«Το χωριό μου είναι οι ρίζες μου, δεν θέλω να ξεκοπώ, αλλά πλέον δεν έχω ένα ασφαλές σπίτι να μείνω». Αυτά τα λόγια, μεταξύ άλλων, ψελλίζει συγκινημένη η κα Λίτσα Ρήτα Κόγια, από την Μεταμόρφωση Καρδίτσας, η οποία είναι πεπεισμένη πως η ζωή στο χωριό των 240 μόνιμων κατοίκων, δεν θα είναι ποτέ όπως πριν από τον περασμένο Σεπτέμβριο, αφού ο οικισμός «διαλύθηκε» κατά την διάρκεια της καταστροφικής και φονικής κακοκαιρίας Daniel.
Της Κωνσταντίνας Χαϊνά
Η κυρία Λίτσα, ήταν εγκλωβισμένη, χωρίς ρεύμα και νερό, μαζί με ακόμη περίπου 60 άτομα στο κοινοτικό γραφείο της Μεταμόρφωσης, σε ένα υπερυψωμένο κτίριο, που ωστόσο, τα νερά ανέβαιναν συνεχώς και λίγο έλειψε να φτάσουν στον όροφο που βρισκόταν η ίδια με τους συγχωριανούς της. «Θα πρέπει να ανεβούμε στην ταράτσα, εάν γίνει αυτό» έλεγε τότε, ενώ περιέγραφε πως με μία πρόχειρη βάρκα, οι κάτοικοι της περιοχής, απεγκλώβιζαν άτομα από ταράτσες.
Μεταμόρφωση: «Δεν βρισκόμαστε πλέον με τους συγχωριανούς μου, με πληγώνει αυτό»
Πλέον, η ίδια, κατοικεί στον Παλαμά Καρδίτσας, και έχει επιστρέψει στο χωριό της, μόνο για να καθαρίσει, έστω την αυλή της, που όπως λέει, μέχρι πριν έναν χρόνο ήταν ένας «επίγειος παράδεισος, γεμάτος με πολύχρωμα λουλούδια». Τώρα όμως, είναι ρημαγμένος. «Η ψυχολογία μου αυτές τις ημέρες έχει πέσει στα τάρταρα. Δεν την παλεύω. Έχω εφιάλτες στον ύπνο μου, βλέπω νερά και βάρκες. Νιώθω σαν να το ξαναζώ. Το ερχόμενο Σάββατο έχουμε το μνημόσυνο της μητέρας και του γιου της που πνίγηκαν στην πλημμύρα. Τότε, θα βγει όλος μας ο πόνος για όλα αυτά που περάσαμε, όλοι οι συγχωριανοί μαζί. Ήμασταν μία μεγάλη οικογένεια».
Ορισμένοι αγρότες, επέστρεψαν στην Μεταμόρφωση κατά την διάρκεια του καλοκαιριού για να φροντίσουν, όσο γίνεται, τα χωράφια τους. Από όλο το σπίτι τους, έφτιαξαν μονάχα ένα δωμάτιο για να μπορούν να κοιμούνται, και τίποτα παραπάνω. Ελάχιστοι είναι δε, οι κάτοικοι που επιθυμούν να παραμείνουν και να ζήσουν στο χωριό, ενώ οι υπόλοιποι έχουν φύγει και έχουν συμφωνήσει στην μετεγκατάσταση που θα πραγματοποιηθεί σε 3 χρόνια.
«Δεν βρισκόμαστε πλέον με τους συγχωριανούς μου, τόσο συχνά. Αυτό είναι κάτι που με πληγώνει τόσο πολύ. Τους έβλεπα κάθε μέρα, και τώρα είμαστε όλοι διασκορπισμένοι στην Λάρισα, στην Καρδίτσα και στην Αθήνα. Ευτυχώς, άνοιξε το καφενείο και πηγαίνουμε εκεί. Όταν συναντιόμαστε, αγκαλιαζόμαστε και δακρύζουμε, υπάρχει συγκίνηση, γιατί μοιραζόμαστε τον ίδιο πόνο».
