Τα τελευταία στοιχεία του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ, καθιστούν την εκτίμηση της περαιτέρω πορείας της ελληνικής οικονομίας καθώς και τη στοχοθέτηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής μια πολύ-παραγοντική διαδικασία, η οποία ξεφεύγει από τα στενά όρια της οικονομικής και στατιστικής επιστήμης και μας οδηγεί όλους αργά αλλά σταθερά στην πολυθρόνα του ψυχαναλυτή, τονίζει ο Group Chief Economist της Τράπεζας Πειραιώς κ. Ηλίας Λεκκός στην τελευταία οικονομικά ανάλυση.
Διαβάστε όλο το το άρθρο του κ.Λεκκού:
«Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ, η ελληνική οικονομία το β’ τρίμηνο του 2015 αναπτύχτηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση (q/q) και κατά 1,4% σε ετήσια (y/y).
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την ανοδική αναθεώρηση του α’ τριμήνου σε 0% (q/q) από -0,2% (q/q), καταδεικνύουν ότι το α’ εξάμηνο του 2015 η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί κατά 1% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2014.
Παρά το γεγονός ότι είμαστε όλοι συνηθισμένοι στην ικανότητα τόσο της ελληνικής οικονομίας όσο και της ΕΛΣΤΑΤ να μας εκπλήσσουν, τα στοιχεία αυτά ήταν παντελώς εκτός του συνηθισμένου εύρους των προσδοκιών των αναλυτών και των εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής επιτροπής και των θεσμών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι δικές μας εκτιμήσεις για το β’ τρίμηνο κυμαίνονταν στα επίπεδα του -0,5% (q/q), -0,4% y/y και για 0% συνολικά στο α’ εξάμηνο του 2015.
Κατά την άποψη μου υπάρχουν δύο τρόποι εκλογίκευσης των στοιχείων του ΑΕΠ:
Ο πρώτος και εύκολος τρόπος είναι να υποθέσουμε ότι τα προσωρινά στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί θα αναθεωρηθούν πτωτικά σε μελλοντικές και πληρέστερες εκτιμήσεις.
Ο δεύτερος και ίσως πιο πολύπλοκος είναι ότι όλοι μας έχουμε υποεκτιμήσει το φαινόμενο του αντιπληθωρισμού και την επίπτωση του ίσως και με καθαρά τεχνικό τρόπο – στις εκτιμήσεις του πραγματικού ΑΕΠ.
Πιο συγκεκριμένα, το ονομαστικό ΑΕΠ το β’ τρίμηνο μειώθηκε κατά 0,7% (q/q) και συνολικά το α’ εξάμηνο κατά -0,3% y/y, υποδεικνύοντας ένα τεκμαρτό αποπληθωριστή της τάξης του -1,2%. Ένα χαρακτηριστικό λοιπόν της ελληνικής οικονομίας είναι ότι σε τρέχουσες τιμές συρρικνώνεται, π.χ. ο κύκλος εργασιών (δηλαδή ο τζίρος) στη βιομηχανία υποχώρησε κατά 7,5% y/y το α’ εξάμηνο του 2015 και κατά 1,2% y/y στο λιανικό εμπόριο το α’ πεντάμηνο.
Αντίθετα στις ίδιες περιόδους σε σταθερές τιμές (δηλαδή σε όρους όγκου), ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε οριακά κατά 0,5% ενώ ο δείκτης λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 0,4%.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να είναι ουσιαστική – δηλαδή με τα ίδια ή λιγότερα χρήματα να είμαστε σε θέση να αγοράσουμε περισσότερα αγαθά επειδή είναι φθηνότερα, καθώς ο αντιπληθωρισμός αυξάνει την πραγματική αγοραστική μας δύναμη, αλλά μπορεί να είναι και καθαρά μεθοδολογική- δηλαδή να οφείλεται στο πώς μεταφράζεται το ονομαστικό ΑΕΠ σε πραγματικό, μέσα σε ένα περιβάλλον παρατεταμένου αντιπληθωρισμού.
Ωστόσο, στο μέτρο και στο βαθμό που τα στοιχεία δεν αναθεωρηθούν, το ΑΕΠ εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στους στόχους και στις προσδοκίες της ελληνικής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τις υποθέσεις μας για συρρίκνωση κατά περίπου -2,5% (σε τριμηνιαία βάση) για το γ’ και δ’ τρίμηνο η πρόβλεψη μας για το ΑΕΠ του 2015 διαμορφωνόταν σε περίπου -2%, το οποίο δημιουργούσε μια αρνητική δυναμική (negative carry over effect) για το 2016 της τάξεως του -3,0%.
Βάση αυτής της αρνητικής δυναμικής, η συνολική μας πρόβλεψη για το 2016 διαμορφωνόταν στα επίπεδα του -2,5%.
Με τα νέα δεδομένα οι ίδιες εκτιμήσεις για το β’ εξάμηνο του 2015 μας οδηγούν σε εκτίμηση για συρρίκνωση -0,9% για το σύνολο του 2015 και ύφεση -2,2% το 2016, καθώς και για ανάπτυξη 2,8% το 2017.
Τέλος και ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις μας αυτές έρχονται πλέον σε ευθεία αντίθεση με τις εκτιμήσεις των θεσμών για ύφεση 2,3% φέτος και -1,3% για το 2016.
Συμπερασματικά, τα τελευταία στοιχεία του ΑΕΠ καθιστούν την εκτίμηση της περαιτέρω πορείας της ελληνικής οικονομίας καθώς και τη στοχοθέτηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής μια πολύ-παραγοντική διαδικασία, η οποία ξεφεύγει από τα στενά όρια της οικονομικής και στατιστικής επιστήμης και μας οδηγεί όλους αργά αλλά σταθερά στην πολυθρόνα του ψυχαναλυτή.».