του Michael Meyer-Resende (*)
Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Αθήνα και έχω ζήσει επίσης στο Βερολίνο, τη Λισαβώνα, τη Βαρσοβία, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν πάντα για μένα κάτι δεδομένο. Όχι πια. Η γερμανική κυβέρνηση κάνει λάθη, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της Γερμανίας. Η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν μπορεί να κατασκευάσει ένα αεροδρόμιο, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το Βερολίνο πρέπει να έχει κυβέρνηση. Η περίπτωση της ΕΕ είναι διαφορετική. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να λύσουν προβλήματα μέσω της ΕΕ, αλλά το δικαίωμα ύπαρξης της ΕΕ αμφισβητείται.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ερώτημα που μέχρι πρόσφατα υπήρχε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας: πώς θα λειτουργούσε η Ευρώπη χωρίς την ΕΕ; Πώς λειτουργούσε η Ευρώπη πριν δημιουργηθεί η ΕΕ; Ο 19ος αιώνας μοιάζει να προσφέρει το καλύτερο μέτρο σύγκρισης. Όταν τελείωσαν οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι, το 1815, ξεκίνησε για τα ευρωπαϊκά κράτη μια περίοδος σχετικής ειρήνης και αυξανόμενης ευημερίας που κράτησε έναν αιώνα. Κι αυτό, χωρίς τα κράτη εκείνα να οργανωθούν σε ένα υπερεθνικό σώμα. Εξετάζοντας κανείς προσεκτικά τον 19ο αιώνα, φτάνει στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη κινείται ταχύτατα προς τη μορφή των διακρατικών σχέσεων που ίσχυε τον 19ο αιώνα. Πώς συνέβη αυτό;
Η οργανωτική αρχή των ευρωπαϊκών σχέσεων κατά τον 19ο αιώνα ήταν ο «συντονισμός των δυνάμεων» που κυριαρχούσαν: της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας μετά την ένωσή της και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως φθίνουσας δύναμης στα Βαλκάνια. Οι περισσότεροι από εκείνους τους παίκτες έχουν αρχίσει σήμερα να επιστρέφουν στο προσκήνιο. Η Ρωσία επιδιώκει την εδαφική της επέκταση, όπως και στον 19ο αιώνα. Η Τουρκία εδραιώνεται ως ένας όλο και πιο ανεξάρτητος παίκτης, χωρίς τους περιορισμούς της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ και των απαιτήσεων της Ευρώπης που υπήρχαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Μετά το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο επιστρέφει ως αυτόνομη δύναμη, αν και με πολύ μειωμένο κύρος σε σχέση με τον 19ο αιώνα. Για την επιστροφή της Γερμανίας στο επίκεντρο έχουν γραφτεί πολλά, ενώ η Γαλλία παραμένει ένας ουσιαστικός ευρωπαίος παίκτης παρά την αίσθηση κρίσης που επικρατεί εκεί.
Οι δυνάμεις αυτές όχι μόνο επιστρέφουν στο προσκήνιο, αλλά οι σχέσεις τους θυμίζουν κι αυτές τον 19ο αιώνα. Παρατηρείται και πάλι μια ισχυρή διαίρεση ανάμεσα στα μεγάλα και τα μικρότερα κράτη, με τα τελευταία να είναι μάλλον αντικείμενα παρά υποκείμενα των διεθνών σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια της Ρωσίας να διαπραγματευτεί την τύχη της Ουκρανίας με τη Δύση χωρίς την ανάμιξη της ουκρανικής κυβέρνησης. Η Δύση δεν το έχει επιτρέψει, το βέβαιο όμως είναι ότι στη διαδικασία του Μινσκ – όπου γίνονται οι βασικές διαπραγματεύσεις – συμμετέχουν περισσότερο η Γερμανία και η Γαλλία παρά η ΕΕ.
