FT: Η Ελλάδα προσφέρει ευκαιρίες σε επενδυτές που ρισκάρουν

Ένα θερινό σινεμά σε ένα φυσικό σκηνικό με τα φώτα της πόλης να λαμπυρίζουν και τον μπλε ουρανό του Αιγαίου είναι η τελευταία ατραξιόν για αυτούς που πηγαίνουν για ψώνια στο One Salonica, το εμπορικό κέντρο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Η νέα αυτή οθόνη είναι η όγδοη που έχει ανοίξει η αυστριακή Cineplexx στο εμπορικό κέντρο, σε μια φτωχογειτονιά, από τότε που ήρθε η εταιρεία στην Ελλάδα, πριν από δυο χρόνια. Ο Christof Papousek, διευθύνων οικονομικός σύμβουλος και εταίρος της Cineplexx, λέει πως η επένδυση έχει πάει καλά.

«Είμαστε κερδοφόροι εδώ, αισθανόμαστε σε πολύ άνετη θέση και είμαστε έτοιμοι να επεκταθούμε στην ελληνική αγορά», δηλώνει.

Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να μοιάζει σχεδόν αδιανόητη. Η Ελλάδα μαστίζεται από την οικονομική κρίση εδώ και χρόνια: πράγματι η Cineplexx έφτασε στα μέσα του 2015, όταν η χώρα έφευγε από τον επενδυτικό χάρτη της Ευρώπης. Είχαν επιβληθεί τα capital controls, η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονταν σε μια πικρή αντιπαράθεση με τους διεθνής πιστωτές και οι Έλληνες προετοιμάζονταν για μια ακούσια έξοδο από το ευρώ.

Όμως εταιρείες που είναι πρόθυμες να «αγκαλιάσουν» το ρίσκο, λένε πως μετά από χρόνια συρρίκνωσης των επενδύσεων και μεγάλων μειώσεων στους μισθούς, η Ελλάδα προσφέρει ευκαιρίες που σπάνια βρίσκονται στις αγορές της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Παρά το ότι η ελληνική οικονομία διολίσθησε και πάλι σε ύφεση το α’ τρίμηνο, ωστόσο προβλέπεται να επεκταθεί φέτος κατά 1,8% και κατά 2,4% το 2018. Και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλοι πιστωτές της Ελλάδας πλησιάζουν πιο κοντά σε συμφωνία για το πρόγραμμα διάσωσης ύψους 86 δισ. ευρώ της χώρας, μετά την ψήφιση από τη βουλή των επιπλέον συνταξιοδοτικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων.

Η Prinzhorn Holding, αυστριακός όμιλος ανακύκλωσης και συσκευασίας, επίσης έφτασε στην Ελλάδα το 2015, εξαγοράζοντας την Viotyk, μια ελληνική οικογενειακή εταιρεία συσκευασίας, στο πλαίσιο μιας περιφερειακής επέκτασης που περιελάμβανε τη Ρουμανία και την Τουρκία. «Είδαμε την ευκαιρία στην Ελλάδα και μας άρεσε. Είναι μια αγορά με προκλήσεις αλλά σε προοπτική της δίνω πιθανότητα υψηλότερης ανάπτυξης απ’ ότι οποιαδήποτε άλλη αγορά (στην οποία δραστηριοποιούμαστε), δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Cord Prinzhorn.

Η Viotyk ολοκλήρωσε αυτόν τον μήνα επένδυση σε μονάδα συσκευασίας για να τριπλασιάσει την παραγωγή στο εργοστάσιό της κοντά στην Αθήνα. Θα εξυπηρετεί τοπικές θυγατρικές πολυεθνικών καθώς και Ελληνικές εταιρείες που άρχισαν να επικεντρώνονται στις εξαγωγές όταν η εγχώρια κατανάλωση έκανε «βουτιά» κατά τη διάρκεια της κρίσης.

«Μόλις αρχίζουν να εξάγουν οι άνθρωποι σκέφτονται τη συσκευασία» σημείωσε ο κ. Prinzhorn. «Βλέπουμε υγιή ζήτηση… η κύρια αγορά μας είναι τα τρόφιμα και τα ποτά και η Ελλάδα θα συνεχίσει να εξάγει ελαιόλαδο, σησάμι, μέλι και κρασί».

Και οι δυο εταιρείες είναι… χοντρόπετσες. Η Cineplexx έχει παρουσία σε αρκετές χώρες των δυτικών Βαλκανίων, περιλαμβανομένης της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και του Κοσόβου, και άρα έχει άφθονη εμπειρία σε ευμετάβλητα επιχειρηματικά περιβάλλονται και πολιτικές αναταράξεις. Η οικογενειακή Prinzhorn λαμβάνει αποφάσεις «με ορίζοντα 20-30 ετών», σύμφωνα με τον κ. Prinzhorn.

