ICAP: Τι δείχνουν 14.223 ισολογισμοί για την πορεία των επιχειρήσεων το 2014

Ανακοπή της φθίνουσας πορείας, αλλά και μικρή αύξηση των πωλήσεων διαπιστώνει η Icap αναλύοντας τις οικονομικές καταστάσεις ενός δείγματος 14.223 ελληνικών επιχειρήσεων (εκτός τραπεζών-ασφαλειών), που ήδη δημοσίευσαν ισολογισμούς χρήσης 2014/2013.

Παράλληλα, σημειώθηκε εντυπωσιακή βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων των ελληνικών επιχειρήσεων.

Παρόλα αυτά, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν ζημιογόνο για άλλη μία χρονιά, όμως οι ζημίες περιορίστηκαν σημαντικά κατά την τελευταία χρήση.

Οι μόνοι κερδοφόροι κλάδοι για το 2014 ήταν το εμπόριο και ο τουρισμός.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, στα αρχεία της ICAP Databank υπάρχουν καταχωρημένες 14.223 επιχειρήσεις (εξαιρουμένων τραπεζών-ασφαλειών) με διαθέσιμους δημοσιευμένους ισολογισμούς και των δύο τελευταίων ετών, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση των μεγεθών.

Από τις εταιρείες αυτές οι 2.923 είναι βιομηχανικές, οι 4.160 εμπορικές, οι 4.462 εταιρείες παροχής υπηρεσιών, ενώ 1.494 και 1.184 εταιρείες αντίστοιχα προέρχονται από τον τουριστικό κλάδο και τον κατασκευαστικό κλάδο.

Τα μεγέθη των επιχειρήσεων αυτών για το 2014 συγκρίνονται με τα αντίστοιχα μεγέθη των ίδιων ακριβώς επιχειρήσεων για το 2013.

Σύμφωνα με την Icap, εξετάζοντας τα μεγέθη που περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς και τα οικονομικά αποτελέσματα όλων των επιχειρήσεων του δείγματος, φαίνεται ότι το 2014 αποτέλεσε έτος ανακοπής της φθίνουσας πορείας που επικρατούσε επί σειράν ετών, παρά τις σημαντικές διαφορές που εμφανίζουν οι επί μέρους τομείς δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, από τα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσεως του συνόλου των επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως κλάδου δραστηριότητας), το τελευταίο έτος υπήρξε αύξηση του συνολικού κύκλου εργασιών κατά 2,4%, φαινόμενο σαφώς ενθαρρυντικό συγκριτικά με τις συνθήκες συνεχούς υποχώρησης που επικρατούσαν τα προηγούμενα χρόνια, με τις συνολικές πωλήσεις να ανέρχονται σε 129,9 δισ. ευρώ το 2014.

Παράλληλα, οι προσπάθειες συγκράτησης του κόστους πωλήσεων φαίνεται ότι απέδωσαν, γεγονός που οδήγησε σε αισθητή αύξηση των μικτών κερδών, κατά 5,3%.

Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε και από την έντονη μείωση (κατά 15,5%) των χρηματοοικονομικών δαπανών στη διάρκεια του έτους, γεγονός που οδήγησε σε θεαματική βελτίωση του λειτουργικού αποτελέσματος, το οποίο ανήλθε σε 1,89 δισ. ευρώ το 2014, από 287 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος.

Παρόλα αυτά, το τελικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο εξαιτίας κυρίως της δραστικής αύξησης των μη λειτουργικών εξόδων που επιβάρυναν τις επιχειρήσεις.

Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι οι ζημίες συρρικνώθηκαν κατά την τελευταία χρήση (-55,3%), περιοριζόμενες σε 642,4 εκατ. ευρώ το 2014, από 1,43 δισ. ευρώ το 2013. Τέλος, τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 19% περίπου, ανερχόμενα σε 9,7 δισ. ευρώ.

Όσον αφορά στα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των εταιρειών, το σύνολο ενεργητικού τους αυξήθηκε μόλις κατά 0,7% το 2014/13, ανερχόμενο σε 218,8 δισ. ευρώ.

Οριακές ήταν οι μεταβολές όλων σχεδόν των στοιχείων του ενεργητικού, εξαιρουμένων των διαθεσίμων τα οποία κατέγραψαν έντονη διεύρυνση.

