Καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις πως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οδηγεί σε μείωση των εσόδων του Δημοσίου, ενώ παράλληλα βαθαίνει την ύφεση, πληθαίνουν και οι φωνές που θυμίζουν τα ευεργετικά για την οικονομία αποτελέσματα από τη μείωση των φόρων, σύμφωνα με την “Καθημερινή της Κυριακής”.
Μαζί τους πληθαίνουν και τα παραδείγματα χωρών που μείωσαν τους συντελεστές φορολογίας προσωπικού εισοδήματος ή των επιχειρήσεων και πέτυχαν αύξηση των εσόδων τους και επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Η ιδιαίτερα έντονη αυτή συζήτηση για τα οφέλη της μείωσης των φορολογικών συντελεστών βρίσκεται επί δεκαετίες στην καρδιά επιστημονικών αλλά και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ομως οι περιπτώσεις χωρών που ευνοήθηκαν ευρέως από δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών είναι σημαντικές για να αγνοηθούν.
Η Ιρλανδία και η Κύπρος κατάφεραν να βγουν γρήγορα από την κρίση εξαιτίας των ιδιαίτερα ανταγωνιστικών φορολογικών συντελεστών τους, σημειώνουν οικονομολόγοι. Αλλες οικονομίες, όπως η βουλγαρική, απέφυγαν εξ ολοκλήρου την ύφεση βασιζόμενες σε δραστικές μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Ακόμα όμως και η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η αμερικανική, έχει να παρουσιάσει σημαντικές επιδόσεις μετά τις μειώσεις φόρων, με χαρακτηριστικότερη ίσως όλων την περίοδο Ρέιγκαν.
Το ελληνικό παράδοξο
Αντιθέτως, στην Ελλάδα παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις της φορολογίας τα έσοδα υποχωρούν ενώ η ύφεση βαθαίνει. Ενα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αποτυχία της αύξησης των φόρων στα καπνικά προϊόντα. Το ίδιο συνέβη και με την αύξηση της φορολογίας στο πετρέλαιο θέρμανσης πριν από δύο χρόνια. Τότε, κατ’ ομολογίαν του υπουργείου Οικονομικών, “τη σεζόν 2012-2013, που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε ο αυξημένος φόρος στο πετρέλαιο, καταγράφηκε απώλεια εσόδων 300 εκατ. ευρώ και μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης 71% σε σύγκριση με τη σεζόν 2011-12”.
Τα χρόνια της κρίσης και συγκεκριμένα την περίοδο 2009-2014, τα φορολογικά βάρη διογκώθηκαν στην Ελλάδα περισσότερο από όλες τις χώρας του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, η φορολογία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2009. Μάλιστα, σε σύγκριση με το 2013 η φορολογία αυξήθηκε 1,5 ποσοστιαία μονάδα, φθάνοντας το 35,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ.
Άτακτη υποχώρηση
Σε απόλυτα μεγέθη τα έσοδα μειώνονται αφού το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί περισσότερο από 25% στην εξαετία της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ίσως πως τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού Δημοσίου έχουν υποχωρήσει από τα 81,4 δισ. ευρώ το 2008 στα 67,5 δισ. το 2013, ενώ το 2015 ο επίσημος στόχος ήταν λίγο πάνω από τα 48 δισ. ευρώ.
Αν και η φορολογία από μόνη της δεν μπορεί ασφαλώς να ενοχοποιηθεί για την ύφεση, σίγουρα τη μεγεθύνει. Σε αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι, ανεξαρτήτως σχολής και πολιτικής ταυτότητας. Οι θερμότεροι υποστηρικτές των μειώσεων φόρων υποστηρίζουν όμως, και με αποδείξεις, πως οι μειώσεις φόρων οδηγούν μακροπρόθεσμα σε αύξηση των εσόδων καθώς ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την καταναλωτική δαπάνη και αποθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή μειώνοντας την ελκυστικότητα της “ανταμοιβής” της σε σχέση με το ρίσκο της.
Είναι όμως έτσι; Τα πρώτα παραδείγματα που έρχονται στη σκέψη είναι χώρες όπως η Κύπρος και η Ιρλανδία, που με χαμηλούς συντελεστές άντεξαν καλύτερα στα δύσκολα, αλλά και περιπτώσεις όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη που αποτελούν διαχρονικά μαγνήτη για τις επιχειρήσεις. Ομως μαγνήτης για τις ελληνικές επιχειρήσεις έχει γίνει και η Βουλγαρία, η οποία το 2008 προχώρησε σε μεγάλη μείωση των φορολογικών συντελεστών της.
Και κάπως έτσι από το 2010 και μετά αποτελεί “προνομιακό” προορισμό για χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, που αναζήτησαν εκεί φορολογικό καταφύγιο.
