Σε αναπηρικά επιδόματα και σε ανταποδοτικά, δηλαδή σε όσα
έχουν καταβληθεί εισφορές από τους ασφαλισμένους, εστιάζει η τρόικα τις πιέσεις
της, για να γίνουν οι απαραίτητες περικοπές, ώστε να προκύψει το κονδύλι των
900 εκατ ευρώ για να εφαρμοστεί σε όλη την Ελλάδα, από την 1.1.17 και μετά το
Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
Το υπουργείο Εργασίας επιμένει να θεωρεί «κόκκινες γραμμές»
τόσο τα επιδόματα που χορηγούνται σε ΑΜΕΑ, όσο και τα ανταποδοτικά, αλλά και τα
οικογενειακά.
Για τα τελευταία, φαίνεται, σύμφωνα με τα dikaiologitika.gr, ότι μπορούν να πειστούν και οι
τεχνοκράτες των θεσμών, αφού ακόμα και οι εκπρόσωποι της Παγκόσμιας Τράπεζας,
που ετοίμασαν σχετική έκθεση για τις περικοπές επιδομάτων που πρέπει να γίνουν,
συμφωνούν ότι τα οικογενειακά επιδόματα δεν πρέπει να περικοπούν.
Αντίθετα, πρέπει να βρεθούν άλλα 80 εκατ. ευρώ για γίνουν
ακόμα περισσότερο δίκαια. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τα επιδόματα που
χορηγούνται σε ανάπηρους. Ειδικά οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου (ΔΝΤ) τηρούν την πιο άκαμπτη και σκληρή στάση, επισημαίνοντας ορισμένες
περιπτώσεις που θεωρούν ότι είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί στην
Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην κριτική τους, εστιάζουν στα 17
επιδόματα που χορηγούνται στους τυφλούς, ζητώντας τον άμεσο περιορισμό τους.
Στην επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς ότι κάθε επίδομα αφορά και
διαφορετική πάθηση και ο συνολικός αριθμός τους, δεν σημαίνει ότι χορηγούνται
όλα στους ίδιους παθόντες, οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ επιμένουν να απαιτούν τη
συρρίκνωσή τους σε 2-3 το πολύ.
Ξεχωριστό πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις, αποτελεί και η
απαίτηση των θεσμών, στο εξής τα επιδόματα για ΑΜΕΑ να υπολογίζονται ως
εισόδημα, κάτι που αν συμβεί σχεδόν αυτόματα θα τους αποκλείσει και από το ΚΕΑ.
Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδέχονται τις προτάσεις της
ελληνικής πλευράς για να κλείσει το «κενό» των 900 εκατ ευρώ, που εστιάζονται
στην περικοπή κονδυλίων από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας (250 εκατ ευρώ), στον
καλύτερο έλεγχο – επισκόπηση δαπανών (spending view) στο δημόσιο (έως 500 εκατ
ευρώ) και στις μεταφορές κονδυλίων από άλλους κωδικούς (έως 150 εκατ ευρώ).