Στις 15 Αυγούστου, υπό άλλες συνθήκες, στην Μεταμόρφωση γινόταν ένα πανηγύρι, μία μικρή γιορτή. Φέτος όμως, δεν υπήρχε αυτή η διάθεση. Ωστόσο, με πρωτοβουλία της κας Λίτσας, εν τέλει, πραγματοποιήθηκε, και ήταν από τις λίγες ημέρες που στο χωριό “επανήλθε” η ζωή. «Ένιωσα πως έκανα κάτι καλό για τον τόπο μου. Μία μικρή εκδήλωση για να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί. Δώσαμε και τιμητικές πλακέτες σε 4 ανθρώπους που απεγκλώβιζαν κόσμο, με κίνδυνο της ζωής τους».
Ένα χρόνο μετά, όπως λέει η ίδια, «δεν έχουμε το κουράγιο ούτε να φωνάξουμε, ούτε να διεκδικήσουμε κάτι. Κακώς, ίσως. Είμαστε σαν αποβλακωμένοι. Μας έχει πάρει από κάτω, το γεγονός ότι χάσαμε τα πάντα. Κουραζόμαστε εύκολα, χωρίς να κάνουμε δύσκολες δουλειές. Ίσως νιώθουμε ότι δεν έχει νόημα, να πλύνουμε έστω το τσιμέντο, στο χωριό μας, γιατί δεν θα αλλάξει κάτι. Μηχανικά τα κάνουμε όλα, γιατί και εμείς δεν θέλουμε να βλέπουμε την απόλυτη παρακμή. Το χωριό δεν θα ξαναγίνει όπως ήταν δυστυχώς. Δεν θα έχουμε το σπίτι μας, ούτε καν τα αντικείμενά μας. Χάθηκαν αναμνήσεις. Αυτές δεν μπορείς να τις πάρεις πίσω, ούτε να τις αντικαταστήσεις».
Συγκινημένη, αναφέρει πως ελάχιστη παρηγοριά της προσέφερε το γεγονός ότι δεν θα γίνει απαλλοτρίωση των σπιτιών της Μεταμόρφωσης, παρά την μετεγκατάσταση. «Το πονάμε το χωριό μας, θέλουμε να υπάρχει, έστω για να πηγαίνουμε στις γιορτές και το καλοκαίρι. Θέλω να πάω να καθίσω στην αυλή μου. Δεν θα άντεχα να μου καταστρέψουν το σπίτι μου, τελείως. Δεν αντέχω να το ξαναφτιάξω, αλλά είναι έντονος ο πόνος. Εδώ είναι οι ρίζες μου, δεν θέλω να ξεκοπώ, αλλά θέλω ένα σπίτι που να μπορώ να μείνω με ασφάλεια».
Παλαμάς: «Τα παιδιά μου δεν ήθελαν να μείνουμε στο σπίτι που κινδυνεύσαμε»
Στον Παλαμά Καρδίτσας, το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου, φονική κακοκαιρία Daniel, είχε αρχίσει να “δείχνει τα δόντια της” ακόμη περισσότερο. Αρκετοί δρόμοι είχαν ήδη πλημμυρίσει, ωστόσο οι κάτοικοι μπορούσαν να κινηθούν με τα οχήματά τους, με το νερό να φτάνει μέχρι τη μέση της ρόδας. Κανείς όμως, από τους κατοίκους δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που θα συνέβαινε.
Στις 03:00 τα ξημερώματα, ο γιατρός του χωριού, κ. Ευρυπίδης Μανούκας, αποφάσισε να πέσει για ύπνο, μαζί με την οικογένειά του, καθώς έβλεπε ότι το νερό είχε πέσει. Όπως είχε πει τότε, στο enikos.gr, κανείς δεν τους είχε ειδοποιήσει για να φύγουν από τον Παλαμά, οπότε θεωρούσε πως η κατάσταση θα καλυτερέψει. «Έπειτα από δύο ώρες, στις 05:00, ξύπνησαν τρομαγμένα τα παιδιά μου από τους θορύβους που έκαναν τα νερά, ήρθαν σε εμάς και είπε ο μικρός μας ενώ έκλαιγε “μαμά τι γίνεται;”. Βγήκαμε έξω από το σπίτι για να δούμε τι γίνεται και πλατσουρίζαμε στα νερά που είχαν καλύψει σχεδόν τα πάντα. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω την Πυροσβεστική. Δεν μου το σήκωσε κανείς. Έπειτα πήρα την αστυνομία, και μου είπαν ότι έρχεται βοήθεια. Εκείνη την στιγμή, πέρασε πυροσβεστικό όχημα μπροστά από το σπίτι, οι γείτονες φώναζαν “βοηθήστε μας”, αλλά δεν έκαναν τίποτα. Μπορούσαν να μας βγάλουν από τα σπίτια μας αλλά δεν το έκαναν».
