Τα μισά περίπου από τα «κόκκινα» δάνεια και συγκεκριμένα περί τα 48,6 δισ. ευρώ σε σύνολο 108 δισ. ευρώ ή ένα στα δύο, έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες.
Η καταγγελία της σύμβασης σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά είναι σε βαθιά καθυστέρηση, δηλαδή δεν εξυπηρετούνται για χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι ξεχασμένα και ουσιαστικά οι τράπεζες τα θεωρούν ανείσπρακτα.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την πρόσφατη έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, με βάση την οποία το μεγαλύτερο ποσοστό των καταγγελθεισών συμβάσεων είναι δάνεια νοικοκυριών, δηλαδή κυρίως καταναλωτικά.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι εκτός από τις καταγγελθείσες συμβάσεις καταναλωτικών δανείων που αντιπροσωπεύουν το 65% των συνολικών «κόκκινων» δανείων αυτής της κατηγορίας, σε καταγγελία έχει περιέλθει και το 40% των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων, δηλαδή περί τα 11,2 δισ. ευρώ στο σύνολο των 28 δισ. ευρώ που είναι τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια.
Η εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και κυρίως η προοπτική ανάκτησης μέρους των δανείων που είναι στο «κόκκινο», επιδεινώνεται περαιτέρω, καθώς στα 48,6 δισ. ευρώ των δανείων που έχουν καταγγελθεί, προστίθενται άλλα 29,6 δισ. ευρώ που είναι σε τρίμηνη καθυστέρηση και από τα οποία πάνω από τα μισά είναι περιπτώσεις που είναι σε αθέτηση μεγαλύτερη των δύο ετών ή ενώ είχαν ρυθμιστεί, εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση.
Συνολικά, οι «βαθιές» καθυστερήσεις αντιπροσωπεύουν πάνω από 60 δισ. ευρώ περίπου και καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθεια διαχείρισης του προβλήματος από την πλευρά των τραπεζών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, από το σύνολο των 108 δισ. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μόλις 29,8 δισ. ευρώ είναι σε καθυστέρηση μικρότερη των τριών μηνών ή έχουν ρυθμιστεί πρόσφατα και συνεπώς έχουν περισσότερες πιθανότητες να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται και στο μέλλον. Καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση ανάκτησης μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει η στροφή των τραπεζών σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ή ακόμη και οριστικής διευθέτησης της οφειλής. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, για το τρίτο τρίμηνο του 2016, οι δύο αυτές κατηγορίες συγκεντρώνουν το 50% των λύσεων που προωθούν οι τράπεζες, έναντι 39,4% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το τέταρτο τρίμηνο του 2015.
Οι μακροπρόθεσμες λύσεις συνίστανται σε ρυθμίσεις για χρονικό διάστημα πέραν του ενός ή δύο ετών. Η πρακτική των βραχυπρόθεσμων λύσεων χρησιμοποιήθηκε ευρέως τα πρώτα χρόνια της κρίσης και στον βαθμό που η κρίση βάθαινε όλο και περισσότερο, αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Οι μακροπρόθεσμες λύσεις αποσκοπούν πλέον σε ρυθμίσεις σε βάθος χρόνου με πάγωμα π.χ. ενός μέρους της οφειλής για δέκα ή ακόμη και περισσότερα χρόνια και αποπληρωμή μέρους μόνο του δανείου στο μεσοδιάστημα. Η λύση μπορεί να περιλαμβάνει και τη διαγραφή του υπολοίπου της οφειλής υπό προϋποθέσεις, όπως η τήρηση της νέας σύμβασης από την πλευρά του δανειολήπτη.
Πηγή: Καθημερινή