Έξι δικαστικές ενώσεις αντιδρούν στη δημοσιοποίηση των δηλώσεων πόθεν έσχες

Έξι δικαστικές Ενώσεις σε ανακοίνωσή τους υπογραμμίζουν ότι η δημοσιοποίηση των δηλώσεων της περιουσιακής κατάστασης, όλων όσων υποχρεούνται να υποβάλουν δηλώσεις πόθεν έσχες, εκθέτει τη ζωή και την περιουσία τους και παρέχει την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή της από το κουτσομπολιό έως το έγκλημα, ενώ θέτει σε σοβαρότατη διακινδύνευση ζωτικά αγαθά του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι με αφορμή τη θέση των δικαστικών Ενώσεων στο ζήτημα της δημοσιοποίησης των δηλώσεων πόθεν έσχες, «δημοσιεύθηκαν απόψεις και σχόλια που συσκοτίζουν ή διαστρέφουν σε τέτοιο βαθμό την πραγματικότητα, ώστε να χρειάζεται, για πολλοστή φορά, το άχαρο έργο της επανόδου σε πράγματα γνωστά ή αυτονόητα».

Ακόμα, αναφέρουν οι Ενώσεις ότι «ούτε παραβλέπουν τη σημασία της διαφάνειας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της διαπλοκής, ούτε αρνούνται μέτρα που τείνουν με σοβαρότητα και βάρος στην εφαρμογή τους στην εξυγίανση του δημόσιου βίου».

Όμως, είναι αντίθετες, «στην επικίνδυνη, και συχνά υποκριτική, επιλογή του εύκολου εντυπωσιασμού στη θέση της υπεύθυνης και αποτελεσματικής πολιτικής» και διαφωνούν με την αντίληψη που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της διαφθοράς με επίκεντρο την δημοσιοποίηση των δηλώσεων «πόθεν έσχες».

Παράλληλα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, διευκρινίζουν ότι δεν αναφέρονται μόνο στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των δικαστών, αλλά για τον κάθε υπόχρεο να υποβάλει δηλώσεις πόθεν έσχες.

Το γεγονός, επισημαίνουν οι Ενώσεις ότι «εκθέτει κανείς μεγάλο μέρος της ιδιωτικής του ζωής στον έλεγχο της Πολιτείας, δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι ή ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ύποπτος ή ως δυνάμει ένοχος διαφθοράς ή ότι χάνει την προστασία της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων του» και προσθέτουν:

 «Μονάχα η σοβαρή και δημιουργική δουλειά για τον ανασχεδιασμό, την οργάνωση και την αποτελεσματική λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος ελέγχου, εγγυάται όντως την αξιοποίηση της διαφάνειας για την εξυγίανση του τόπου.

Στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση κινείται το μέτρο της δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων. Σπασμωδικό και θορυβώδες, εκθέτοντας τη ζωή και την περιουσία των υποχρέων αδιακρίτως στην κοινή θέα και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή της απ’ τον καθένα και με κάθε τρόπο, από το κουτσομπολιό έως το έγκλημα, θέτει σε σοβαρότατη διακινδύνευση ζωτικά αγαθά του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, αποδυναμώνει την άσκηση των οικείων λειτουργημάτων, ευνοεί τον αποπροσανατολισμό του ίδιου τού ελέγχου, και αναπαράγει εν τέλει τη νοσηρότητα που υποτίθεται πως καταπολεμά».

Την ανακοίνωση εξέδωσαν οι: 1) Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, 2) Ένωση Διοικητικών Δικαστών, 3) Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου Επικρατείας, 4) Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, 5) Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου και 6) Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης των 6 δικαστικών Ενώσεων έχει ως εξής:

« Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

Ένωση Διοικητικών Δικαστών

Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου Επικρατείας

Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος

Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου

Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

 

Αθήνα 3-12-2015

 

Με αφορμή τη θέση των δικαστικών ενώσεων στο ζήτημα της δημοσιοποίησης των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), δημοσιεύθηκαν απόψεις και σχόλια που συσκοτίζουν ή διαστρέφουν σε τέτοιο βαθμό την πραγματικότητα, ώστε να χρειάζεται, για πολλοστή φορά, το άχαρο έργο της επανόδου σε πράγματα γνωστά ή αυτονόητα.

Οι δικαστικές ενώσεις και η ένωση μελών του ΝΣΚ ούτε παραβλέπουν τη σημασία της διαφάνειας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της διαπλοκής, ούτε αρνούνται μέτρα που τείνουν με σοβαρότητα και βάρος στην εφαρμογή τους στην εξυγίανση του δημόσιου βίου.

Αντιτίθενται όμως στην επικίνδυνη, και συχνά υποκριτική, επιλογή του εύκολου εντυπωσιασμού στη θέση της υπεύθυνης και αποτελεσματικής πολιτικής.