Στις 06:20, σύμφωνα με τον κ. Μανούκα, εστάλη το πρώτο μήνυμα από το 112, για να αποχωρήσουν οι κάτοικοι από ισόγειους και υπόγειους χώρους, αλλά ήταν ήδη αργά, γιατί το νερό μέσα στο σπίτι, έφτανε πλέον μέχρι τα γόνατά του. «Περίπου στις 07:30, η τελική απάντηση που πήρα από την Πυροσβεστική και τον δήμο, ήταν “”κύριε, δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε” και με συμβούλεψαν να ανέβω πάνω στο τραπέζι, όμως και αυτό είχε ήδη καλυφθεί από το νερό». Τότε, αποφάσισε να πάρει ένα φουσκωτό στρώμα, πάνω στο οποίο είχε βάλει τα παιδιά του και το σκυλί της οικογένειας.
«Είχαμε ένα φουσκωτό στρώμα που το είχα αγοράσει 10 ευρώ. Το φούσκωσα με το στόμα, ανέβασα τα παιδιά μου πάνω μαζί με το σκυλί, κρατούσα το στρώμα και εγώ κολυμπούσα και το τραβούσα κατά την διάρκεια όλης της διαδρομής. Πήγαινα από φράχτη σε φράχτη, από κάγκελο σε κάγκελο και προσπαθούσα απλώς να σώσω την οικογένειά μου με όλο μου το κουράγιο. Τα πήγα σε ένα γειτονικό σπίτι, και γύρισα για να πάρω και την σύζυγό μου, οπότε και έκανα πάλι την ίδια διαδρομή. Μιλάμε για τραγικές στιγμές, δεν θέλω καν να τις σκέφτομαι. Έτσι καταφέραμε να σωθούμε».
Έναν χρόνο μετά, ο γιατρός του Παλαμά Καρδίτσας, προσπαθεί ακόμη να φτιάξει την ζωή του, μαζί με την οικογένειά του. Προσπαθεί, να επιστρέψει σε μία κανονικότητα. «Για 1 μήνα μέναμε στην Αθήνα, μέχρι να μπορέσουμε να βολευτούμε. Πετάξαμε όλα τα πράγματα από το σπίτι στον Παλαμά. Μέχρι και τον Δεκέμβριο, μέναμε μαζί με τα πεθερικά μου και μετά αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, το οποίο το νοικιάζαμε. Η μοναδική πόρτα που είχε μείνει όρθια, ήταν αυτή του μπάνιου. Όλα τα υπόλοιπα, τα ξηλώσαμε, τα πάντα είχαν μουχλιάσει, και μύριζε πολύ άσχημα».
Όπως λέει ο κ. Μανούκας, αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από το σπίτι που νοίκιαζαν, γιατί ο ιδιοκτήτης αδυνατούσε να το φτιάξει από την αρχή. «Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα και το καταλαβαίνω, αφού δεν έχει πάρει όλα τα χρήματα από το κράτος, όπως και εγώ. Βρήκαμε ένα άλλο σπίτι και το νοικιάσαμε. Το ιατρείο μου, περιμένω να στεγνώσει και αυτό λόγω της υγρασίας, και μετά να το βάψω. Επίσης, περιμένω τις αποζημιώσεις για να πάρω έπιπλα και εξοπλισμό. Δεν μπορούσα να το λειτουργήσω μέχρι τον Δεκέμβριο».
Ερωτηθείς για το πώς είναι η κατάσταση στον Παλαμά, έναν χρόνο μετά την κακοκαιρία Daniel, ο γιατρός αναφέρει πως «υπάρχει ζωή, αλλά τίποτα φοβερό. Επιστρέφουν σιγά σιγά οι περισσότεροι κάτοικοι, αλλά η νεολαία μας αφήνει και αποχωρεί. Αυτό συνέβαινε και πριν από την πλημμύρα, τώρα, υπάρχει ένας λόγος παραπάνω. Ψυχολογικά, θεωρώ πως δεν είναι εύκολο να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά. Πολλοί αντιμετωπίζουν προβλήματα και ζήτησαν την βοήθεια ειδικών, άλλοι ντρέπονται και δεν εκδηλώνονται. Ένας λόγος που μετακομίσαμε για παράδειγμα, είναι γιατί τα παιδιά μου φοβήθηκαν και φοβούνται. Δεν ήθελαν να μείνουν στο προηγούμενο σπίτι».
