Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σχεδόν διπλασιάστηκε τα χρόνια της μεγάλης λιτότητας λόγω των σκληρών μέτρων που επιβλήθηκαν από τα μνημόνιο.
Ωστόσο, το «ξεφούσκωμα» του κόστους και οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες προχώρησαν, φαίνεται ότι είχαν άμεσο αντίκτυπο στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου της Ελλάδας.
Σύμφωνα με νέα μελέτη του ΚΕΠΕ προκύπτει ότι ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών από τις ελληνικές εξαγωγές σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2011 και μετά.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, καθώς οι ελληνικές εξαγωγές στερούνται υψηλής «τεχνολογικής έντασης», δηλαδή μεγάλης προστιθέμενης αξίας. Μολαταύτα, και με βάση αυτό το κριτήριο, η μελέτη του ΚΕΠΕ εντοπίζει βελτίωση τα τελευταία χρόνια.
Ειδικότερα, στη μελέτη «Ανάλυση του Ελληνικού Εξωτερικού Εμπορίου», η αναλύτρια του ΚΕΠΕ, Ιωάννα Κωνσταντακοπούλου, επιβεβαιώνει με τα στοιχεία της ότι οι εξαγωγές είναι αυτές που οδηγούν την ελληνική οικονομία στην ανάπτυξη.
Από τη μελέτη προκύπτει η ισχνή παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατά την τρέχουσα χρονική στιγμή τείνει να θέτει περιορισμούς ως προς το μέγεθος της αύξησης των εξαγωγών.
Επιπλέον, φαίνεται ότι η βαθιά οικονομική ύφεση μετρίασε τη δυναμική αρκετών βιομηχανικών εξαγωγικών κλάδων, ενώ παράλληλα συνέβαλε στην ανάδειξη νέων εξαγωγικών κλάδων. Εντούτοις, το σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή για την επίτευξη οποιασδήποτε θετικής μεταβολής στα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας.
Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών κάλυψαν μόνο το 39% των εισαγωγών την περίοδο 2000-2014. Το αντίστοιχο μέγεθος την περίοδο 1990-2001 ήταν 40%. Ομως, ο δείκτης αυτός εμφανίζει βελτίωση την τελευταία τετραετία.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το μέσο επίπεδο του βαθμού κάλυψης των εξαγωγών την περίοδο 2000-2010 ήταν 33% σύμφωνα με την Καθημερινή, ενώ την περίοδο 2011-2014 ήταν 56%. Πρόκειται δηλαδή για μια μεταβολή της τάξεως του 67,8%. Επιπλέον, ο ρυθμός μεταβολής του δείκτη κάλυψης εξαγωγών μεταξύ 2008 και 2012 ήταν 70,7%. Το 2014, οι εξαγωγές κάλυπταν το 57% των εισαγωγών έναντι 41,6% το 2010.
Στην Ελλάδα τα βιομηχανικά προϊόντα εντάσεως εργασίας αντιστοιχούσαν στο μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση και ακολουθούνταν από τα προϊόντα υψηλής, μεσαίας και χαμηλής τεχνολογικής έντασης. Κατά την περίοδο της βαθιάς ύφεσης, το μερίδιο των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας μειώθηκε πολύ λιγότερο σε σύγκριση με το μερίδιο των προϊόντων εντάσεως εργασίας.
Το μερίδιο των εξαγωγών της Ελλάδας που αντιστοιχεί σε προϊόντα εντάσεως εργασίας είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (την περίοδο πριν από την ύφεση), ενώ αντίθετα τα μερίδια εξαγωγών που αντιστοιχούν σε προϊόντα χαμηλής, μεσαίας και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι μικρότερα από τους αντίστοιχους μέσους όρους της Ευρωζώνης.