Γι αυτό και διαφωνούν κατηγορηματικά με την αντίληψη που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της διαφθοράς εστιάζοντας στη δημοσιοποίηση των δηλώσεων «πόθεν έσχες». (Σημειωτέον, ότι εννοούμε κάθε τέτοια δήλωση. Και αν αναφερόμαστε ειδικότερα στους δικαστικούς λειτουργούς, είναι προφανές ότι δεν το κάνουμε για να τους διακρίνουμε από τους άλλους υπόχρεους, αλλά γιατί γι αυτούς ανακινήθηκε το ζήτημα και αυτούς είναι που εκπροσωπούμε.). Το ζήτημα με τις δηλώσεις αυτές, αν βέβαια επιδιώκεται η χρησιμοποίησή τους πραγματικά στον αγώνα του κράτους κατά της διαφθοράς, συνίσταται στην ανάθεση του ουσιαστικού τους ελέγχου σε όργανο που να διαθέτει το κύρος, την ικανότητα, τις θεσμικές εξουσίες και τα λοιπά μέσα για ένα τέτοιον έλεγχο. Και το οποίο, έχοντας, για όλους αυτούς τους λόγους, την εμπιστοσύνη τού κοινωνικού σώματος, θα κατόρθωνε να εργασθεί απερίσπαστα για το σκοπό του, με την απαιτούμενη ελευθερία, νηφαλιότητα και αμεροληψία· κινούμενο αποτελεσματικά προς κάθε κατεύθυνση, και σε οποιοδήποτε βάθος, για την αποκάλυψη των επιλήψιμων περιπτώσεων, αλλά και εξασφαλίζοντας, παράλληλα, την αναγκαία διακριτικότητα στο χειρισμό των προσωπικών δεδομένων των υποχρέων. Γιατί, στο δεδομένο συνταγματικό και πολιτιστικό πλαίσιο, το γεγονός ότι εκθέτει κανείς μεγάλο μέρος της ιδιωτικής του ζωής στον έλεγχο της Πολιτείας, δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι ή ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ύποπτος ή ως δυνάμει ένοχος διαφθοράς ή ότι χάνει την προστασία της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων του. Μονάχα η σοβαρή και δημιουργική δουλειά για τον (ανα)σχεδιασμό, την οργάνωση και την αποτελεσματική λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος ελέγχου, εγγυάται όντως την αξιοποίηση της διαφάνειας για την εξυγίανση του τόπου.

Στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση κινείται το μέτρο της δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων. Σπασμωδικό και θορυβώδες, εκθέτοντας τη ζωή και την περιουσία των υποχρέων αδιακρίτως στην κοινή θέα και την ανεμπόδιστη εκμετάλλευσή της απ’ τον καθένα και με κάθε τρόπο, από το κουτσομπολιό έως το έγκλημα, θέτει σε σοβαρότατη διακινδύνευση ζωτικά αγαθά του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, αποδυναμώνει την άσκηση των οικείων λειτουργημάτων, ευνοεί τον αποπροσανατολισμό του ίδιου τού ελέγχου, και αναπαράγει εν τέλει τη νοσηρότητα που υποτίθεται πως καταπολεμά.

Αυτό είναι που καταγγείλαμε οι δικαστικές ενώσεις, επιδιώκοντας, για τον τομέα για τον οποίο έχουμε άμεση αρμοδιότητα, το συνδυασμό μιας ουσιαστικής και αποτελεσματικής πολιτικής διαφάνειας με την απρόσκοπτη άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος και την προστασία των δικαστικών λειτουργών.

Στην παρανόηση όμως των πιο πάνω θέσεων, κάποια δημοσιεύματα εφημερίδων προσέθεσαν, συνδέοντάς την με το ζήτημα του «πόθεν έσχες», και τη γνωστή, παλαιά ρητορική κατά των δικαστών σχετικά με τη διεκδίκηση των αποδοχών τους.

Έχουμε κατ’ επανάληψη επιχειρήσει να καταδείξουμε όχι μόνο πόσο επιπόλαιος, εμπαθής και αστήρικτος είναι ο σχετικός λόγος, αλλά και πόσους κινδύνους εμπεριέχει για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική συνοχή.

Θα αρκεστούμε εδώ να επαναλάβουμε το αυτονόητο: Ότι αναγκαία προϋπόθεση και τελική εγγύηση για τη ζωή των θεσμών και της δημοκρατίας, για τα δικαιώματα των πολιτών, καθώς και για την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση, είναι η ύπαρξη ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Και να θυμίσουμε ότι στη βάση ακριβώς αυτή – και όχι στην εξομοίωση με τις αμοιβές των άλλων λειτουργιών – στηρίξαμε το δικαίωμα και συνάμα την υποχρέωσή μας να μη δεχθούμε την υποβάθμιση των συνθηκών της ζωής και της εργασίας μας σε σημείο τέτοιο που να διακυβεύεται άμεσα η δυνατότητα να ανταποκριθούμε στα καθήκοντά μας. Και ότι στην ίδια βάση θεμελίωσε τις αποφάσεις του και το αρμόδιο Δικαστήριο, που απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από μη δικαστές, και στο οποίο προσφύγαμε, κατά το Σύνταγμα, τότε μόνο όταν οι περικοπές των αποδοχών μας ξεπέρασαν το 50%· διεκδικώντας όχι την επάνοδο στο προ της κρίσεως μισθολογικό καθεστώς, όπως ψευδώς συχνά αναφέρεται, αλλά την αποκατάσταση του 20% και μόνο των αποδοχών που περικόπηκαν.

 

Οι Πρόεδροι των Ενώσεων

 

Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης

Ευθύμιος Αντωνόπουλος, Σύμβουλος του ΣτΕ

Ειρήνη Γιανναδάκη, Πρόεδρος Εφετών

Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, Αντεισαγγελέας Εφετών

Δέσποινα Καββαδία-Κωνσταντάρα, Σύμβουλος ΕΣ

Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης, Πάρεδρος του ΝΣΚ».

Exit mobile version