Μαραθέα: «Οι κάτοικοι ακόμη ζουν μες την αγωνία και τον φόβο»
Δραματικές στιγμές είχε βιώσει η κα Δήμητρα Παππά, στην Μαραθέα Καρδίτσας, πριν από έναν χρόνο. Τα ορμητικά νερά, είχαν φέρει μαζί τους φίδια στα σπίτια, ακόμη και μέχρι έξω από τις πόρτες.
Η κα Παππά, είχε παραμείνει εγκλωβισμένη για 4 ημέρες μαζί με άλλα 12 άτομα σε ένα σπίτι που βρισκόταν σε μία γειτονιά, η οποία, όπως είχε εξηγήσει η ίδια στο enikos.gr, ήταν σχετικά αποκομμένη από το υπόλοιπο χωριό της Μαραθεάς, ενώ την δεύτερη ημέρα εμφανίστηκαν φίδια. Η ίδια, ουσιαστικά είχε αναλάβει να φροντίσει αλλά και να προστατέψει με κάθε τρόπο τους ηλικιωμένους που αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα, και τους συγκέντρωσε στο συγκεκριμένο σπίτι, καθώς ήταν από τα λίγα που δεν είχαν πλημμυρίσει από τα λασπόνερα.
«Δυστυχώς, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν το συγκεκριμένο σπίτι με ελικόπτερο, όπως ούτε και με βάρκες, ήταν πολύ δύσκολο. Επικοινωνούσα συνεχώς με την Πυροσβεστική και κάθε φορά μου έλεγαν πως θα έρθουν να μας πάρουν, αλλά κάθε φορά, δεν έρχονταν, και όπως είναι λογικό απογοητευόμασταν. Μας έλεγαν θα έρθουμε αύριο, εμείς ετοιμάζαμε τα πράγματά μας και περιμέναμε, κάθε μέρα ακούγαμε υποσχέσεις. Οι ηλικιωμένοι έπειτα από ένα σημείο, σταμάτησαν να τους πιστεύουν, και τότε ήρθε η απελπισία. Δεν είχαμε ρεύμα, δεν είχαμε φαγητό αλλά ούτε και νερό. Οι ηλικιωμένοι δεν είχαν φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί, δεν είχαν κάπου να ξεκουραστούν έστω και λίγο, ήταν άυπνοι και ταλαιπωρημένοι. Το μόνο που κάναμε ήταν να χρησιμοποιούμε το λασπωμένο νερό για την τουαλέτα. Κυριολεκτικά όλοι είχαν “κρεμαστεί” πάνω μου και περίμεναν από εμένα να κάνω κάτι».
Μάλιστα, την δεύτερη ημέρα που βρίσκονταν στο σημείο, την Πέμπτη, εκτός από όλα όσα είχαν να διαχειριστούν, βρέθηκαν αντιμέτωποι και με δύο φίδια, τα οποία είχαν τυλιχθεί στο κάγκελο που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού που διέμεναν, με την κα Παππά να απευθύνει δραματική έκκληση για τον απεγκλωβισμό τους.
«Το σπίτι μου, είναι “κόκκινο”, αφού πλημμύρισε τελείως. Τώρα αρχίζουν να μαζεύουν τα μπάζα από τον Παλαμά, και μετά θα έρθουν στα χωριά, σε εμάς. Προσωπικά πήρα αποζημίωση, αλλά από όσο ξέρω, όσοι είχαν “πράσινα” σπίτια, δεν έχουν πάρει τίποτα».
Η κυρία Δήμητρα, έπειτα από την φονική πλημμύρα, αναγκάστηκε να νοικιάσει σπίτι στην Καρδίτσα, ή να φιλοξενηθεί σε συγγενείς. Όπως λέει, όσοι μπόρεσαν να φτιάξουν τα σπίτια τους, το έκαναν, και ζουν σε ένα δωμάτιο. «Δεν ζουν σε σωστές συνθήκες. Τα σπίτια δεν είναι φτιαγμένα όπως θα έπρεπε. Σιγά σιγά τα επιδιορθώνουν, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με ένα κανονικό σπίτι».
