Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό, κ. Α. Τσίπρα και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων απέστειλε η ΓΣΕΒΕΕ τονίζοντας ότι το τρίτο πακέτο προαπαιτούμενων που εισάγει η νέα κυβέρνηση οδηγεί σε μια νέα παγίδα ύφεσης και υπερχρέωσης.
Κι αυτό, επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ, γίνεται με διαδικασία express, πρόχειρη και αποσπασματική, χωρίς να παρέχονται τα στοιχειώδη χρονικά περιθώρια οργανωμένης διαβούλευσης, καθώς το νομοσχέδιο τέθηκε σε Δημόσια Διαβούλευση στις 10 Οκτωβρίου, ημέρα Σάββατο και ολοκληρώθηκε στις 9 το πρωί της 12 Οκτωβρίου.
Αλγεινή εντύπωση, τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ, προκαλεί επίσης το γεγονός ότι τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι εταίροι- δανειστές προωθούν τη ψήφιση του νομοσχεδίου ενώ θεωρούν σχεδόν δεδομένη την αναποτελεσματικότητα ενός τέτοιου πακέτου μέτρων, το οποίο σε συνδυασμό με τις επιπρόσθετες δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει ως χώρα, θα καθηλώσει την ελληνική οικονομία σε νέο ασταθές χαμηλό σημείο ισορροπίας καθώς το νέο πακέτο μέτρων προωθείται χωρίς προσαρμογές στις ανάγκες της χώρας και χωρίς καμία οικονομική λογική.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το νέο πακέτο προαπαιτούμενων αθροιστικά συνδυάζει όλες τις πιθανές συσταλτικές πολιτικές που προέρχονται από όλα τα ρεύματα σκέψης (νεοφιλελεύθερη μείωση δαπανών και παροχών, κρατική κεϋνσιανή φορολόγηση σε περιόδους άνθισης, σοβιετική καταπάτηση ιδιωτικής περιουσίας) και πλήττει όλες τις κατηγορίες των πολιτών (επαγγελματίες, συνταξιούχους, αγρότες, νέοι).
Μάλιστα, είναι αρκετά δύσκολο να ανακαλύψει κανείς στο υφιστάμενο νομοσχέδιο κάποιο μέτρο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναπτυξιακό. Δυστυχώς, υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ, ο χειμώνας που μας έρχεται θα είναι ιδιαίτερα βαρύς σε λογαριασμούς, χρεώσεις και άδικες επιβαρύνσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από τις αρχές του 2014 είχε προειδοποιήσει ότι με το υφιστάμενο μίγμα πολιτικής που συνεχίζεται σήμερα πιο εντατικά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία θα περιπέσει σε μια νέα συνθήκη αβεβαιότητας και στασιμότητας, με χαρακτηριστικά που θα προσιδιάζουν σε μια αναπτυσσόμενη αποδιαρθρωμένη οικονομία των χωρών της Λατ. Αμερικής ή μιας χώρας που είναι σε παρατεταμένη εμπόλεμη κρίση. Έχει προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε νέα περικοπή στα εισοδήματα και τις συντάξεις θα μειώσει εκ νέου την κατανάλωση, την εγχώρια ζήτηση και την επένδυση.
Στην επιστολή της προς τον Πρωθυπουργό και τα πολιτικά κόμματα η ΓΣΕΒΕΕ διατυπώνει τις διαφωνίες της αναλυτικά για όλα τα θέματα αλλά και τις προτάσεις της οι οποίες έχουν ως εξής:
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σχετικά με τη νέα φορολογική πολιτική, το νομοσχέδιο προβλέπει διαδοχικά:
Για τις επιχειρήσεις
– Μείωση προστίμων στο 50% της φορολογητέας ύλης για όσους εκδίδουν ανακριβή φορολογικά στοιχεία (αποδείξεις, τιμολόγια) και για όσους δεν υποβάλλουν εγκαίρως και επακριβώς ΦΠΑ. Μειώνονται τα πρόστιμα για καθυστερήσεις στην απόδοση των παρακρατούμενων φόρων. Ωστόσο, δεν λαμβάνεται μέριμνα για τη εξάλειψη των ποινών για την υποβολή των εκπρόθεσμων τροποποιητικών δηλώσεων παρελθόντων ετών (250€), ενώ επίσης δεν αίρονται/ ούτε μειώνονται οι υψηλές ποινές για τις τυπικές γραφειοκρατικές φορολογικές παραβάσεις (100€) και για τη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των φορολογικών αρχών (πρόστιμα έως και 2500€, περ. η’ του νόμου 4174/2013, άρθρο 54).