Από την άλλη πλευρά, τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν οριακά, ενώ μικρές ποσοστιαίες αυξήσεις κατέγραψαν οι υποχρεώσεις τόσο οι μεσο-μακροπρόθεσμες, όσο και οι βραχυπρόθεσμες.

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι ήδη από την χρήση του 2013 είχε καταγραφεί τάση «αναδιάταξης» των υποχρεώσεων των εταιρειών προς τον τραπεζικό τομέα (φαινόμενο που ενδεχομένως παραπέμπει σε διαδικασίες ρυθμίσεων δανείων, ή αντικατάστασης βραχυπρόθεσμων με μακροπρόθεσμα).

Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, αξίζει να επισημανθεί η (έστω και μικρή) βελτίωση του περιθωρίου μικτού κέρδους, από 17,94% το 2013 σε 18,45% το 2014. Περαιτέρω, τόσο η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων όσο και το περιθώριο καθαρού κέρδους εξακολουθούν να διατηρούν το αρνητικό πρόσημο, ωστόσο διαφαίνεται τάση βελτίωσης εξαιτίας της περικοπής των ζημιών, ενώ οι δείκτες ρευστότητας δεν εμφάνισαν αξιόλογη μεταβολή το τελευταίο έτος.
Όσον αφορά τη διάκριση σε κερδοφόρες – ζημιογόνες εταιρείες, από το συνολικό δείγμα των 14.223 εταιρειών προκύπτουν τα εξής:
– 8.431 εταιρείες (59,3%) ήταν κερδοφόρες, με κέρδη περίπου 6.065 εκατ. ευρώ
– 5.792 εταιρείες (40,7%) ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους περίπου 6.707 εκατ. ευρώ.

Σε σχετικές δηλώσεις του ο Νικήτας Κωνσταντέλλος , Διευθύνων Σύμβουλος Ομίλου ICAP δήλωσε σχετικά:

«Το έτος 2014 αποτέλεσε έτος ορόσημο για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι υπήρξε ανακοπή της υφεσιακής πορείας και καταγραφή θετικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, μετά από μία εξαετία βαθιάς ύφεσης. Η βελτίωση στα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας αποτυπώθηκε και στις επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά το 2014.

Πράγματι, από τους μέχρι τώρα δημοσιευμένους ισολογισμούς 14.223 εταιρειών, προκύπτει ότι το τελευταίο έτος σημειώθηκε όχι μόνο ανακοπή της συνεχούς πτώσης, αλλά και μικρή αύξηση των πωλήσεων κατά 2,4%.

Το εντυπωσιακό όμως ήταν ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης των λειτουργικών αποτελεσμάτων των ελληνικών επιχειρήσεων, που συνοδεύτηκε από σημαντική αύξηση των κερδών EBITDA κατά 19%.

Οι θετικές αυτές εξελίξεις όμως δεν ήταν αρκετές, ώστε να αποτρέψουν την καταγραφή ζημιογόνου αποτελέσματος, ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι οι ζημίες συρρικνώθηκαν κατά 55%, στοιχείο που παραπέμπει σε τάση ανάκαμψης.

Η πλειοψηφία των κλάδων παρέμειναν ζημιογόνοι, ενώ οι μόνοι κερδοφόροι το 2014 ήταν το Εμπόριο και ο Τουρισμός».

Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντέλλο: «όσο αφορά το 2015, από τα εξαμηνιαία αποτελέσματα που δημοσίευσαν 198 εισηγμένες πλην Τραπεζών, προκύπτει μια αύξηση των κερδών EBITDA κατά 14% παρ όλο που ο τζίρος υποχώρησε κατά 2,3%.

Η βελτίωση της κερδοφορίας οφείλεται κυρίως στις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές ορισμένων μεγάλων ελληνικών εταιρειών όπως και σε άλλους ειδικούς παράγοντες όπως η μείωση του ενεργειακού κόστους.

Παρόλο όμως που μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, τα σημάδια ανάκαμψης ήταν ορατά, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δοκιμάζονται σκληρά, αφενός από την επιβολή των capital controls που “στράγγισαν” τη ρευστότητα στην αγορά, αφετέρου από την είσοδο της χώρας εκ νέου σε προεκλογική περίοδο.

Παραμένει, λοιπόν, θέμα ύψιστης προτεραιότητας η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς, η εδραίωση πολιτικής σταθερότητας προκειμένου να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα, καθώς και η ουσιαστική αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά, για την οποία προϋπόθεση θα είναι η ομαλή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών».
 

Exit mobile version