Σύμφωνα με την ίδια, υπάρχει κίνδυνος ερημοποίησης της Μαραθέας, καθώς μέχρι στιγμής, δεν έχουν επιστρέψει πολλές οικογένειες. «Άμα δεν υπάρχουν παιδιά, δεν υπάρχει μέλλον. Δυστυχώς, σε ένα χωριό δεν έχει νόημα να βρίσκονται μόνο ηλικιωμένοι. Εγώ, ήμουν στο χωριό συνέχεια, πήγαινα με το λεωφορείο από την Καρδίτσα. Δεν θέλω να αφήσω τον τόπο μου. Δεν ξέρω άμα καταφέρω να χτίσω ένα κανονικό σπίτι, αλλά θέλω να είμαι εκεί για το υπόλοιπο της ζωής μου. Σίγουρα, η περιοχή μας δεν έχει την ζωή που είχε, και εμένα αυτό μου λείπει πάρα πολύ».
Μάλιστα, όπως εξηγεί η κα Δήμητρα, αρκετοί είναι οι κάτοικοι που δεν τολμούν να φτιάξουν εντελώς τα σπίτια τους, λόγω φόβου. «Μου λένε, “αν έχουμε πάλι τα ίδια; Τι θα γίνει; Θα πληρώσουμε ξανά τα πάντα;” Αποφεύγουν μέχρι και να τα βάψουν. Δεν σας κρύβω, πως και εγώ ακόμη περνάω δύσκολα ορισμένες στιγμές. Πριν από λίγες ημέρες έτυχε να μπω σε μία βάρκα, και τα θυμήθηκα ξανά όλα. Έχει μείνει μέσα μου όλο αυτό. Οι περισσότεροι μέχρι και σήμερα ζουν μες την αγωνία. Συγκεκριμένα, η γειτόνισσά μου, μόλις βλέπει ότι βρέχει, ετοιμάζει κατευθείαν μία μικρή πρόχειρη σακούλα με πράγματα».
Εργατικές Κατοικίες Γιάννουλης: «Όλα μόνοι μας τα κάναμε, οι κάτοικοι και οι εθελοντές»
Από τους 3.500 κατοίκους που βρίσκονταν στις Εργατικές Κατοικίες Γιάννουλης στην Λάρισα, έχουν μείνει σχεδόν οι μισοί, έναν χρόνο μετά την κακοκαιρία, σύμφωνα με τον κ. Τάσο Τσαπλιέ. Όπως λέει, πολλά ισόγεια δεν κατοικούνται πια, καθώς οι κάτοικοι δεν έχουν την δυνατότητα να τα αποκαταστήσουν, ή εγκαταλείφθηκαν από τους ενοικιαστές τους, λόγω του φόβου για μία νέα κακοκαιρία.
«Το 99% των ισογείων είχε γεμίσει νερά, από περίπου 20 εκατοστά έως 2 μέτρα. Από αυτά, το 40-50%, σήμερα είναι κενά. Δεν υπάρχει κανείς. Στα υπόγεια επικρατεί η ίδια εικόνα, έχουν σαπίσει τα πάντα. Θεωρούνται μη κατοικήσιμοι χώροι με αποτέλεσμα να μην πάρουμε αποζημιώσεις για τις οικοσυσκευές. Κάποιοι έχουν πάρει μερικά χρήματα, άλλοι δεν έχουν πάρει καθόλου».
Όπως περιγράφει ο κ. Τάσος, οι Εργατικές Κατοικίες Γιάννουλης, πλημμύρισαν από δύο πλευρές. Τα ορμητικά νερά, κατευθύνονταν προς την περιοχή, όταν ανέβηκε η στάθμη του Πηνείου πάνω από 7 μέτρα, ενώ παράλληλα, το σπάσιμο ενός κομματιού του αναχώματος που βρίσκεται στα 600-700 μέτρα από τον οικισμό, έκανε την κατάσταση ακόμη πιο εφιαλτική. «Τα αναχώματα έχουν κατασκευαστεί εδώ και 75 χρόνια, και ποτέ δεν συντηρήθηκαν όλες αυτές τις δεκαετίες. Μετά την κακοκαιρία, το αποκατέστησαν προσωρινά αλλά μπορεί να ξανασπάσει».
«Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα και μέσα σε λίγες ώρες, όλα άλλαξαν. Είχαμε 2-2,5 μέτρα νερό στα διαμερίσματά μας. Παράλληλα, η απομάκρυνση του κόσμου δεν έγινε καθόλου οργανωμένα, και το σχέδιο εκκένωσης, αν υπήρχε, δεν μπήκε ποτέ σε πρακτική εφαρμογή. Ο κόσμος απομακρυνόταν με δική του ευθύνη και με δικά του οχήματα. Κάποιοι εγκλωβίστηκαν, και τους βοηθούσαν οι κάτοικοι με τις βάρκες. Ένα χάος». Όταν υποχώρησαν τα νερά, έπειτα από κάποιες ημέρες, οι κάτοικοι ξαναπήραν την κατάσταση στα χέρια τους και αποφάσισαν να καθαρίσουν τον οικισμό.
«Όλα μόνοι μας τα κάναμε. Με αυτοθυσία οι κάτοικοι και οι εθελοντές. Βγάζαμε τα νερά από τα σπίτια, για αρκετές μέρες, μέχρι να τα καταφέρουμε. Υπήρχαν βουνά από μπάζα, από καναπέδες, ψυγεία κλπ. Ήταν όλα πεταμένα παντού. Αν δεν ερχόταν ο Στρατός με τα φορτηγά να μας βοηθήσει, τα Χριστούγεννα θα τελειώναμε. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο βρεφονηπιακός μας σταθμός δεν λειτουργεί, έναν χρόνο μετά, λόγω της κακοκαιρίας. Οι γονείς δεν ξέρουν που να πάνε τα παιδιά τους, ή ταλαιπωρούνται να τα μεταφέρονται σε άλλες περιοχές. Κάτι πρέπει να γίνει».
Νέα Σμύρνη: «Δεν έχουμε πάρει αποζημιώσεις»
Ο κ. Βαγγέλης Βίτκος από την Νέα Σμύρνη Λάρισας, τονίζει πως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τις αποζημιώσεις και τονίζει πως δεν υπάρχει καμία βοήθεια από το κράτος. «Οι δρόμοι ακόμη θέλουν φτιάξιμο, έχουν λακκούβες. Ο κόσμος δεν έχει πάρει τίποτα για να πληρώσει το σπίτι και να ξεκινήσει τις δουλειές. Δεν έχουμε πάρει ούτε μία δόση».
«Πώς θα ζήσουμε έτσι;» αναρωτιέται. Σύμφωνα πάντα με τον κ. Βίτκο, οι κάτοικοι τόσο της Νέας Σμύρνης, όσο και του Κουλουριού, αναγκάστηκαν να βάλουν χρήματα από την τσέπη τους, για να φτιάξουν τα σπίτια τους. «Αλλάξαμε κουζίνες, μπάνια, τα πάντα. Μόνοι μας τα καθαρίσαμε. Ούτε τα βασικά έχουν γίνει δυστυχώς, είμαστε πάρα πολύ απογοητευμένοι».
Στην Νέα Σμύρνη, έναν χρόνο μετά, ορισμένοι κάτοικοι έχουν επιστρέψει, και άλλοι έφυγαν, ίσως για πάντα. Ακόμη όμως, ο φόβος παραμένει ζωντανός, και εκεί. «Τις προηγούμενες ημέρες, έβρεξε εδώ, και όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Μας έχει μείνει στο μυαλό όλο αυτό που ζήσαμε. Πέρα όμως από το ψυχολογικό κομμάτι, το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Χρειαζόμαστε βοήθεια για να φτιαχτεί ξανά η περιοχή μας, και δεν την έχουμε από πουθενά. Τα έργα ξεκίνησαν να γίνονται σιγά σιγά, αλλά κυρίως πρέπει να επιστρέψει η καθημερινότητα των κατοίκων. Στα τηλέφωνα που μας έχουν δώσει δεν απαντάει κανένας, για να ρωτήσουμε για τις αποζημιώσεις μας».
Όπως μπορείτε να δείτε στις παρακάτω φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται το σπίτι των πεθερικών του κ. Βαγγέλη, που βρίσκεται στο Κουλούρι, όλα καταστράφηκαν. «Η εικόνα είναι περίπου ίδια μέχρι και σήμερα».