Η Μπιενάλε της Αθήνας αναλαμβάνει και επίσημα δράση από τις 18 Νοεμβρίου, με ένα διήμερο διεθνές συνέδριο στο θέατρο Rex του Εθνικού Θεάτρου και συναντήσεις καλλιτεχνικών ομάδων στο ξενοδοχείο Μπάγκειον στην Ομόνοια.
Το ερειπωμένο, ιστορικό ξενοδοχείο στην καρδιά της πόλης, όπως κι άλλα εγκαταλειμμένα εμβληματικά κτίρια στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου, αποτελούν ιδανικό «κέλυφος» για τις δραστηριότητες του εργαστηρίου δημιουργικών ιδεών, στο οποίο φιλοδοξεί να εξελιχθεί η Μπιενάλε της Αθήνας, ξεδιπλώνοντας το πρόγραμμα της έως το 2017, αφού για πρώτη φορά ενώνει την 5η και 6η διοργάνωση της.
Η φετινή Μπιενάλε της Αθήνας πειραματίζεται περισσότερο από ποτέ, αλλάζοντας και πάλι την δομή της, επαναπροσδιορίζοντας το μοντέλο της Μπιενάλε. Πρόκειται για μια πρακτική που ακολουθούν, η Ξένια Καλπακτσόγλου και ο Poka-Yio, βραβευμένοι και οι δύο από το Eυρωπαϊκό Ίδρυμα για τον Πολιτισμό (ECF), για την ικανότητα τους να «καλλιεργούν με τη δουλειά τους ένα ζωντανό περιβάλλον ανοιχτό σε όλους, προσκαλώντας ένα ευρύτερο κοινό να συμμετάσχει σε πολιτιστικά δρώμενα και υπογραμμίζοντας έτσι τον ζωτικής σημασίας ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στη δημοκρατική εξέλιξη των κοινοτήτων της Ευρώπης».
Στο εναρκτήριο συνέδριο με τίτλο «Σύναψη 1: Δημιουργώντας ένα εργαστήριο παραγωγής για τη μετά το 2011 εποχή» συμμετέχουν επιστήμονες από διαφορετικά πεδία, μεμονωμένοι καλλιτέχνες, κολεκτίβες και ακτιβιστικές ομάδες. Τα θέματα που τους απασχολούν -εναλλακτικές μορφές οικονομίας, επαναπροσδιορισμός θεσμών, αυτο-οργάνωση, συνεργατικά μοντέλα, σχέση αισθητικής και πολιτικής – δίνουν εξ αρχής το στίγμα της Μπιενάλε της Αθήνας, που δεν είναι άλλο από την διαλεκτική σχέση της τέχνης με την κοινωνία και την παραγωγή, στην ιστορική συγκυρία που διανύουμε.
Η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκινά χωρίς απτά έργα τέχνης. Δεν είναι περίεργο; Κι ακόμα περισσότερο, σε μια κατεστραμμένη χώρα όπως η Ελλάδα, και με την Ευρώπη να συγκλονίζεται από την προσφυγική κρίση και την τρομοκρατία; Δεν νομίζετε ότι ο κόσμος έχει χάσει την πίστη του στην τέχνη; ρωτάμε τον διευθυντή της Μπιενάλε, Μασιμιλιάνο Μολόνα. «Το πιο σημαντικό είναι να μην ακολουθείς τα γεγονότα αλλά να είσαι εκεί» απαντά. «Η Μπιενάλε δίνει μια ευκαιρία στην τέχνη, στους Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες που θα συμμετάσχουν, για μια διαφορετική, νέα σκέψη. Να μην μπουν στην Μπιενάλε αντιπροσωπεύοντας κάτι ήδη έτοιμο από τον εαυτό τους, αλλά να το παραγάγουν μετά από όσμωση με την κοινωνία στις παρούσες συνθήκες. Δεν κάναμε παραγγελίες έργων στους καλλιτέχνες.
Έχουμε πολλές προτάσεις από καλλιτέχνες για έργα, αλλά αυτό που θέλουμε προς το παρόν, είναι οι άνθρωποι να συμπλεύσουν στο στόχο. Τα έργα θα ακολουθήσουν. Και φυσικά δεν έχει εμπορικό προφίλ η Μπιενάλε». Ο Μασιμιλιάνο Μολόνα, είναι και λέκτορας ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths στην Αγγλία. Ένας έμπειρος ανθρωπολόγος στην επιτόπια έρευνα, που θεωρεί ότι η ανθρωπολογία έχει να κάνει περισσότερο με την τέχνη παρά με τις κοινωνικές επιστήμες, γιατί «ενώνει πολιτικά και κοινωνικά θέματα μέσα από τις εμπειρίες των ανθρώπων.
