Έκκληση για πολιτική σταθερότητα, σταθερό περιβάλλον και συναίνεση στον πολιτικό κόσμο έκανε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης, με αφορμή την εκδήλωση για τη συμπλήρωση 90 χρόνων του Επιμελητηρίου.
Όπως τόνισε η χώρα μετά από έξι χρόνια ύφεσης κατάφερε να επιστρέψει στην ανάπτυξη, εμφανίζοντας πρωτογενές πλεόνασμα, εντούτοις χρειάζονται περαιτέρω μέτρα στον τομέα της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, προκειμένου να μπει σε εφαρμογή ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικό Επιμελητηρίου σημείωσε ότι η χώρα θα πρέπει να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και να αναζητήσει επενδύσεις από το εξωτερικό προκειμένου να βάλει τέλος στην παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Συμπλήρωσε παράλληλα ότι η υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων και το ασταθές περιβάλλον έχουν δημιουργήσει σημάδια κόπωσης στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Ανοίγοντας την επετειακή εκδήλωση ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, κ. Μιχάλης Μαΐλλης, αναφέρθηκε στο πως η χώρα μετά από έξι έτη ύφεσης και σκληρές θυσίες της κοινωνίας επέστρεψε στην ανάπτυξη, ενώ στάθηκε στο ρόλο του Επιμελητηρίου, επισημαίνοντας ότι όλα αυτά τα χρόνια άρθρωσε και αρθρώνει ένα έντονα μεταρρυθμιστικό λόγο, καθώς πιστεύει ότι οι δομικές αλλαγές αποτελούν μονόδρομο.
«Ως φορέας δεν έπαψε ούτε λεπτό να δουλεύει στην κατεύθυνση της παραγωγής προϋποθέσεων για συνεργασία μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας σε επιχειρηματικό και οικονομικό επίπεδο και συνεχίζει να το πράττει με την ίδια ένταση, γιατί οι λόγοι που το επιβάλλουν δεν έχουν αρθεί» υπογράμμισε ο κ. Μαΐλλης, για να αναδείξει ως κομβικό ζήτημα το χάσμα ανταγωνιστικότητας που καταγράφεται μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης. «Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική, ακόμη και σήμερα που μετά από 6 χρόνια ύφεσης, παρουσιάζει τα πρώτα δείγματα ανάπτυξης, ανακοινώνοντας για το τρίτο τρίμηνο του 2014 θετικό ΑΕΠ κατά 0,7%».
«Το πρόβλημα του χρέους κάποιων χωρών, αλλά κυρίως η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών του Νότου, δεν μας επιτρέπουν να είμαστε, σήμερα, απόλυτα αισιόδοξοι για το μέλλον της ευρωζώνης. Νομίζω πως όλοι μας θα συμφωνήσουμε ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις καθυστερούν, όχι μόνο στην Ελλάδα όπου το πρόβλημα είναι προφανές, αλλά συνολικά στο νότο, ενώ το ζήτημα της ρευστότητας και των κόκκινων δανείων διαχέεται γενικότερα στην ευρωζώνη» πρόσθεσε ο κ. Μαΐλλης.
Η Ελλάδα έχει διανύσει αρκετό δρόμο
Από την πλευρά του ο Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, Uwe Beckmeyer, αναφέρθηκε στην ανάγκη βελτίωσης και βελτιστοποίησης υφιστάμενων χρηματοδοτικών όρων και δομών για ιδιώτες επενδυτές.
Ο Γερμανός Υφυπουργός αναφερόμενος στην Ελλάδα επεσήμανε ως κρίσιμη τη στήριξη των επενδύσεων, αναγνώρισε ότι η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για την εξυγίανση της οικονομίας της, ωστόσο, όπως υπογράμμισε με έμφαση, ο δρόμος προς την ανάπτυξη παραμένει δύσβατος και συνεχίζει να απαιτεί θυσίες από τους πολίτες.
«Η Ελλάδα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο είναι συνδεδεμένο με σοβαρές πολιτικές προσπάθειες και επίπονες θυσίες για την πλειοψηφία των πολιτών» … «όμως η χώρα πρέπει να βρει μόνη της το δρόμο προς ένα καλύτερο αύριο» τόνισε ο κ. Beckmeyer, για να υπογραμμίσει το ενδιαφέρον της Γερμανίας να στηρίξει την Ελλάδα στην προσπάθειά της αυτή, αλλά και του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, το οποίο, όπως είπε, ως φορέας αντιλαμβάνεται με εξαιρετικό τρόπο το καθήκον του και δη εδώ και 90 χρόνια.
