Μπορεί η Fitch να επιβεβαίωσε την αξιολόγηση CCC για το ελληνικό αξιόχρεο ωστόσο τα στοιχεία που έδωσε και οι προβλέψεις που κάνει δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές.
Οπως αναφέρει ο οίκος, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η έγκριση το Μάιο της δεύτερης δόσης για την Ελλάδα αναδεικνύει τις βελτιωμένες σχέσεις με τους δανειστές. Ωστόσο, σημειώνει ότι τα ρίσκα υλοποίησης είναι ακόμη μεγάλα.
Με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση νομοθέτησε ως «προαπαιτούμενα», μέτρα για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού 3% το 2018, τα 2/3 εκ των οποίων καλύπτονται από τις αλλαγές σε φορολογικό και συνταξιοδοτικό. Η σχετικά αδύναμη εγχώρια «ιδιοκτησία» καθιστά δύσκολη την πλήρη υλοποίησή τους. Επίσης, η συμφωνία περιλαμβάνει έναν δημοσιονομικό μηχανισμό που θα πυροδοτεί νέα μέτρα αν χάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Τονίζει ότι η Ελλάδα είναι σε τροχιά για να πετύχει το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 0,5% το 2016 αλλά οι στόχοι για πλεόνασμα 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018 θα είναι ολοένα και δυσκολότερο να επιτευχθούν.
Σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει ικανοποιητικά «μαξιλάρια ρευστότητας» (μετρητά, repos αλλά και μέσω καθυστέρησης στην αποπληρωμή των οφειλών της προς τον ιδιωτικό τομέα) ώστε να αντέξει ακόμη και ως το β’ τρίμηνο του 2017, χωρίς να λάβει τις δόσεις που έχουν προγραμματιστεί έως τότε.
Επιπρόσθετα σημείο-κλειδί θεωρείται η συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η οποία εάν επιτευχθεί αυτό θα σημάνει πρώτον χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων αλλά και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο οίκος τονίζει ότι οι κίνδυνοι για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος είναι ακόμη ισχυροί, καθώς η κυβέρνηση δεν φαίνεται αποφασισμένη πλήρως να το «καταστήσει κτήμα της».
Εκτιμά ότι, βάσει των στοιχείων που υπάρχουν μέχρι αυτή τη στιγμή, υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2016, δηλαδή πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν αυτοί που έχουν τεθεί για το 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ) και το 2018 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ).
Εξελίξεις που θα μπορούσαν, αυτόνομα ή συνολικά, να οδηγήσουν σε αναβάθμιση είναι:
* Περαιτέρω επιτυχής εφαρμογή του προγράμματος που θα επέφερε μια ομαλή σχέση συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών και ένα σχετικά σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
* Οικονομικά ανάκαμψη, περαιτέρω πρωτογενή πλεονάσματα και ανακούφιση χρέους θα προσφέρουν μεσοπρόθεσμα ανοδικό μομέντουμ για την αξιολόγηση.
Εξελίξεις που θα μπορούσαν, αυτόνομα ή συνολικά, να οδηγήσουν σε υποβάθμιση είναι:
– Επανάληψη της παρατεταμένης κρίσης στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών που είδαμε πέρυσι, για παράδειγμα στο πλαίσιο αδυναμίας επίτευξης των στόχων και χειροτέρευση των συνθηκών ρευστότητας.
– Μη πληρωμή, μετατροπή ή υποχρεωτική ανταλλαγή χρέους που εκδόθηκαν στην αγορά ή κυβερνητική δήλωση για μορατόριουμ στην αποπληρωμή του συνόλου του χρέους.
Η Fitch σημειώνει ότι βασική παραδοχή για τα παραπάνω είναι ότι όποια ανακούφιση χρέους δοθεί στο πλαίσιο του προγράμματος θα αφορά μόνο τον επίσημο τομέα, και γι’ αυτό δεν θα συνιστά «πτώχευση» σύμφωνα με τα κριτήρια του οίκου.
Η σταδιακή ελάφρυνση χρέους και η εξάρτησή της από όρους μπορεί να προσφέρει κίνητρο, αλλά μπορεί να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα αν θεωρηθεί από τους πολιτικούς ή τους πολίτες ως πολύ μακρινή ή ανέφικτη προοπτική. Η αβεβαιότητα για το πιθανό αποτέλεσμα περιορίζει και τα οικονομικά οφέλη μιας ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Πολιτικές εξελίξεις
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει έδαφος στις δημοσκοπήσεις από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει μικρότερες ιδεολογικές διαφορές με σειρά πολιτικών του προγράμματος αλλά έχει ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση των δημοσιονομικών στόχων, αναφέρει ο διεθνής οίκος..
Παρά την ισχνή πλειοψηφία, η Fitch εκτιμά ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορέσει να συνεχίσει να βασίζεται στις ψήφους κεντρώων κομμάτων, αλλά παραμένει το στοιχείο των πολιτικών εκπλήξεων.
Η διατήρηση επαρκούς στήριξης για τους απαιτητικούς όρους του προγράμματος ως το 2018 είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ιδίως αν θυμηθεί κανείς το ιστορικό των προηγούμενων προγραμμάτων.
Η ανακεφαλαιοποίηση της προηγούμενης χρονιάς, σημειώνει η Fitch, βοήθησε να σταθεροποιηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αλλά η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη ανακάμπτουν αργά. Οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 2% μετά την πτώση 25% (38 δισ. ευρώ) το πρώτο εξάμηνο του 2015, αν και η χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων τον Ιούλιο, (ιδιαίτερα η άρση των περιορισμών στο «φρέσκο χρήμα»), αναμένεται να οδηγήσουν σε μέτρια ανάκαμψη των καταθέσεων το β’ εξάμηνο του 2016.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες ανισορροπίες στη χρηματοδότηση, με τον ELA να αντιστοιχεί στο 20% της χρηματοδότησης. Η επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ τον Ιούλιο που επέτρεψε να χρησιμοποιούνται ως εγγύηση τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα επιτρέψει ένα σχετικά μικρό κομμάτι της χρηματοδότησης του ELA (εκτιμάται σε 7%) να μεταφερθεί στην ΕΚΤ με 150 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος για τις τράπεζες.
Η βασική πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες είναι να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που παραμένουν υπερβολικά υψηλά, πάνω από 45% των συνολικών χορηγήσεων. Εγινε πρόοδος, σημειώνει η Fitch, στο νομικό πλαίσιο αλλά η πρόοδος στην αντιμετώπιση του προβληματικού ενεργητικού είναι σχετικά αργή. Τα υψηλά NPLs, οι χρηματοδοτικές ανισορροπίες και η αδύναμη ζήτηση για πίστωση συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστωτική επέκταση η οποία αναμένεται από τον οίκο να μειωθεί κατά 2,8% το 2016 και 1,5% το 2017.