Με σταθμούς το Μόναχο και το Βερολίνο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος επισκέφτηκε αυτή την εβδομάδα τη Γερμανία.
Στην ελληνική αποστολή συμμετείχαν εκτός από εκπροσώπους της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και εκπρόσωποι των εβραϊκών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και της Λάρισας.
Αφορμή της επίσκεψης στάθηκε η πρόσκληση του υπουργού Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Η συνάντηση μαζί του την Πέμπτη το μεσημέρι ακυρώθηκε τελικά επειδή ο γερμανός υπ. Εξωτερικών έπρεπε να είναι παρών στις έκτακτες και αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, μετά την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης για στρατιωτική συμμετοχή στον πόλεμο κατά της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στη Συρία.
Βέβαια ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όπως και η αποστολή, είχαν συναντηθεί ήδη το πρωί της Πέμπτης με τον υφυπουργό του υπουργείου Εξωτερικών, Στέφαν Σταϊνλάιν.
Ο σκόπελος του προσφυγικού
Στην ατζέντα της επίσκεψης βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, η εκκλησιαστική κοινωφελής δραστηριότητα, ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης, η σύσταση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας αλλά και η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Για μια ολόκληρη ημέρα η ελληνική αποστολή είχε την ευκαιρία να συζητήσει αυτά τα θέματα με γερμανούς ειδικούς.
Μιλώντας ο Αρχιεπίσκοπος στη Deutsche Welle για αυτές τις συναντήσεις άφησε να εννοηθεί ότι διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις για το αν πράγματι έχουν κατανοηθεί οι διαστάσεις της προσφυγικής κρίσης: «Δεν ξέρω που θα μας οδηγήσει.
Καλές είναι μεν οι συζητήσεις, οι προτάσεις. Πρέπει να γίνονται, αλλά είναι μακριά από αυτό καθ’ αυτό το γεγονός. Άλλο να συζητάμε τι θα κάνουμε, τι μπορούμε να προσφέρουμε και άλλο να είσαι στα παράλια, στα ελληνικά νησιά και να εκβράζει η θάλασσα πτώματα μικρών παιδιών.»
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος υπέδειξε πολύ συγκεκριμένα ότι η ταυτοποίηση των προσφύγων θα πρέπει να γίνεται ήδη από την Τουρκία και κατόπιν από εκεί οι πρόσφυγες να κατανέμονται στα κράτη μέλη της ΕΕ. Επίσης εξέφρασε την ανησυχία του για τις συνέπειες ενός πιθανού κλεισίματος των εθνικών συνόρων για πρόσφυγες από άλλες χώρες, κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας και της Σλοβενίας.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης δεν θα περιοριστούν μόνο στην Ελλάδα αλλά θα αφορούν και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Διαθρησκειακός διάλογος
Ερωτηθείς από τη Deutsche Welle για τις ελληνογερμανικές σχέσεις ο Αρχιέπισκοπος εξέφρασε την άποψη ότι οι επώδυνες επιπτώσεις που είχε η οικονομική κρίση για πολλούς Έλληνες οδήγησαν στην αύξηση του ευρωσκεπτικισμού.
Αντί του οράματος των ιδρυτών της ΕΕ για μια ένωση αλληλεγγύης, όλο και περισσότερο κερδίζει έδαφος η διεκδίκηση οικονομικών συμφερόντων, γεγονός που είναι «πολύ τραγικό». Ενώ αναγνωρίζει ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κρίση φέρουν και οι ίδιοι οι Έλληνες, ο προκαθήμενος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας ζητά μια άλλη προσέγγιση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ευθύνης.
Αρχικά θα πρέπει να γίνει αντιληπτή η ουσιαστική διαφορά που υπάρχει ακόμη και σε θεολογικό επίπεδο: αλλιώς αντιμετωπίζεται το σφάλμα στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από την ορθόδοξη παράδοση και αλλιώς σε αυτές που επικρατεί η προτεσταντική αντίληψη.
Η στάση της ορθοδοξίας είναι η εξής: «Έφταιξες, αλλά εδώ είμαστε, θα σε βοηθήσουμε να προχωρήσεις, να σηκωθείς. Εκείνος που είναι της προτεσταντικής νοοτροπίας λέει: έφταιξες, θα τιμωρηθείς, θα πληρώσεις αυτό που έκανες, δεν χαρίζεται.»