Δεν προσεγγίζουμε τα θέματα με προκαταλήψεις και κατηγοριοποιήσεις, αλλά με αφηγήσεις, μαρτυρίες». Στο πλαίσιο του διδακτορικού του, βρέθηκε το 1999 στο Σέφιλντ της Βρετανίας, ερευνώντας τι απέγινε η εργατική τάξη μετά την Θάτσερ, όπως επίσης και στην Βραζιλία μέσα στην τροπική ζούγκλα, προκειμένου να μελετήσει τον αντίκτυπο που είχε στην εργατική τάξη και τα διάφορα κοινωνικά κινήματα της Βραζιλίας, η προσπάθεια της χώρας να γίνει μια παγκόσμια ηγετική οικονομική δύναμη. Πολύ συχνά συνδυάζει την έρευνά του με την κινηματογράφηση. O ίδιος είχε γυρίσει και μοντάρει μαζί με τους εργάτες δύο βιομηχανιών χάλυβα στο Σέφιλντ, οι οποίοι είχαν πληγεί από το πρόγραμμα λιτότητας της Θάτσερ το 1999, μία ταινία με θέμα την αποβιομηχανοποίηση – μια εποχή που, όπως επισημαίνει ο ίδιος – έρχονταν στην Βρετανία κύματα μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη.
Από τότε που δέχτηκε την πρόταση των Poka-Yio και Ξένιας Καλπακτσόγλου, να αναλάβει την διεύθυνση της Μπιενάλε 2015-2017, η οικονομική κρίση έχει δώσει τη θέση της στο νέο μείζον πρόβλημα, το προσφυγικό: «Όταν μιλάμε για πολιτική σ αυτήν την Μπιενάλε, πάντα έχουμε στο μυαλό μας ότι η Ελλάδα είναι παράθυρο στην Ευρώπη, μεταξύ Βορά- Νότου, Ανατολής -Δύσης. Ένα σταυροδρόμι. Οπότε ο τρόπος που θα χειριστούμε το θέμα της προσφυγιάς και θα το ενσωματώσουμε στην Μπιενάλε, είναι πρόκληση. Ο τρόπος που η τέχνη, χωρίς πατερναλισμούς, μπορεί να χειριστεί ένα τέτοιο ζήτημα, είναι μεγάλο θέμα» σχολιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μασιμιλιάνο Μολόνα.
Και ποια είναι τα όρια της τέχνης; « Συχνά υπάρχει μια ρομαντική ματιά που είναι εντάξει, αλλά αυτό δεν αρκεί για να επιλύσει τα μεγάλα προβλήματα. Είναι δύσκολο να αναπτύξεις μια νέα γλώσσα για το πού συναντώνται η τέχνη και η πολιτική» προσθέτει ο ίδιος. Πιστεύει όμως, ότι το τολμηρό πείραμα της Μπιενάλε που ξεκινά για δύο χρόνια, θα δώσει μέσα από την θεωρητικοποίηση πρακτικές απαντήσεις, γιατί είναι ανοιχτό στην κοινωνία. Ένα μεγάλο και αχαρτογράφητο βήμα που θα πάει πιο πέρα την Μπιενάλε της Αθήνας. Κι όπως έχουν πει οι ιδρυτές της για το εγχείρημα: «Έρχονται ξένοι να μελετήσουν τι γίνεται στην Ελλάδα. Εμείς δημιουργούμε ένα εργαστήρι, με σκοπό να μαζευτεί κόσμος συνεργατικά, να επεξεργαστεί κάποια ζητήματα, να τα αποδώσει στην κοινωνία, εκείνη να τα μελετήσει, να γίνει επανανοηματοδότησή τους και εν τέλει να προκύψει ένα prototyping» λένε οι ίδιοι.
«Μπορεί να είναι έργα τέχνης, νέες συνεργατικές δομές, νέοι θεσμοί. Μπορεί να προκύψουν τελικά ορισμένα εργαλεία διαβούλευσης από την όσμωση ανάμεσα σε δημιουργικές ομάδες, αλλά και ομάδες που προέρχονται από τον πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό χώρο. Ο καθένας θα μπει ούτως ή άλλως μέσα σε αυτό, με τις δικές του προκαταλήψεις – και στην πορεία, είτε θα τις εγκαταλείψει, είτε θα τις αντικαταστήσει με κάτι άλλο, το οποίο μένει να ανακαλύψουμε» αναφέρουν η Ξένια Καλπακτσόγλου και ο Poka-Yio.