Η γήρανση του πληθυσμού που αυξάνει το δημοσιονομικό βάρος του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί πραγματική βόμβα σύμφωνα με την έκθεση της Alpha Bank.
Συγκεκριμένα, οι δαπάνες για συντάξεις στην Ελλάδα ανήλθαν στο 17,5% του ΑΕΠ το 2012, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
To αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη είναι 13,8% του ΑΕΠ, στη Γερμανία στο 12,3%, ενώ και στην Ιταλία διατηρείται σε υψηλό ποσοστό (16,6%).
Tα περασμένα έτη η Ελλάδα εισήγαγε σημαντικά μέτρα στην κατεύθυνση μείωσης του δημοσιονομικού βάρους του ασφαλιστικού συστήματος.
Ωστόσο, η κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ κατά 25,8% την περίοδο 2008-2014 σε συνδυασμό με το κύμα πρόωρων συνταξιοδοτήσεων οδήγησαν στην αύξηση του δημοσιονομικού βάρους των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα εργαλεία με τα οποία η κυβέρνηση μπορεί να περιορίσει το δημοσιονομικό βάρος του ασφαλιστικού συστήματος είναι οι ενοποιήσεις ταμείων, η υιοθέτηση προγράμματος ρυθμίσεων οφειλών και ο περαιτέρω περιορισμός των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των προηγούμενων ετών αποσκοπούσαν στο να αποφευχθεί η εκτόξευση των δαπανών για συντάξεις σε επίπεδα κοντά στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ το 2050.
Προωθήθηκαν παραμετρικές αλλαγές όπως η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και περιορισμού του ύψους των παροχών.
Μειώθηκε σημαντικά το ποσοστό αναπλήρωσης, δηλαδή η αναλογία του ακαθάριστου ύψους της σύνταξης προς τον καταληκτικό μισθό, από 96% κατά μέσο όρο και διάμεσο το 2008, σε 54% (μέσο όρος) και 64% (διάμεσο) το 2012 προσεγγίζοντας έτσι τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Το φαινόμενο των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων αντανακλάται στην Ελλάδα στο σχετικά μικρό αριθμό απασχολούμενων στην κατηγορία 50-64, ως ποσοστό στο σύνολο του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας (50-64).
Το ποσοστό αυτό μειώθηκε περαιτέρω το τέταρτο τρίμηνο 2014, έναντι του τετάρτου τριμήνου 2007.
Η μείωση αυτή, ωστόσο, συνδέεται περισσότερο με την δραματική άνοδο της ανεργίας παρά με τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.
Συγκεκριμένα, αυτή η ηλικιακή κατηγορία (50-64) επλήγη από μια άνευ προηγουμένου αύξηση της ανεργίας στην διάρκεια της κρίσης, αφού το ποσοστό ανεργίας διαμορφώνεται στο 17,8% το τέταρτο τρίμηνο 2014, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 8,4%.
Ακόμα μεγαλύτερο βέβαια είναι το ποσοστό ανεργίας της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας στην Ισπανία, χώρα που επίσης αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα ανεργίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο μη-οικονομικά ενεργός πληθυσμός ως προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από 89,1% το τέταρτο τρίμηνο 2007 σε 93,8% το τέταρτο τρίμηνο 2014.
Αυτό είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της σταδιακής γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και της πρόωρης εισόδου σε συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Πέραν όμως των παρεμβάσεων για το περιορισμό του δημοσιονομικού κόστους βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και το μεγάλο ζήτημα της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος που μπορεί να υποθηκεύσει το μέλλον της νέας και των επόμενων γενεών.
Τούτο μπορεί να γίνει μέσω της αντιμετώπισης των προβλημάτων της γήρανσης του πληθυσμού και της ανεργίας.
Παράλληλα, η εκλογίκευση του συστήματος είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλίζεται μία ουσιώδης σχέση δικαιοσύνης μεταξύ εισφορών που πληρώνονται στη διάρκεια του βίου και του ύψους των παρεχόμενων συντάξεων.
Οι δημογραφικές εξελίξεις
Σύμφωνα με την μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «The 2015 Ageing Report» επιβεβαιώνονται οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μελλοντικά έως το 2060. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η χώρα θα αντιμετωπίσει μείωση του πληθυσμού της έως το 2060 κατά 2,5 εκατ. άτομα, φτάνοντας τα 8,6 εκατ. άτομα από 11 εκατ. το 2013. Αντίθετα, στη Γαλλία προβλέπεται αύξηση του πληθυσμού στα 75,7 εκατ. το 2060, από 65,7 εκατ. το 2013.
Η προσδοκώμενη μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα οφείλεται στο χαμηλό ποσοστό γονιμότητας που αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,58 το 2060, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης θα είναι 1,72, που δεν αντισταθμίζεται από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά την γέννηση και από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ατόμων που είναι στα 65 έτη.
Όσον αφορά στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού το 2060 αναμένεται αύξηση της ηλικιακής ομάδας 65+ στο 33% του συνόλου του πληθυσμού, από 20,3% το 2013, ενώ το ποσοστό ηλικιακής ομάδας 0-14 θα μειωθεί στο 12,9% το 2060, από 14,6% το 2013.
Σημειώνεται ότι ο λόγος εξάρτησης που ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών ως προς τον πληθυσμό (15-64 ετών) (old age dependency ratio) αυξάνει σταδιακά από το 31% το 2013 στο 42% το 2030 και τέλος στο 61% το 2060. Από τα ανωτέρω, δεδομένου ότι και το ποσοστό των εργαζομένων στις παραγωγικές ηλικίες των 15-64 ετών επίσης μειώνεται σταδιακά στα 4,6 εκατ. από 7,2 εκατ. το 2013, είναι σαφές ότι δημιουργούνται σοβαρές αδυναμίες στο συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό μας σύστημα σε βάθος χρόνου.
Οσον αφορά τις μακροοικονομικές παραδοχές, η ΕΕ εκτιμά την δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδος στο διάστημα 2013-2060 στο μέσο ετήσιο επίπεδο 0,7% με άνοδο αυτής λίγο πάνω από 1% από το 2030 και μετέπειτα, ποσοστό που δεν ευνοεί ιδιαίτερα την απασχόληση και την άνοδο του ΑΕΠ (εκτιμώμενο ΑΕΠ σε τιμές 2013 στο τέλος του 2060 στα 258,8 δισ.).
Σημειώνεται ότι το ποσοστό της ανεργίας αναμένεται να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο μέχρι και το 2025 (2013: 28%, 2020: 22,1%, 2025: 17,2%), προτού αποκλιμακωθεί σταδιακά στο 7,5% το 2060 (μείωση κατά 20,6 ποσοστιαίες μονάδες).
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι κοινές είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη και η Ελλάδα, όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού (τόσο για τις ηλικίες άνω των 65 ετών όσο και τις άνω των 80 ετών) σε συνδυασμό με κάποια στασιμότητα στον συνολικό πληθυσμό της Ευρωζώνης και την εκτιμώμενη σχετικά χαμηλή δυνητική ανάπτυξη (1,1% κατά μέσο όρο την περίοδο 2013-2060).
Αυτό σημαίνει ότι οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπισθούν από κοινού για την επίτευξη ενός ικανοποιητικού συνολικού αποτελέσματος στην Ευρώπη.