Δεδομένου ότι αυτή η στάση έχει θρησκευτικές καταβολές ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πιστεύει ότι ο διάλογος μεταξύ των Εκκλησιών θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της νοοτροπίας του άλλου, αλλά και στην υιοθέτηση των θετικών στοιχείων της άλλης πλευράς.
Αν χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες ο ορθολογισμός, τότε στην ελληνική υπερέχει το φιλότιμο. Μια άλλη πτυχή της επίσκεψης της ελληνικής αποστολής αφορούσε τον διαθρησκειακό διάλογο.
Ο ραβίνος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Αχαρόν Ισραέλ, αποτιμά θετικά τον τρόπο επικοινωνίας των θρησκειών στη Γερμανία.
«Στη Γερμανία έχουν δουλέψει πολλά χρόνια για να αναπτυχθούν οι σχέσεις μεταξύ των θρησκειών. Και όντως το έχουν πετύχει σε μεγάλο βαθμό.
Και η Καθολική και η Ευαγγελική και η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Εβραίοι και οι Μωαμεθανοί κάθονται στο ίδιο το τραπέζι για να βρουν λύση για κάθε πρόβλημα. Πιστεύω αυτό που έγινε τώρα είναι το πρώτο βήμα για να αρχίσουμε να κάνουμε κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα.»
Ελληνογερμανική συνεργασία στους νέους
Στο επίκεντρο της ενημερωτικής επίσκεψης βρέθηκε και η ελληνογερμανική συνεργασία στους νέους.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει πλέον πράσινο φως για τη σύσταση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας.
Σύμφωνα με τον εντεταλμένο της γερμανικής πλευράς για το Ίδρυμα, Ρόλφ Στέκελ, αν όλα πάνε καλά, τότε ο νέος θεσμός θα μπορούσε να ξεκινήσει τις δραστηριότητες του στα μέσα του 2016. Όπως δήλωσε στη Deutsche Welle ο Ρολφ Στέκελ στο περιθώριο της συνάντησης του με την ελληνική αποστολή, ευχής έργο θα ήταν εάν σε αυτή την προσπάθεια συμμετείχαν και οι Εκκλησίες.
«Ήδη οι εκκλησίες στην Ελλάδα και στη Γερμανία διαδραματίζουν με τις νεανικές τους οργανώσεις σημαντικό ρόλο στον τομέα των διεθνών προγραμμάτων ανταλλαγής νέων.
Επίσης εδώ και καιρό πραγματοποιούνται επιτόπου συνεργασίες μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ενοριών.
Θέλουμε την ενδυνάμωση των υπαρχουσών επαφών, όπως επίσης θέλουμε ευχαρίστως να στηρίξουμε τη διεθνή συνεργασία και τις διεθνείς ανταλλαγές νέων της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Και ευελπιστούμε στην παροχή στήριξης της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας για τη δημιουργία του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας».
Από την πλευρά τους οι ορθόδοξοι αξιωματούχοι βλέπουν καταρχήν θετικά αυτή την προσπάθεια. Η οριστική απόφαση της εκκλησίας για συμμετοχή ή μη θα εξαρτηθεί όμως από την τελική μορφή που θα πάρει το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας.
Ο υπεύθυνος της Αρχιεπισκοπής για θέματα Νεολαίας, Κοινωνικής εκπαίδευσης και Κατασκηνώσεων, Σεβαστιανός Ανδρεάδης αναφέρει σχετικά: «Θεωρώ ότι είναι μια ωραία και ενδιαφέρουσα πρόταση με δημιουργικές προεκτάσεις.
Ανοίγει πόρτες τόσο στη Γερμανία για τους νέους όσο και στην Ελλάδα και θα βοηθήσει για το μέλλον της Ευρώπης. Είναι μια νέα αρχή πάνω στις βάσεις της αλληλεγγύης και της αγάπης που έχουν τεθεί από τους δημιουργούς της ΕΕ.
Θα βοηθήσει τόσο στην ενημέρωση, όσο και στην ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων μεταξύ των δύο λαών. Και ελπίζουμε, ως φορείς αυτής της προσπάθειας, στην επιτυχία του εγχειρήματος.»
Πηγή: DW