του Λορένζο Μπίνι Σμάγκι*
Επτά χρόνια αφότου ξεκίνησε η ελληνική κρίση, δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τι συμβαίνει με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το Eurogroup των υπουργών Οικονομικών και την ελληνική κυβέρνηση. Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης επιβαρύνεται από τόσες πολλές αντιφάσεις και μια κατάσταση οξύμωρου.
Πρώτον, το ΔΝΤ θέλει η Ελλάδα να εφαρμόσει ένα ηπιότερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής απ’ ό,τι το Εurogroup, το οποίο επιμένει σε πρωτογενές πλεόνασμα -που εξαιρεί τις πληρωμές τόκων χρέους- 3,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Το ΔΝΤ πιθανώς έχει δίκιο, τουλάχιστον στη θεωρία, καθώς η σκληρή οικονομική κατάσταση της χώρας την αφήνει χωρίς εφόδια για να αντιμετωπίσει περισσότερη λιτότητα. Το περσινό πρωτογενές πλεόνασμα πλησιάζει το 1% και μετά βίας μπορεί να αυξηθεί στο τρέχον περιβάλλον.
Από την άλλη, η εμπειρία έχει δείξει πως η Ελλάδα συχνά δεν πιάνει τους στόχους της, όχι μόνο σχετικά με τον προϋπολογισμό αλλά και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεδομένου ενός τέτοιου ιστορικού, ένας πιο φιλόδοξος στόχος μπορεί να είναι απαραίτητος για να διασφαλιστεί πως η Αθήνα θα ανταποκριθεί στις ελάχιστες δεσμεύσεις.
Δεύτερον, το ΔΝΤ θέλει το Eurogroup να παραχωρήσει περισσότερη ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα, δεδομένου ότι το χρέος είναι πιθανό να βρεθεί σε ανοδική τάση και πάλι μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας. Το Ταμείο σίγουρα έχει δίκιο θεωρητικά, καθώς όλες οι αναλύσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της.
Το Eurogroup έχει ήδη δεσμευθεί σε ελάφρυνση χρέους, όπως παραδέχθηκε το ΔΝΤ, αλλά διστάζει να γίνει πιο συγκεκριμένο από φόβο μήπως χαλαρώσει η πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να συνεχίσει να εφαρμόζει το πρόγραμμα. Πράγματι, η εμπειρία έχει δείξει ότι η αναδιάρθρωση χρέους τείνει να χαλαρώνει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Τρίτον, το ΔΝΤ επιθυμεί η Ελλάδα να εφαρμόσει άμεσα μια σειρά μέτρα, για να περιορίσει τις αμφιβολίες του Eurogroup για τις μεταρρυθμίσεις που έχουν απαιτηθεί. Αυτές οι απαιτήσεις είναι σίγουρα αποδεκτές, αλλά η Αθήνα τις θεωρεί ανέφικτες στο τρέχον οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Τέταρτον, το ΔΝΤ έχει υπαινιχθεί πως δεν θα υποστηρίξει το πρόγραμμα, εκτός κι αν γίνουν αποδεκτά τα αιτήματά του, τόσο από την Ελλάδα για το πρόγραμμα προσαρμογής, όσο και από το Eurogroup για την ελάφρυνση χρέους. Από την πλευρά τους, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επισημάνει ότι, εκτός κι αν το ΔΝΤ συμμετάσχει, αυτοί οι ίδιοι δεν θα μπορέσουν να στηρίξουν το πρόγραμμα, ακόμη κι αν διαφωνούν με το Ταμείο στη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και στην ελάφρυνση χρέους.
Τελικά, τα πάντα είναι θέμα εμπιστοσύνης, κάτι που έχει διαβρωθεί σημαντικά τα τελευταία επτά χρόνια. Το ΔΝΤ συνεχίζει να εμπιστεύεται υπερβολικά τους αριθμητικούς υπολογισμούς του για τη βιωσιμότητα του χρέους, υποθέτοντας πως όταν υιοθετηθούν μέτρα, τίθενται σε εφαρμογή και δεν μπορούν να αντιστραφούν.
Η περίπτωση της Ελλάδας έχει αποδείξει το αντίθετο τα τελευταία χρόνια. Το ΔΝΤ δεν φαίνεται να εμπιστεύεται τις χώρες της ευρωζώνης, ούτε για να προσφέρουν ελάφρυνση χρέους όταν έρθει αυτή η στιγμή, παρότι ελάφρυνση χρέους έχει παραχωρηθεί στο παρελθόν. Η ελληνική κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται ότι θα πάρει αρκετή ελάφρυνση αν εφαρμόσει τους όρους του ΔΝΤ. Κάποιοι υπουργοί της ευρωζώνης δεν πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι αρκετά σκληροί με την ελληνική κυβέρνηση και έχουν συμφωνήσει υπό όρους με το ΔΝΤ.
Συνέπεια αυτής της απουσίας εμπιστοσύνης είναι ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να έχει κακές επιδόσεις, ο ελληνικός λαός χάνει την πίστη του και οι διεθνείς επενδυτές διστάζουν να τοποθετήσουν κεφάλαια σε μια χώρα που μπορεί να αναγκαστεί να φύγει από την ευρωζώνη.
Όπως και στο παρελθόν, είναι πιθανό να βρεθεί λύση τελικά, με κάποιες παραχωρήσεις από κάθε πλευρά. Η ελληνική κυβέρνηση θα εγκρίνει κάποια μέτρα της τελευταίας στιγμής από το κοινοβούλιο, το Eurogroup θα συμφωνήσει σε ένα ελαφρώς χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα και στο να γίνει πιο συγκεκριμένο στην ελάφρυνση χρέους και το ΔΝΤ θα προσφέρει κάποια καθησύχαση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Κανείς δεν θα ωφελείτο αν αποτύγχαναν να συμφωνήσουν. Αλλά όποια συμφωνία και να επιτευχθεί, δεν θα λύσει το πρόβλημα οριστικά.
Θα χρειαστεί πολύς καιρός μέχρι να αποκατασταθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό μπορεί να χρειαστεί κάποιος στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης να δώσει το χέρι στους άλλους.
* Ο Λορένζο Μπίνι Σμάγκι είναι πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και νυν επισκέπτης ακαδημαϊκός στο Weatherhead Center for International Affairs του Χάρβαρντ και στη Σχολή Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας LUISS στη Ρώμη.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr