Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Μόνο με το μνημόνιο μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από τα αδιέξοδα

“Το 2016 δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Ούτε θα είναι εύκολο το 2017 καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής (τρίτου Μνημονίου) και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης” αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του το γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής που επισημαίνει ότι εαν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα.



Παράλληλα απευθύνει προειδοποίηση για τις βαρύτατες συνέπειες που μπορεί να έχει η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί μετέωρη όχι μόνο χωρίς χρήματα από το πρόγραμμα, αλλά και ενώπιον του διλήμματος να διαπραγματευτεί ένα νέο σκληρότερο μνημόνιο χρηματοδότησης με τον ESM αν δεν καταφέρει να βγει στις αγορές το 2018, το οποίο αν δεν εξασφαλιστεί, θα οδηγήσει πλέον με βεβαιότητα στη χρεοκοπία και τη δραχμή με αποτέλεσμα την κατάρρευση της χώρας.

Όπως επισημαίνει:

Η κυβέρνηση έκανε λόγο για έναν «έντιμο συμβιβασμό» κυρίως με τους εταίρους στην ΕΕ. Ο όρος υπέκρυπτε τεράστιες διαφορές απόψεων μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών αλλά και μεταξύ των θεσμών (ΔΝΤ, Ευρωομάδα).

Ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει τον Οκτώβριο 2016 ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εντός τριών εβδομάδων, πράγμα που έστελνε ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε μισθωτούς και επιχειρηματικό κόσμο. Κατά την εκτίμησή μας ο στόχος αυτός να ολοκληρωθεί ταχέως η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου (=προγράμματος προσαρμογής) ήταν ξεκάθαρος και ορθός, αλλά δεν επιτεύχθηκε. Οι σχέσεις με τους εταίρους επιδεινώθηκαν με αποτέλεσμα να φύγουν τα τεχνικά κλιμάκια από την Ελλάδα και να παραταθεί ο χρόνος για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, προφανώς όχι μόνο με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης εφόσον κυριάρχησε η διαμάχη ΔΝΤ με την Ε.Ε. για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ο ενάρετος κύκλος ως υπόσχεση

Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου). Αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους. Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές. Η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου). Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας. Σε συνθήκες βαθμιαίας εξομάλυνσης της οικονομικής κατάστασης και αυξημένης εμπιστοσύνης θα ήταν δυνατό να λυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων. Επίσης, θα αποκτηθούν μερικά «μαξιλάρια» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την περίπτωση ανάγκης. Τέλος θα προχωρήσει το τριών σταδίων σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους, που έχει ήδη συμφωνηθεί στην Ευρωομάδα. Ήδη ο ΕΜΣ ενέκρινε την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων.1

Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σήμαινε επίσης ότι κλείνει σειρά ολόκληρη ευαίσθητων ζητημάτων και, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς (= διατηρήσιμους) θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η ανεργία θα μειωθεί. Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις.

Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα;

Οι πολιτικο-οικονομικές δυσκολίες της μετάβασης

Το τρίτο Μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) είναι ένα ευρύ και κατά βάση φιλελεύθερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού/μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους και της πολιτικής που συγκρούεται με τις κληροδοτημένες δομές, παραδοσιακές πελατειακές συμπεριφορές και αντικρουόμενες με αυτό αντιλήψεις για τον κόσμο και τη χώρα. Κάθε κεφάλαιό του αρχίζει ακριβώς με γενικές διατυπώσεις που προϊδεάζουν και νομιμοποιούν τις συστάσεις του. Σε θεωρητικούς όρους στοχεύει συνολικά στις αποτυχίες του (ελληνικού) κράτους και των κλειστών αγορών.

Όμως, τμήματα του πολιτικού κόσμου και κοινωνικές ομάδες που υπερασπίζονται παραδοσιακούς ορισμούς συμφερόντων τους δεν έχουν πεισθεί για την ορθότητα του προγράμματος. Και δεν το έχουν «ενστερνισθεί».

Κατά όλες τις δημοσκοπήσεις πάνω από 80 % των πολιτών εκτιμούν ότι το Μνημόνιο δείχνει λάθος κατεύθυνση.

Οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με τις αρνητικές τάσεις που διαμορφώνονται στο ΔΝΤ για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, απειλούν να ελαχιστοποιήσουν το «ατμοσφαιρικό» και το ευθέως οικονομικό όφελος που αναμένουμε από μια τελική συμφωνία. Προφανώς η πολιτική ηγεσία, στο βαθμό που της αναλογεί, δυσκολεύεται να πείσει διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς πυλώνες για την ανάληψη των αναγκαίων μέτρων και νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα πρέπει να υιοθετήσει όταν καταλήξει η συμφωνία για την υλοποίηση του προγράμματος.

Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό. Ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι τότε η διαφορά ανάμεσα σε «αναμενόμενους» ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν. Στις 17 Δεκεμβρίου 2016 ο ΟΟΣΑ προέβλεπε ρυθμό μεγέθυνσης 1,3% για την Ελλάδα το 2017.2 Ως εκ τούτου, αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) και τελικά προκύψει ρυθμός μεγέθυνσης 1% με 1,5% το 2017 (όπως π.χ. ΟΟΣΑ: 1,3%, Πανεπιστήμιο Αθηνών- Intelligent Deep Analysis: 1,01%3), αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο (σταθερές τιμές 2010). Το χειρότερο είναι ότι η επιβράδυνση θα συμπαρασύρει και άλλα μεγέθη π.χ. φόρους. Έτσι διαγράφεται η απειλή νέων φαύλων κύκλων και μιας μακροχρόνιας στασιμότητας.

Πιέστε εδώ για να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.

Exit mobile version