Την 26η θέση μεταξύ 28 κρατών -μελών της ΕΕ καταλαμβάνει η Ελλάδα στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DESI) για το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι, η Ελλάδα είχε την 28η θέση το 2018 και το 2017 πάλι την 26η.
Όπως αναφέρει η Κομισιόν ,κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η Ελλάδα σημείωσε ελαφρώς μεγαλύτερη πρόοδο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η βελτίωση της βαθμολογίας της (38 μονάδες το 2019 έναντι 34,9 το 2018 και 33,1 το 2017) οφείλεται στις βελτιωμένες επιδόσεις της σε ορισμένες παραμέτρους του δείκτη DESI.
Η Ελλάδα βελτίωσε οριακά τις επιδόσεις της στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αυξάνοντας αφενός το ποσοστό των ειδικών στον τομέα της Τεχνολογίας των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) επί της συνολικής απασχόλησης για τρίτο συνεχόμενο έτος και αφετέρου, τον αριθμό των πτυχιούχων ΤΠΕ για δεύτερο συναπτό έτος.
Βελτίωσε, επίσης, την προσφορά ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών. Ωστόσο, η βαθμολογία της συνεχίζει να παραμένει κάτω του μέσου όρου της ΕΕ. Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, η μετάβαση της Ελλάδας σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής και υπερυψηλής ταχύτητας πραγματοποιείται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Παρότι το εθνικό σχέδιο ευρυζωνικής πρόσβασης επικαιροποιήθηκε, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρατηρούνται ακόμη σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων και στην απορρόφηση των κονδυλίων που διατίθενται.
Όπως επισημαίνεται, η επιτάχυνση της ανάπτυξης δικτύου πέμπτης γενιάς (5G) θα συμβάλει στη βελτίωση της ψηφιακής κατάστασης της Ελλάδας. Θετικό στοιχείο αποτελεί ότι ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται. Οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως οι βιντεοκλήσεις και η παρακολούθηση μαθημάτων στο διαδίκτυο. Ωστόσο, η πρόοδος στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρήσεις θεωρείται αργή, με εξαίρεση τη χρήση των μαζικών δεδομένων (big data) από τις επιχειρήσεις, η οποία υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την υψηλότερη επιμέρους βαθμολογία της στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας. Η μεγαλύτερη πρόοδος σε σύγκριση με το 2018 σημειώθηκε στη χρήση ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, όπου η αύξηση ανήλθε σε 7,4 μονάδες.
Από την άλλη, με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 41,2, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς δεν έχει σημειωθεί βελτίωση στην κατάταξή της σε σχέση με το 2017. Η χώρα παρουσιάζει ευρεία διαθεσιμότητα σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων (κάλυψη 96%, ελαφρώς μικρότερη από το 97% της κάλυψης της ΕΕ), αλλά η διείσδυση εξακολουθεί να κινείται με αργούς ρυθμούς, καθώς ανέρχεται στο 74%, κάτω από τον μέσο όρο 77% της ΕΕ). Αυτό πιθανώς οφείλεται στις εγχώριες τιμές, οι οποίες παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του δείκτη DESI 2019, η χώρα μας δεν διαθέτει σχεδόν κανένα ευρυζωνικό δίκτυο υπερυψηλής ταχύτητας. Παρά την αύξηση της διείσδυσης κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 8%, ο τρέχων αριθμός είναι 74 συνδρομές ανά 100 άτομα, πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο των 96 συνδρομών ανά 100 άτομα στην ΕΕ. Παρότι οι συνδρομές σε ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας έχουν αυξηθεί κατά 4%, αγγίζοντας το 11%, παραμένουν αρκετά κάτω από τον μέσο όρο 41% της ΕΕ. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στην τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, καθώς η κάλυψη αγγίζει το 92%, πλησιάζοντας τον μέσο όρο 94% της ΕΕ.
Ακόμη, τονίζεται ότι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού παραμένει σημαντικό εμπόδιο για την Ελλάδα, όσον αφορά την ανάπτυξη της ψηφιακής κοινωνίας και οικονομίας. Η αύξηση του αριθμού των Ελλήνων ειδικών στον τομέα των ΤΠΕ και η μείωση του χάσματος μεταξύ των φύλων θεωρούνται πολύ σημαντικά στοιχεία, προκειμένου η χώρα να επωφεληθεί πλήρως από την ψηφιακή οικονομία.
Συνολικά, η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Ωστόσο, ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται και μεγάλο ποσοστό αυτών -άνω του μέσου όρου της ΕΕ- επιθυμεί να συμμετέχει σε διάφορες διαδικτυακές δραστηριότητες. Οι πλέον δημοφιλείς μεταξύ αυτών είναι η ανάγνωση ειδήσεων στο διαδίκτυο, η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων, η χρήση των κοινωνικών δικτύων και η παρακολούθηση σειράς μαθημάτων μέσω του διαδικτύου. Το 87% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ενημερώνονται στο ίντερνετ, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο 72% της ΕΕ. Η χρήση των βιντεοκλήσεων ανήλθε στο 61% το 2018 (από 48% το 2017) και είναι πιο διαδεδομένη σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Εξάλλου, παρότι η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών αυξάνεται για τρίτο συνεχόμενο έτος (38%), το ποσοστό παραμένει πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο 64% της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις ηλεκτρονικές αγορές, καθώς το ποσοστό των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου που τις πραγματοποιούν ανέρχεται στο 49%, κάτω από τον μέσο όρο 69% της ΕΕ.
Όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 22η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ και υπολείπεται πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Παρότι η κατάταξη της χώρας παρέμεινε ίδια, σημειώθηκε μικρή πρόοδος σε ορισμένους επιμέρους δείκτες.
Όσον αφορά τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, παρότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, υπολειπόμενη κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ, ωστόσο, σημειώνει πρόοδο με ρυθμό μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι πολύ ικανοποιητικές όσον αφορά τον δείκτη ωριμότητας των ανοικτών δεδομένων, με ποσοστό 74%, που υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο 64%.