Ο Γερμανός Υφυπουργός επέμεινε στην άποψή του ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την κρίση, υπογραμμίζοντας ότι «ακόμα και αν το 2014 σημειώνεται μια ανάπτυξη της οικονομίας, αυτή είναι 25% χαμηλότερη από τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ η ανεργία βρίσκεται σε ύψη ρεκόρ, η εγχώρια ζήτηση είναι χαμηλή και οι επενδύσεις στάσιμες».
Πρόσθεσε δε ότι «θεσμικές μεταρρυθμίσεις – ειδικότερα σε ότι αφορά την αγορά εργασίας, τη δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση – μόνο μακροπρόθεσμα θα δώσουν αισθητά δείγματα μιας οικονομικής ανάπτυξης».
Δέχθηκε, πάντως, ότι η Ελλάδα έχει ήδη διανύσει ένα μεγάλο μέρος του δρόμου των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, όπως ανέφερε, ο δρόμος αυτός είναι δύσβατος και συνεχίζει να απαιτεί θυσίες από τους πολίτες. «Τώρα, το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και στους πολίτες – ώστε να επιστρέψουμε και πάλι στην ομαλότητα και σταθερότητα» τόνισε ο κ. Beckmeyer, για να σταθεί αμέσως μετά στη σημασία που έχει για τους επενδυτές η αξιοπιστία του κράτους και των υπηρεσιών του.
«Χωρίς πολιτική ή νομική αξιοπιστία, η απόδοση του κεφαλαίου ακόμα και της καλύτερης επένδυσης, δεν θεωρείται βέβαιη. Εδώ, το κράτος οφείλει να θέσει τις κατάλληλες βάσεις για ένα ομαλό πολιτικό πλαίσιο» ανέφερε επιμένοντας ιδιαίτερα στη μείωση της γραφειοκρατίας, στη διασφάλιση της απονομής δικαιοσύνης και της επιβολής των νόμων, στη βελτίωση της φορολογίας, με σκοπό μια δικαιότερη φορολόγηση και κατανομή φορολογικών βαρών, στην κατάργηση των προνομίων και της εύνοιας ομάδων του λαού και στην προώθηση της επιστημονικής έρευνας και της καινοτομίας.
Ο Γερμανός Υφυπουργός δέχθηκε ότι με βάση το δείκτη σχετικά με την επιχειρηματικότητα, που έχει καθιερώσει η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα έχει ανέβει από τη θέση 100, όπου βρισκόταν πριν από λίγα χρόνια, στη θέση 61, ωστόσο, όπως είπε, η πορεία της χώρας προς τους „Top-Performer“ είναι ακόμα μακρά.
«Πρέπει να υπάρξει αναπτυξιακή ώθηση», τόνισε. «Η ύφεση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επενδύσεις και με τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί κεντρικό θέμα, διότι η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να αναπτυχθεί μόνο εφόσον, προσφέρει προϊόντα, που μπορούν να πουληθούν στην παγκόσμια αγορά. Η Γερμανία προτίθεται να συνεισφέρει στις κοινές προσπάθειες των θεσμών της ΕΕ και των κρατών-μελών της, ώστε η Ελλάδα να γίνει και πάλι ανταγωνιστική» επεσήμανε, αναλύοντας αμέσως μετά τις έως τώρα πρωτοβουλίες της Γερμανίας για τη στήριξη της Ελλάδας, πρωτοβουλίες που αφορούν:
– στη συμμετοχή του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας και της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας στην Αθήνα, ώστε το Germany Trade and Invest να συνεργαστεί με το Enterprise Greece Invest and Trade για την προώθηση των εξαγωγών,
– στη στήριξη με 100 εκατ. ευρώ του Institution for Growth ώστε στις αρχές του επόμενου έτους να μπορέσουν να δοθούν τα πρώτα δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
– στην παροχή εγγυήσεων σε πιστώσεις εξαγωγών για εξαγωγές προς την Ελλάδα και όγκο κάλυψης για το 2013 το 1,15 δισ. ευρώ και
– στη δυνατότητα συνεργασίας των δύο χώρων στον τομέα της καινοτομίας και της επιστημονικής έρευνας.