– Επιβολή ποινικών κυρώσεων για όσους αποκρύπτουν φορολογητέα ύλη με σκοπό την εξαπάτηση των φορολογικών αρχών. Θα πρέπει το Υπουργείο να λάβει υπόψη ωστόσο ότι για μια σειρά περιουσιακών στοιχείων, είναι πιθανή η έλλειψη στοιχείων (αποτίμηση παγίων, οικόπεδα, παλαιές κατοικίες κλπ).
– Θετικά αξιολογείται το αυστηρό πλαίσιο ποινών για τους εκδότες και λήπτες εικονικών τιμολογίων, και κυρίως εκείνων που συμμετέχουν εσκεμμένα στη διαδικασία εξαπάτησης του δημοσίου. Ευνοϊκές είναι οι διατάξεις για τους λήπτες εικονικών τιμολογίων που τεκμαίρεται ότι δε συμμετέχουν στη διαδικασία έκδοσης πλαστών στοιχείων.
– Η κατάσχεση των οφειλόμενων ποσών δεν διακόπτεται από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Παράλληλα, το Υπουργείο αγνόησε τις προεκλογικές δεσμεύσεις για εφαρμογή ενός αποκεντρωμένου συστήματος εξωδικαστικών συμβιβασμών, με προώθηση του έργου των φορολογικών αρχών μέσα από τη θεσμοθέτηση τοπικών επιτροπών ελέγχου.
– Το Σ/Ν δίνει μια ασαφή και ευρεία έννοια στο «έγκλημα της φοροδιαφυγής», εξομοιώνοντας επί της ουσίας παράνομες πράξεις (πχ έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων) με την οποιαδήποτε φορολογική διαφορά προκύψει λόγω κάποιας μικρής παράβασης ή ανακριβούς καταγραφής. Δυστυχώς έτσι οι ελεγκτές θα μπορούν να κρίνουν κατά το δοκούν τις οποίες φορολογικές διαφορές. Θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα σαφής οδηγός/ κανόνας εμπλοκής για τις περιπτώσεις που το νομικό πλαίσιο δεν καλύπτει, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες κρίσεις και αθέμιτες συμπεριφορές.
Για τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας, διατηρείται ο καθεστώς υπερφορολόγησης, παρά την τεράστια μείωση των αντικειμενικών αξιών, καθώς
– Ο ΕΝΦΙΑ παραμένει αναλλοίωτος, τόσο ως προς το ποσοτικό στόχο όσο και ως προς την κατανομή του. Η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ στα ίδια επίπεδα εξαντλεί όχι απλά τη φοροδοτική, αλλά και την εισοδηματική ικανότητα των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο παρόν Σ/Ν γίνεται ρητά αναφορά ότι θα γίνονται απαιτητά ποσά ακόμη κι άνω του 1€.
– Προβλέπεται ότι καταργείται αναδρομικά από 1.1.2015 η εξαίρεση από τον συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ, της αξίας που έχουν:
•εκτάσεις εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού
•κτίρια που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό (100) ετών και τα οποία, έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία ή ως έργα τέχνης, καθώς και των τυχόν αναλογούντων σε αυτά ποσοστών των επί των γηπέδων ή οικοπέδων στα οποία βρίσκονται.