“Μαθήματα” φορολόγησης εισοδημάτων και επιχειρήσεων
Στις αρχές του 2008, η Βουλγαρία εισήγαγε καθεστώς ενιαίας χαμηλής φορολόγησης ή flat tax 10% επί των εταιρικών κερδών και του προσωπικού εισοδήματος. Αυτό αντικατέστησε συντελεστή εταιρικών κερδών 15% εταιρικό φόρο το 2007 (και 40% το 1997) και τον υψηλότερο συντελεστή προσωπικού εισοδήματος του 25% (από 50% το 1996). Ο συντελεστής του ΦΠΑ παρέμεινε αμετάβλητος στο 20%. Ωστόσο, ο συντελεστής φόρου μισθωτών υπηρεσιών μειώθηκε από 43,6% το 2007 σε 31,7% το 2008.
Παρά τα μειώσεις αυτές το 2008, τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 14,7% σε σύγκριση με το 2007. Τα φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν 22%. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων 9% και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κατά 10%. Οι επιδόσεις αυτές ήρθαν σε συνέχεια ανάλογων επιτευγμάτων στη χώρα από το 1998 και μετά. Παρά τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, τα έσοδα δεν μειώθηκαν. Και παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις, η ανάπτυξη στη χώρα παρέμεινε συγκριτικά στιβαρή ενώ το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα συνέχισε να αυξάνεται, αν και από πολύ χαμηλή βάση είναι η αλήθεια.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία εξαίρει συχνά πυκνά τις επιδόσεις της Βουλγαρίας, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μεταξύ 2000 και 2008 διαμορφώθηκε στο 6,6%. Κατά τα έξι χρόνια μετά το 2008, οπότε και ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, η Βουλγαρία επιβράδυνε μεν, αλλά συνέχισε να αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,3%, όταν η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση. Η Βουλγαρία από την προηγούμενη δεκαετία είχε γυρίσει σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ενώ η σχέση χρέους προς το ΑΕΠ της μειώθηκε από 70% το 2000 σε 27,6% του ΑΕΠ το 2014. Αν και το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει μόλις στο 40% του μέσου ευρωπαϊκού, η τάση του είναι αυξητική, σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι ΗΠΑ
Μαθήματα στο ζήτημα της φορολογίας εισοδημάτων και επιχειρήσεων έχει να δώσει και η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η αμερικανική. Επί προεδρίας Ρόναλντ Ρέιγκαν εφαρμόστηκαν μειώσεις των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών που οι υποστηρικτές τους ισχυρίζονται πως διπλασίασαν τα έσοδα του Δημοσίου μέσα σε μία δεκαετία. Από 500 εκατ. δολάρια το 1980 σε ένα τρισ. δολάρια το 1990.
Αν και κατά την ίδια περίοδο έλλειμμα και χρέος στις ΗΠΑ υπερδιπλασιάστηκαν επίσης, αυτό αποδίδεται στην παράλληλη αύξηση των κρατικών δαπανών, ειδικά για την άμυνα. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι όμως συνδέουν τις φορολογικές περικοπές της περιόδου Ρέιγκαν με την επιστροφή σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι αυτή η χρονική υστέρηση που έχουν τα οφέλη από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών η οποία αποτελεί ίσως και τον σημαντικότερο λόγο που οι κυβερνήσεις διστάζουν να εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές, εκτιμούν οικονομολόγοι. Παρά ταύτα, από το 1979 έως το 2002 περισσότερες από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Βρετανίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας, μείωσαν τους συντελεστές των υψηλότερων κλιμακίων φορολογίας προσωπικού εισοδήματος. Ο οικονομολόγος Alan Reynolds, ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της πολιτικής αυτής, εξηγεί αυτές τις αποφάσεις από τη θετική εμπειρία στις χώρες που εφαρμόστηκαν μειώσεις.
Καλύτερα ίσως από όλους έχει διατυπώσει τη θέση υπέρ της μείωσης των φόρων ο John Maynard Keynes, το 1933: “Ούτε το επιχείρημα ότι η φορολογία μπορεί να είναι τόσο υψηλή ώστε να νικήσει το αντικείμενό της πρέπει να φανεί παράξενο, όπως και ότι, εάν δοθεί επαρκής χρόνος για τη συλλογή των καρπών, η μείωση της φορολογίας θα έχει περισσότερες πιθανότητες να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό από ό,τι η αύξησή της. Το να πάρει κανείς την αντίθετη άποψη σήμερα είναι σαν κάποιος, όταν επιτέλους ο ισολογισμός του είναι ισορροπημένος, με μηδέν και στις δύο πλευρές, να εξακολουθεί να διατρανώνει ότι θα ήταν πράξη τζογαδόρου η μείωση των τιμών όταν ήδη είχε ζημίες”.