Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να πάρουν και άλλα μέτρα για να ανταποκριθούν στα αιτήματα που τους υπέβαλαν τον Μάρτιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών ώστε να συμμορφωθούν με τους κανόνες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών.
Σήμερα δημοσιεύτηκαν οι αλλαγές που έκαναν το Facebook, το Twitter και η Google+ προκειμένου να ευθυγραμμίσουν τους όρους παροχής των υπηρεσιών τους με τους κανόνες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών.
Οι αλλαγές αυτές θα ωφελήσουν πλέον πάνω από 250 εκατομμύρια καταναλωτές της ΕΕ που κάνουν χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: οι καταναλωτές της ΕΕ δεν θα υποχρεούνται να παραιτούνται από δικαιώματα αναγκαστικού δικαίου της ΕΕ, όπως το δικαίωμα υπαναχώρησής τους από τις διαδικτυακές αγορές τους· θα μπορούν να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους στην Ευρώπη αντί για την Καλιφόρνια· και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης θα αναλαμβάνουν το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογεί δικαίως έναντι των καταναλωτών της ΕΕ, όπως συμβαίνει με τους παρόχους υπηρεσιών εκτός διαδικτύου. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές πληρούν μόνον εν μέρει τις απαιτήσεις βάσει της νομοθεσίας της ΕΕ για τους καταναλωτές.
Η Επίτροπος Δικαιοσύνης, Καταναλωτών και Ισότητας των Φύλων, κ. Βιέρα Γιούροβα, δήλωσε: «Καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται ως διαφημιστικές και εμπορικές πλατφόρμες, πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με τους κανόνες προστασίας των καταναλωτών. Χαίρομαι που αποδίδουν καρπούς τα μέτρα των εθνικών αρχών σχετικά με την επιβολή των κανόνων της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών· ορισμένες εταιρείες καθιστούν πλέον ασφαλέστερες τις πλατφόρμες που προσφέρουν στους καταναλωτές. Ωστόσο, λυπούμαι γιατί η επιτελούμενη πρόοδος παραμένει ημιτελής και η εφαρμογή της βραδυπορεί απαράδεκτα. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει ότι χρειαζόμαστε μια «Νέα Συμφωνία για τους καταναλωτές»: οι κανόνες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να τηρούνται και, εάν οι εταιρείες δεν συμμορφώνονται, θα πρέπει να τους επιβάλλονται κυρώσεις.»
Παρά το ότι οι τελευταίες προτάσεις της Google φαίνεται να ικανοποιούν τα αιτήματα των αρχών για την προστασία των καταναλωτών, το Facebook, και πολύ περισσότερο το Twitter, δεν έχουν ακόμη επιλύσει πλήρως ορισμένα μείζονα ζητήματα για τις ευθύνες τους και τον τρόπο ενημέρωσης των χρηστών σχετικά με πιθανή αφαίρεση περιεχομένου ή καταγγελία συμβάσεως.
Όσον αφορά τον «μηχανισμό αναγγελίας και δράσης» που χρησιμοποιούν οι αρχές προστασίας των καταναλωτών για να επισημαίνουν παράνομο περιεχόμενο και να ζητούν την αφαίρεσή του, οι αλλαγές που έχουν επιτελέσει ορισμένες εταιρείες κρίνονται ανεπαρκείς. Παρά το ότι η Google+ εφαρμόζει ένα πρωτόκολλο με προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των σχετικών αιτημάτων, το Facebook και το Twitter θέτουν απλώς στη διάθεση των εθνικών αρχών μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ώστε να τους κοινοποιούνται οι όποιες παραβιάσεις χωρίς όμως να έχουν δεσμευτεί σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια για τη διεκπεραίωση των σχετικών αιτημάτων.
Η διαδικασία για τη λήψη μέτρων επιβολής κινήθηκε τον Νοέμβριο του 2016 ύστερα από πολυάριθμες καταγγελίες καταναλωτών που έπεσαν θύματα απάτης ή παραπλάνησης κατά τη χρήση των ιστοτόπων αυτών ή στους οποίους επιβλήθηκαν όροι χρήσης που παραβιάζουν το δίκαιο της ΕΕ για τους καταναλωτές.
Έκτοτε οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης συμφώνησαν ρητά να τροποποιήσουν:
- τους όρους παροχής των υπηρεσιών που περιορίζουν ή αποκλείουν εντελώς την ευθύνη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε ό,τι αφορά την εκτέλεση των υπηρεσιών·
- τους όρους που απαιτούν από τους καταναλωτές να παραιτούνται από δικαιώματα αναγκαστικού δικαίου της ΕΕ, όπως είναι το δικαίωμα υπαναχώρησής τους από διαδικτυακές αγορές τους·
- τους όρους που στερούν από τους καταναλωτές το δικαίωμά τους να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη στο κράτος μέλος διαμονής τους και που προβλέπουν την εφαρμογή του δικαίου της Καλιφόρνιας·
- τον όρο που απαλλάσσει τις πλατφόρμες από την υποχρέωσή τους να επισημαίνουν τα μηνύματα εμπορικού χαρακτήρα και το περιεχόμενο υπό χορηγία.
Οι εταιρείες δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν τις τροποποιήσεις στους όρους τους σε όλες τις γλωσσικές εκδόσεις το πρώτο τρίμηνο του 2018.