Εξανεμίστηκαν οι υπεραξίες που σημειώθηκαν στην αγορά κατοικίας τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, καθώς οι υπερβολικές αυξήσεις της περιόδου 2005 – 2008, που άγγιξαν ακόμα και το 57%, διαγράφηκαν εξ ολοκλήρου τα χρόνια που ακολούθησαν. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, η πτώση είναι τέτοια, που οι αξίες των κατοικιών είναι πλέον αισθητά χαμηλότερες σε σχέση με πριν από 10 και πλέον χρόνια, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται η σταθεροποίησή τους στο άμεσο μέλλον.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το διάστημα της ευφορίας οι υπερβολές επεκτάθηκαν ακόμα και στα μεταχειρισμένα ακίνητα, κάτι που σημαίνει ότι εκτός από τις κατασκευαστικές εταιρείες που πωλούσαν νεόδμητα διαμερίσματα με κλειστούς ημιυπαίθριους, «θησαυρίζοντας» εις βάρος των αγοραστών, που εκ των υστέρων σύρθηκαν στη διαδικασία νομιμοποίησης των επιπλέον δωματίων του ακινήτου τους, σημαντικά κέρδη από πωλήσεις ακινήτων τους αποκόμισαν και οι ιδιώτες ιδιοκτήτες μεταχειρισμένων ακινήτων, αναφέρει η Καθημερινή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του μεσιτικού γραφείου Kyros Real Estate και του επικεφαλής του Λευτέρη Ποταμιάνου, χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανεξέλεγκτης πορείας των τιμών αποτελεί η αύξηση των τιμών στην περιοχή της Κάτω Κηφισιάς, όπου ένα μέρος της ζήτησης στράφηκε και προς τις μεζονέτες. Το κόστος μιας μεζονέτας 15 ετών και επιφάνειας 200 τ.μ. ανερχόταν σε 350.000 ευρώ το 2005, τελευταίο έτος που δεν εφαρμόστηκε ΦΠΑ στην ελληνική αγορά πρώτης κατοικίας. Τον αμέσως επόμενο χρόνο το κόστος για αντίστοιχων προδιαγραφών ακίνητα στην περιοχή είχε ανέλθει σε 400.000 ευρώ, ενώ στο απόγειο της αγοράς, το 2008, το κόστος είχε εκτοξευτεί κατά 57% σε σχέση με το 2005, αγγίζοντας πλέον τις 550.000 ευρώ. Σήμερα ένα τέτοιο ακίνητο κοστολογείται 250.000 ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται και τυχόν πρόσθετη έκπτωση που μπορεί να εξασφαλίσει ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, στο πλαίσιο της σχετικής διαπραγμάτευσης.
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε άλλες περιπτώσεις ακινήτων, όπως, για παράδειγμα, τα διαμερίσματα 30ετίας στο Κολωνάκι. Ενα τέτοιο ακίνητο της τάξεως των 100 τ.μ. κοστολογούνταν προς 270.000 ευρώ το 2005, προτού το τελικό τίμημα «σκαρφαλώσει» στις 400.000 ευρώ το 2008, μια αύξηση της τάξεως του 48%. Σήμερα ένα αντίστοιχων προδιαγραφών ακίνητο τιμολογείται μόλις 180.000 ευρώ, έχοντας υποχωρήσει σε αξία κατά 55%. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στις σημερινές τιμές, οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές είναι ελάχιστοι, καθώς απουσιάζει σχεδόν πλήρως η τραπεζική χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η πτωτική πορεία των τιμών συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2016. Ειδικότερα, οι τιμές υποχώρησαν κατά 5% πανελλαδικά, με την πτώση στην Αθήνα να αγγίζει το 4,1%, έναντι πτώσης 5,1% κατά το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Συνολικά, από την αρχή της οικονομικής κρίσης στο τέλος του 2008 μέχρι σήμερα, η μέση υποχώρηση των τιμών στην Αττική προσεγγίζει το 45%.
Ωστόσο, μετά την πρόσφατη θεσμοθέτηση των νέων φορολογικών μέτρων, τόσο στην οικονομία όσο και στην αγορά ακινήτων, με τον νέο ΕΝΦΙΑ και τον νέο συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται από τις 200.000 ευρώ περιουσίας (έναντι 300.000 ευρώ) και με αυξημένους συντελεστές σε σχέση με πέρυσι, το σύνολο των φορέων της αγοράς ακινήτων εκτιμά ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να υποχωρούν και τα επόμενα τρίμηνα και, μάλιστα, πιθανόν με ακόμα υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.
Επιπρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας για τη μελλοντική πορεία των τιμών αναμένεται να αποτελέσει και η πώληση πακέτων από μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια σε ξένα funds. Η εξέλιξη αυτή θα δυσκολέψει σημαντικά τους υπόλοιπους πωλητές, οι οποίοι δεν θα μπορούν να διατηρήσουν τις ζητούμενες τιμές τους, όταν στην αγορά θα διατίθενται διαμερίσματα στο 25-30% της αντικειμενικής τους αξίας. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν και οι πλέον «απαισιόδοξες φωνές» στον κλάδο, που εκτιμούν ότι η πτώση των τιμών θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια της προσεχούς, τουλάχιστον, διετίας, αφαιρώντας από τις αξίες των ακινήτων επιπλέον 20-25%.