Η μεγαλύτερη πρόσφατη επένδυση από πολυεθνική εταιρεία είναι αυτή της Philip Morris International, η οποία θα δαπανήσει 300 εκατ. ευρώ για να μεταμορφώσει την Ελληνική θυγατρική της, ην Παπαστράτος, από μια παραδοσιακή εταιρεία παρασκευής τσιγάρων σε μια εταιρία που παράγει «άκαπνα» στικς καπνού, τα οποία θερμαίνονται με μια φορητή ηλεκτρονική συσκευή.

Ο κ. Χρήστος Χαρμπαντίδης, διευθύνων σύμβουλος της Παπαστράτος, δηλώνει πως το project θα δημιουργήσει 400 θέσεις εργασίας στην μονάδα του Ασπροπύργου, μια περιοχή κοντά στην Αθήνα όπου η ανεργία ξεπερνά το 30%.

Το νέο προϊόν χρησιμοποιεί υψηλότερο ποσοστό καπνού με δυνατή γεύση, ο οποίος παράγεται στην Ελλάδα, απ’ ότι τα παραδοσιακά τσιγάρα, που είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η PMI επέλεξε την Παπαστράτος για το εγχείρημα αυτό. Η εταιρεία έχει τριετή συμφωνία για την αγορά καπνού από 30.000 εγχώριους καπνοπαραγωγούς.

Η Ελλάδα παραμένει μια πρόταση υψηλού ρίσκου. Κρίσιμα ζητήματα όπως η ελάφρυνση του χρέους, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η ημερομηνία επιστροφής στις διεθνείς κεφαλαιαγορές δεν έχουν ακόμα συμφωνηθεί με την ΕΕ και το ΔΝΤ.

Και ακόμα και οι πιο αισιόδοξες εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν πληθώρα άλλων εμποδίων στην Ελλάδα –η οποία υποχώρησε άλλες τρεις θέσης, στην 61η, στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία του επιχειρείν το 2016.

Η αδειοδότηση είναι ένα από τα ζητήματα. Ο κ. Χαρπαντίδης θυμάται μια δύσκολη εμπειρία που είχε να κυνηγά τις επίσημες άδειες που απαιτούνταν για να αναβαθμιστεί το εργοστάσιο της Παπαστράτος. Ένα άλλο παράπονο των επενδυτών είναι η αργή επιβολή των συμβάσεων μέσω των ελληνικών δικαστηρίων. Τα capital controls, αν και έχουν χαλαρώσει, περιορίζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Μια πρόσφατη περίπτωση υψηλού προφίλ αφορά την Eldorado Gold, μια καναδική εταιρεία που αναπτύσσει χρυσορυχείο 1 δισ. ευρώ στη Βόρεια Ελλάδα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανακάλεσε διάφορες άδειες που είχε εκδώσει στην Eldorado, με αποτέλεσμα η διαδικασία να καθυστερήσει για περισσότερο από έναν χρόνο. Αξιωματούχοι του ΣΥΡΙΖΑ στήριξαν επίσης την εκστρατεία που έκαναν τοπικοί αριστεροί πολιτικοί κατά του ορυχείου.

Το project έχει επανεκκινήσει μετά από μια αντιστροφή της πολιτικής του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, ο George Burns, διευθύνων σύμβουλος της Eldorado, λέει πως οι άδειες συνεχίζουν να εγκρίνονται «πιο αργά απ’ όσο θα θέλαμε».

Οι ομιλίες του κ. Τσίπρα τονίζουν πως οι ξένες επενδύσεις θα είναι κρίσιμης σημασίας για την οικονομική ανάκαμψη. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μέρος των σχεδίων ανάκαμψης: γερμανο-ρωσική κοινοπραξία συμφώνησε να πληρώσει 230 εκατ. ευρώ για πλειοψηφικό πακέτο του ΟΛΘ, ενώ η γερμανική Fraport πλήρωσε 1,2 δισ. ευρώ για παραχώρηση 40 ετών του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης και άλλων 13 περιφερειακών αεροδρομίων.

Με το νέο εργοστάσιο της Παπαστράτος, που αναμένεται να ξεκινήσει να λειτουργεί τον Ιανουάριο, ο κ. Χαρπαντίδης τηρεί ρεαλιστική στάση για τα προβλήματα της Ελλάδας, όμως είναι αισιόδοξος πως η εταιρεία του θα μπορέσει να δημιουργήσει μια σημαντική περιφερειακή αγορά.

«Η κατάσταση (στην Ελλάδα) δεν είναι καλή. Υπάρχουν ζητήματα με τη γραφειοκρατία, την υπερφορολόγηση και το τραπεζικό σύστημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα», δηλώνει. «Όμως η χώρα έχει προοπτικές και συγκριτικά πλεονεκτήματα πάνω στα οποία χτίζουμε».

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version