Ο αυξημένος ρόλος των μεγάλων κρατών είναι εμφανής στην ΕΕ. Πάρτε τη Γερμανία, η οποία καθορίζει την απάντηση στην κρίση του ευρώ. Η ΕΕ εξακολουθεί όμως να είναι ένας διαφορετικός χώρος από την Ευρώπη του 19ου αιώνα. Οι μικρότερες χώρες-μέλη έχουν δικαιώματα, ψήφο και φωνή, κάτι που ούτε να ονειρευτούν δεν θα μπορούσαν κατά τον 19ο αιώνα. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η εκπροσώπηση των μικρότερων χωρών-μελών είναι δυσανάλογη προς το μέγεθός τους. Μια από τις παραδοξότητες της σημερινής Ευρώπης είναι ότι τα δεξιά κόμματα στις μικρότερες χώρες υπονομεύουν την ΕΕ, ενώ τα εθνικά τους συμφέροντα θα έπρεπε να τα οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Η επιστροφή στον 19ο αιώνα δεν είναι προς το συμφέρον κανενός ούγγρου, σλοβάκου ή ολλανδού εθνικιστή.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του 19ου αιώνα ήταν οι ασταθείς διακρατικές σχέσεις. Οι μεγάλες δυνάμεις και οι ευθυγραμμισμένες με αυτές μικρότερες δυνάμεις σπαταλούσαν τεράστια πολιτική και διπλωματική ενέργεια σε ένα διαρκές παιχνίδι πόκερ μετακινούμενων συμμαχιών. Όταν ο γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ καθαίρεσε τον Μπίσμαρκ από την πρωθυπουργία, το 1890, έδωσε τέλος και στην ειδική σχέση με τη Ρωσία που είχε εγκαθιδρύσει ο τελευταίος. Ένα γνώρισμα του ευρωπαϊκού συστήματος τα είκοσι προηγούμενα χρόνια εξατμίστηκε μέσα σε λίγους μήνες. Σήμερα βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται τέτοιες μεταβολές. Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι πρόεδροι Πούτιν και Ερντογάν ήταν στα μαχαίρια, τώρα είναι οι καλύτεροι φίλοι, γιατί αυτό έκριναν ότι επιτάσσουν τα συμφέροντά τους.
Οι ιδρυτικοί πατέρες της ΕΕ, που μεγάλωσαν πριν από τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώριζαν τους κινδύνους των μεταβολών που σημειώνονταν στα τέλη του 19ου αιώνα ως αποτέλεσμα της αυτοκαταστροφικής πορείας της Ευρώπης. Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, αποφάσισαν λοιπόν να δημιουργήσουν κάτι πιο σταθερό και διαρκές, με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. «Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τους ανθρώπους, τίποτα δεν μπορεί να διαρκέσει χωρίς τους θεσμούς», έλεγε ένας από τους ιδρυτικούς πατέρες, ο Ζαν Μονέ. Σήμερα βλέπουμε τι σημαίνει αυτό. Η ΕΕ έχει σφυρηλατήσει μια ισχυρή βάση πάνω στην οποία κτίζονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Η διάλυση αυτού του συστήματος είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ό,τι ήταν η διάλυση μιας συμμαχίας του 19ου αιώνα. Για να αποσυνδεθεί η Βρετανία από την ΕΕ ύστερα από τέσσερις δεκαετίες θα χρειαστούν πολλά χρόνια. Και μπορεί να μη συμβεί ποτέ.
Το διπλωματικό παιχνίδι πόκερ του 19ου αιώνα είχε μεγάλα ρίσκα γιατί κανείς δεν αμφέβαλλε ότι μια μέρα θα γινόταν πόλεμος. Το ερώτημα δεν ήταν αν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά πότε και πού. Το αντικείμενο της διπλωματίας ήταν η προετοιμασία κάθε χώρας για τον πόλεμο. Η ΕΕ μετέτρεψε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι σε μια οργανωμένη και διαρκή διαπραγματευτική διαδικασία με συμφωνημένους κανόνες. Μια διαδικασία που μπορεί να είναι λιγότερο συναρπαστική, χαρακτηρίζεται όμως από μεγαλύτερη σταθερότητα και μειώνει τους κινδύνους σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένας πόλεμος μεταξύ χωρών-μελών να είναι σήμερα αδιανόητος.
Οι χώρες που κυριαρχούσαν ανέκαθεν στην Ευρώπη μπορεί να έλκονται σήμερα από την επιστροφή στον 19ο αιώνα, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα παίζουν ευκολότερα τον ρόλο τους στα ευρωπαϊκά όργανα. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον αιώνα μας και στην πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Τότε, η δύναμη που κυριαρχούσε στην Ευρώπη ήταν εξ ορισμού μια παγκόσμια δύναμη. Σήμερα, καμιά χώρα της ΕΕ δεν είναι παγκόσμια δύναμη. Αν δεν συνασπιστούν, οι χώρες-μέλη της ΕΕ θα καταλήξουν να είναι μάλλον αντικείμενα παρά υποκείμενα. Από ψυχρή γεωπολιτική άποψη, κανείς στην ΕΕ δεν έχει σήμερα συμφέρον να επιστρέψει στον κόσμο του 19ου αιώνα.
(*) Ο Μάικλ Μέγερ-Ρεσέντε είναι διευθυντής του Democracy Reporting International, μιας ΜΚΟ που εδρεύει στο Βερολίνο
Πηγή: EurActiv.com, ΑΠΕ