέβαιο ότι το θέμα θα συζητηθεί σε Σύνοδο Κορυφής.
Εξάλλου, η Σύνοδος θα παραπέμψει και πάλι σε Eurogroup, το οποίο με βάση τα δεδομένα δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο.
Η Ελλάδα χρειάζεται 7 δισ., που δεν έχει, στα μέσα Ιουλίου. Η εκταμίευσή τους απαιτεί χρονοβόρες κοινοβουλευτικές εγκρίσεις.
Δεδομένου δε ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να αποχωρήσει, η ΕΕ δεν σκοπεύει να σχεδιάσει άλλο πρόγραμμα για την Ελλάδα από την αρχή, χωρίς το ΔΝΤ και να διαχειριστεί το θέμα στο εσωτερικό της.
Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ είχε από την πρώτη στιγμή προσδιορίσει το πρόβλημα στις υπερβολικές προσδοκίες των εμπλεκομένων μερών και είχε δείξει σαφώς την Ελλάδα.
Ούτε η Γερμανία έχει να κάνει κάτι που δεν κάνει, ούτε καμία διαπραγμάτευση συμβαίνει στο παρασκήνιο, ούτε το ΔΝΤ ζήτησε τώρα ελάφρυνση του χρέους.
Η δε φράση «αν χρειάζεται» αποτελεί νομικό όρο για τα κοινοβούλια των κρατών μελών και δεν πρόκειται να απαλειφθεί.
Πηγή: Real.gr