– Η ΓΣΕΒΕΕ έχει αλλεπάλληλες φορές υπογραμμίσει την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη στη φορολόγηση η ικανότητα παραγωγής προσόδου για κάθε ακίνητο, ενώ ακίνητα με δανειακά βάρη θα πρέπει να έχουν μικρότερη επιβάρυνση.
– Επιπρόσθετα, σχετικά με τα εισοδήματα από ενοίκια, αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης από 11% σε 15% για την κλίμακα έως 12,000€, και από 33% σε 35% για κλίμακα πάνω από 12,000€
– Η ρύθμιση του άρθρου για τη μη δυνατότητα εκχώρησης ενοικίων διαμορφώνει ένα πλαίσιο ασφυκτικό για τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι ιδιώτες θα είναι αναγκασμένοι να αποδυθούν σε κυνήγι μαγισσών, με προφανείς συνέπειες για την ομαλότητα στην αγορά ακινήτων και την κοινωνική συνοχή. Πολλοί ιδιοκτήτες θα κληθούν να πληρώσουν φόρο για ποσά που δεν έχουν εισπράξει.
Για τις ρυθμίσεις οφειλών και τις κατασχέσεις,
– Για όσους έχουν ενταχθεί στη ρύθμιση των 100 δόσεων, αυτή διευκόλυνση χάνεται στην περίπτωση που δεν εξοφλούνται οι τρέχουσες υποχρεώσεις. Είναι σαφές ότι αυτή η συνθήκη οδηγεί εκτός ρύθμισης την πλειονότητα όσων έχουν προβεί σε αυτή, διότι είναι αναπόφευκτη η μερική αδυναμία πληρωμής των νέων φορολογικών βαρών. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι αναμένεται ύφεση της τάξεως του 2,5-3% στο 2015, είναι απορίας άξιων πώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις παλαιές ρυθμισμένες και τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις.
– Οι φορολογικές αρχές θα έχουν δικαίωμα να κατάσχουν καταθέσεις, περιουσία, κινητές αξίες ακόμη και για μικρότερα ποσά από τα προβλεπόμενα σε προηγούμενους νόμους. Το ακατάσχετο όριο υποχωρεί στα 1000 €.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Σχετικά με τις νέες ασφαλιστικές ρυθμίσεις:
1) Καταργείται η προθεσμία αναστολής λήψης αναγκαστικών μέτρων της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 3996/2011 (Α’ 170), όπως παρατάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 4267/2014 (και ίσχυε μέχρι 30.06.2017). Αυτό σημαίνει ότι η ασφαλιστική αρχή θα δικαιούται να προβεί σε κατασχέσεις ανεξάρτητα αν ο οφειλέτης καλύπτει τις τρέχουσες υποχρεώσεις, ως όριζε ο προηγούμενος νόμος.
2) Καταργείται η δυνατότητα καταβολής σύνταξης σε οφειλέτες ασφαλιστικών εισφορών και προσαυξήσεων που υπερβαίνουν το ύψος των 40 μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων. Το γεγονός αυτό θα θέσει εκτός σημαντικό αριθμό ασφαλισμένων και επαγγελματιών οι οποίοι θα βρίσκονται στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
3) Διακόπτεται η δυνατότητα υπαγωγής σε χαμηλότερη ασφαλιστική κλάση όλων των επαγγελματιών που συνδέονται με το ΕΤΑΑ (νομικοί, δικηγόροι, γιατροί).
4) Επέρχονται σημαντικές αλλαγές στα όρια ηλικίας στο δημόσιο, στο ύψος των συντάξεων και την ηλικία συνταξιοδότησης των ένστολων.
Η ρύθμιση του ασφαλιστικού αντιμετωπίζεται για ακόμη μια φορά με καθαρά ταμιακό χαρακτήρα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάρθρωση εσόδων/ εισφορών και παροχών και δίχως να εφαρμόζεται ένα συντεταγμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Με τα συγκεκριμένα μέτρα, εκτιμάται ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί ο ορίζοντας βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.