Του Τάσου Δασόπουλου
Η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ περιορίζει δραστικά και τις επιλογές της Ελληνικής Κυβέρνησης σε ότι αφορά τα περιθώρια της διαπραγμάτευσης ενός πιο χαλαρού προγράμματος και μιας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης χρέους.
Με ακριβότερη χρηματοδότηση των τραπεζών χωρίς την δυνατότητα αύξησης του ορίου των εντόκων και με κλειστές τις αγορές για την Ελλάδα η νέα Κυβέρνηση θα κινδυνέψει με χρηματοδοτική ασφυξία και πιέζεται ήδη από το Βερολίνο να συμβιβαστεί σε μια λύση τύπου «μνημονίου».
Η κίνηση της ΕΚΤ να σταματήσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις στέλνοντας τις τράπεζες στον ακριβό δανεισμό από τον ELA είναι σίγουρα «ένα βήμα πίσω» για την ρευστότητα και την πραγματική οικονομία.
Πολλοί θα πούν ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν στο τέλος του 2012 είχαν έκθεση στο μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας ήταν 123 δις ευρώ.
Τότε όμως η Ελλάδα ήταν στο κατώφλι της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και δυστυχώς όλοι θυμόμαστε τι ακολούθησε το μνημόνιο ΙΙ το δάνειο των 140 εκατ. ευρώ το κούρεμα των ομολόγων την κατάρρευση των αποθεματικών των ταμείων και άλλα δύο χρόνια σκληρή λιτότητα.
Δύο χρόνια μετά είναι βέβαιο ότι η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι σαφώς καλύτερη από ότι δύο χρόνια πριν.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μια ισχυρή κεφαλαιοποίηση και ένα απόθεμα 10-12 δις ευρώ από τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που ολοκλήρωσαν στο τέλος του προηγούμενου χρόνου.
Ο τραπεζικός κλάδος είναι πιο συμπαγής και συγκεντρωμένος και με καλύτερες οικονομίες κλίμακας. Δεν είναι όμως θωρακισμένος από κάθε απειλή.
Η μεταφορά της έκθεσης των 65 δις ευρώ από την φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ όπου το επιτόκιο είναι 0,05% στον ακριβό δανεισμό του ELA που είναι ένας μηχανισμός παροχής έκτακτης ρευστότητας με επιτόκιο 1,5% είναι πρόσκαιρη και όχι μόνιμη λύση.
Προκαλεί αύξηση στα επιτόκια δανεισμού μείωση στα επιτόκια καταθέσεων και τελικά περιορισμό στην ήδη περιορισμένη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας.
Το πολιτικό μήνυμα
Δεν υπάρχει αμφιβολία επίσης ότι η απόφαση πάρθηκε στο Βερολίνο και εφαρμόστηκε από τν Φρανκφούρτη λίγες ώρες μετά την συνάντηση του υπουργού οικονομικών κ. Γιάννη Βαρουφάκη με τον Πρόεδρο της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι και τρείς εβδομάδες πριν λήξει η τεχνική παράταση του μνημονίου στις 28 Φεβρουαρίου.
Η δικαιολογία που δόθηκε, ότι δηλαδή δεν υπάρχει προοπτική ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του ελληνικού μνημονίου αφού η Κυβέρνηση δεν προτίθεται να το εφαρμόσει.
Η ουσία της κίνησης είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει γρήγορα για τα επόμενα βήματα σε ότι αφορά το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει και μέτρα που θα υποχρεωθεί να λάβει.
Την ίδια ώρα ο Γερμανός υπουργός οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν συμφωνεί με τίποτα από αυτά που προτείνει η Ελληνική πλευρά.
Ούτε με την κατάργηση της τρόϊκας ούτε με τα μέτρα τα οποία καταργούνται ενώ έχουν συμφωνηθεί με την προηγούμενη Κυβέρνηση και δεν δέχεται καν να συζητήσει την λύση για το χρέος που ο κ. Βαρουφάκης ανακοίνωσε μέσω των Financial Times.
Ο κ. Σόϊμπλε θα πει ακριβώς τα ίδια και στον έλληνα ομόλογο του απαιτώντας την επαναφορά της Ελλάδας στο τραπέζι του διαλόγου και την συνέχιση του μνημονίου έστω και με άλλο όνομα.
Με δεδομένο ότι το άνοιγμα προς Ιταλία και Γαλλία δεν απέφερε τα αναμενόμενα ο κ. Τσίπρας και οι επιτελείς του θα πρέπει να πάρουν γρήγορα αποφάσεις.
Δυστυχώς η χθεσινή ανακοίνωση του υπουργείου οικονομικών μετά την απόφαση της ΕΚΤ διάβαζε λάθος το μήνυμα και έβλεπε την πίεση προς το Eurorgroup το οποίο υποτίθεται ότι θα πρέπει να πάρει γρήγορα αποφάσεις για μια αμοιβαία επωφελή λύση.