Η κυβέρνηση άνοιξε
ευθέως το ζήτημα το ζήτημα του εκλογικού νόμου, μέσα από δημόσιο διάλογο με τα
κόμματα, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη διακυβέρνηση του τόπου, μέσα
από προγραμματικές συνεργασίες, αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, απαντώντας σε όσα
έχουν ειπωθεί εναντίον της κυβέρνησης
Συγκεκριμένα, σύμφωνα
με τις κυβερνητικές πηγές, από την στιγμή που η κυβέρνηση άνοιξε το ζήτημα του
εκλογικού νόμου, το πολιτικό κατεστημένο προσπαθεί με κάθε μέσον να αποτρέψει
μια προοδευτική εξέλιξη για τον τόπο, μέσα από την θέσπιση ενός πραγματικά
αναλογικού συστήματος. Ορισμένα από τα αδιανόητα επιχειρήματα που
επιστρατεύτηκαν στην προσπάθεια αυτή είναι ότι «η κυβέρνηση επιστρατεύει για
την υλοποίηση των πολιτικών της επιδιώξεων την Χρυσή Αυγή» καθώς επίσης και ότι
«αναζητά αποστασίες, στήνοντας νέα Ιουλιανά».
Σε ότι αφορά το
θέμα των νεοναζί, ο Πρωθυπουργός, στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη στο
τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, είπε επί λέξει:
«..Δεν συνυπολογίζουμε καθόλου τις ψήφους της Χρυσής
Αυγής, ούτε καν μπήκαμε στη διαδικασία να συνυπολογίσουμε ψήφους της Χρυσής
Αυγής ή ψήφους μεμονωμένων βουλευτών. Δεν μας απασχολεί αυτό. Εμάς μας
απασχολεί το να πείσουμε σε ένα δημοκρατικό και ανοικτό διάλογο τα κόμματα του
λεγόμενου δημοκρατικού προοδευτικού χώρου ότι κάνουν μια επιλογή
αυτοχειριασμού, η οποία θα καταγραφεί, εάν επιμείνουν σε αυτή την επιλογή, ως
ένα ιστορικό ατόπημα, όπως κατεγράφη και για την Αριστερά το 1989, όταν,
συνεργαζόμενη τότε με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, δεν συναίνεσε στο να καθιερωθεί η απλή
αναλογική…»
Η πρόταση προς
τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς, εξακολουθεί, φυσικά, να ισχύει. Το
αξιοσημείωτο βέβαια, είναι ότι από εχθές, που η «Χρυσή Αυγή» ξεκαθάρισε ότι δεν
θα ψηφίσει τον νόμο, το πολιτικό κατεστημένο δεν δείχνει να διακατέχεται από
τόσο μεγάλη οργή για το ποιος συμπλέει με τους νεοναζί και ποιος όχι.
Περιορίζεται σε πανηγυρισμούς για το γεγονός ότι «το ενδεχόμενο των 200 ψήφων
απομακρύνεται». Η Χρυσή Αυγή έγινε ξανά αόρατη.
Σε ό,τι αφορά τη
φιλολογία περί «αποστασίας» και «Ιουλιανών», γίνεται πλέον ξεκάθαρο, ότι η
κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν αναζήτησε αποστάτες. Άνοιξε ευθέως το ζήτημα
το ζήτημα του εκλογικού νόμου, μέσα από δημόσιο διάλογο με τα κόμματα,
προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τη διακυβέρνηση του τόπου, μέσα από
προγραμματικές συνεργασίες.
Ο πρόταση αυτή
παραμένει ανοιχτή ακόμα και σήμερα και απευθύνεται κυρίως στο ΠΑΣΟΚ και το
Ποτάμι. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ έχει συνυπογράψει την απόφαση της Συνδιάσκεψης της
Δημοκρατικής Συμπαράταξης που μιλάει για
εκλογικό σύστημα «που να κατοχυρώνει την αναλογική εκπροσώπηση της ψήφου
των πολιτών και θα διευκολύνει τις αναγκαίες συμπράξεις και συνεργασίες». Στην
ομιλία της στην Συνδιάσκεψη εκείνη, η Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κα Γεννηματά, είχε
μιλήσει για «νέο εκλογικό νόμο στηριγμένο στην απλή αναλογική, χωρίς διχαστικά
bonus που τελικά δημιουργούν, παρά επιλύουν αδιέξοδα», ενώ μόλις πριν ένα χρόνο
(2/6/2105), το ΠΑΣΟΚ είχε καταθέσει και σχετική πρόταση νόμου για την κατάργηση
του μπόνους των 50 εδρών. Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, έχουν την δυνατότητα
να αποφασίσουν αν θα ανοίξουν τον δρόμο για κυβερνήσεις προοδευτικής
συνεργασίας, ή αν θα επιλέξουν να γίνουν ουρά της ΝΔ, κόβοντας οριστικά τις γέφυρες
με τον προοδευτικό κόσμο – ακόμα και με την δική τους εκλογική βάση.
Η κυβέρνηση δεν
έχει κανένα άγχος για το αν οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το ισχύον εκλογικό
σύστημα. Αντιθέτως, αν την ενδιέφερε αποκλειστικά το πολιτικό της συμφέρον, θα
έπρεπε να επιδιώκει μια τέτοια εξέλιξη. Καταθέτει την πρόταση για αλλαγή του
εκλογικού νόμου από θέση αρχής, πιστεύοντας ότι οι αυτοδύναμες μονοκομματικές
κυβερνήσεις έχουν κλείσει πλέον τον κύκλο τους, αφού, προηγουμένως, έστησαν το
πελατειακό κράτος και λεηλάτησαν το δημόσιο συμφέρον με διάφορες υποθέσεις
τύπου Siemens, συσσωρεύοντας τεράστια αδιέξοδα στην χώρα.
Το δίλημμα αφορά
πλέον το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Έχουν ακόμα 24 ώρες να σκεφτούν τι τελικά θα
επιλέξουν. Αν θα συμβάλλουν στο να γυρίσει σελίδα ο τόπος, ή αν θα συρθούν πίσω
από την ΝΔ, διακυβεύοντας ακόμα και την πολιτική τους ύπαρξη.