Πρόσθεσε ακόμη ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας, στο πλαίσιο της Task-force της ΕΕ, υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης και την ανάπτυξη του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Τέλος, αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή κρίση, ο κ. Beckemyer εκτίμησε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπισε τα προηγούμενα χρόνια τη χειρότερη κρίση από την ίδρυσή της, μια δημοσιονομική και οικονομική κρίση, αλλά και μια κρίση νομιμοποίησης. «Το σημαντικότερο καθήκον θα είναι, συνεπώς, η Ευρώπη να προσφερεί απασχόληση, να γίνει εκ νέου ένας τόπος ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε μια κοινή ευρωπαϊκή ώθηση της ανάπτυξης. Κυρίως όμως χρειαζόμαστε περισσότερες επενδύσεις μέλλοντος. Για το λόγο αυτό, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ ανακοίνωσε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων».
Μιλώντας ειδικότερα για την Ελλάδα, υπογράμμισε ότι τα περιθώρια των δημόσιων προϋπολογισμών για επιπλέον επενδύσεις είναι ελάχιστα και για το λόγο αυτό, θα πρέπει να βελτιωθούν οι όροι χρηματοδότησης για ιδιωτικές επενδύσεις.
«Ευχής έργο θα ήταν εάν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μπορούσε να διευρύνει τόσο τον όγκο χρηματοδοτήσεων της όσο και τα ποσοστά κινδύνου ορισμένων δράσεων. Αυτό θα δώσει πρόσβαση και σε ιδιωτικά κεφάλαια» τόνισε ο Γερμανός Υφυπουργός, θέτοντας θέμα αύξησης και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων.
«Μια Task-force υπό τη διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα υποβάλλει προτάσεις και θα ταυτοποιήσει βιώσιμες δράσεις και έργα» δήλωσε με έμφαση, θέτοντας όμως και ζητήματα θεσμικών μεταρρυθμίσεων και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικά εμπόδια και κωλύματα επενδύσεων.
Ο Καθηγητής Hans Heinrich Driftmann, Επίτιμος Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Γερμανίας, αφού έκανε μια σύντομη αναδρομή στα 90 χρόνια δράσης του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου υπογράμμισε πως, σήμερα, το Επιμελητήριο «αποτελεί σύμβολο της ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής» … «και με τα 900 μέλη του, αποτελεί ένα αξιόλογο μέγεθος στον τομέα των διμερών οικονομικών σχέσεων».
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «για την οικονομική στήριξη των περιφερειών και των επιχειρήσεων, είναι απαραίτητοι οι ισχυροί, τοπικοί θεσμοί, οι οποίοι θα κινητοποιήσουν τις επιχειρήσεις για εθελοντικές προσφορές. Τα επιμελητήρια με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν άμεσα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων».
Στην ιστορική πορεία του Επιμελητηρίου αναφέρθηκε και ο Γενικός Διευθυντής του φορέα, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, υπογραμμίζοντας ότι η δράση του Επιμελητηρίου επί εννέα δεκαετίες υποστηρίχθηκε από τέσσερις βασικούς πυλώνες: «Τα μέλη του, που αποτελούν το θεμέλιο λίθο ενός καταξιωμένου θεσμού, τους επιχειρηματίες και τα στελέχη που απαρτίζουν το Δ.Σ. του Επιμελητηρίου και που αφιερώνουν αμέτρητο χρόνο και οικονομικούς πόρους, τους συνεργάτες που δεν πτοήθηκαν από την αρνητική συγκυρία δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους και την Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας όπως και το υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας, δυο φορείς που υπήρξαν σε όλη αυτήν την μακρά πορεία του Επιμελητηρίου αρωγοί εξασφαλίζοντας οικονομικούς πόρους, αλλά και διασφαλίζοντας τη συμμετοχή του Επιμελητηρίου στο παγκόσμιο δίκτυο διμερών εμπορικών επιμελητηρίων εξωτερικού».
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του κ. Κελέμη και στον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου, κ. Μ. Μαΐλλη, για την πολυετή και ουσιαστική συμβολή του στο έργο του Επιμελητηρίου, ενώ σε μια άκρως συγκινησιακή αναφορά, γύρισε 90 χρόνια πίσω, αποκαλύπτοντας ότι στην ομάδα των ιδρυτικών μελών του Επιμελητηρίου, το 1924, ήταν και ο Παππούς του σημερινού προέδρου, ο Καλύμνιος χονδρέμπορος Αλέξανδρος Μαΐλλης, που την εποχή εκείνη πωλούσε στο Βερολίνο τα σφουγγάρια συγγενών του από την Ελλάδα.