Ρεπορτάζ Αργυρώ Μαυρούλη
Ξεκινά σήμερα στις 11 το πρωί ο τριμερής διάλογος για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την ίδια στιγμή που τόσο οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων, όσο και οι δανειστές εκφράζουν την αντίθεση τους.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας Πάνο Σκουρλέτη, και τα δύο νομοσχέδια για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις αναμένεται να πάρουν τον δρόμο για τη Βουλή μέσα στον Απρίλιο.
Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των δανειστών, κυρίως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επιμένουν στην διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος στον κατώτατο μισθό και στις συλλογικές συμβάσεις, ενώ μάλιστα ζητούν επιτακτικά την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων.
Με επιφύλαξη αντιμετωπίζουν τις εξαγγελίες του υπουργού Εργασίας οι κοινωνικοί εταίροι. Από την πλευρά της ΓΣΕΕ, οι εκπρόσωποι της επισημαίνουν στο «Enikonomia» ότι η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει να υλοποιήσει τις εξαγγελίες της, ενώ η πλειοψηφία των εργοδοτικών οργανώσεων εκφράζει τις επιφυλάξεις τους για το πώς θα μπορούσε να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός χωρίς απώλειες σε θέσεις εργασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΓΣΕΒΕΕ αποδέχεται την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, όμως ζητά παράλληλα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων, ενώ ο ΣΕΤΕ ζητά τη διατήρηση του διαχωρισμού των χαμηλότερων αμοιβών για τους νέους έως 25 ετών σε διαφορετική περίπτωση επισημαίνει ότι θα μειωθούν οι προσλήψεις κατά την διάρκεια της τουριστικής περιόδου.
Οι προωθούμενες αλλαγές
Στο επίπεδο των μισθών, το υπουργείο Εργασίας προωθεί την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Οκτωβρίου 2015 στα 650 ευρώ για όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, χωρίς διαφοροποιήσεις μεταξύ εργατοϋπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αλλά και νέων και μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων.
Από την 1η Ιουλίου 2016 και μετά, κανένας μισθός για πλήρη απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα δεν θα είναι κάτω από 751 ευρώ (876 ευρώ σε 12μηνη βάση). Στη συνέχεια, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα γίνεται από τους κοινωνικούς εταίρους μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Στο δεύτερο νομοσχέδιο που θα κατατεθεί προωθείται η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά και η αλλαγή λειτουργίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας.
Μία από τις βασικές διατάξεις του δεύτερου νομοσχεδίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις προβλέπει την επαναφορά του χρόνου της μετενέργειας των συμβάσεων από τους τρεις στους έξι μήνες. Παράλληλα με τις προωθούμενες διατάξεις ρυθμίζεται και το θέμα της «επεκτασιμότητας» των συλλογικών συμβάσεων.
Συγκεκριμένα, με απόφαση που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας ο υπουργός μπορεί να επεκτείνει σε όλους τους εργαζόμενου του κλάδου συλλογική σύμβαση που δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 50% συν ένα των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 7, του σχεδίου νόμου, προβλέπεται ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, ενώ οι ατομικοί όροι, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ’ όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους.
Ακόμη οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
Παράλληλα, στο άρθρο 8 προβλέπεται η κατάργηση του άρθρου 1 της ΠΥΣ 6/2012 που διαμόρφωνε τον κατώτατο μισθό, όπου αναφέρεται ότι «Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας.
Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβασης εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους.
Εφ’ όσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή ή ομιλική συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της ισχύουν υποχρεωτικά και στις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων που απασχολούνται από τον εν λόγω εργοδότη ή όμιλο αντίστοιχα».
Σύμφωνα με το άρθρο 9, οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα εξάμηνο, κι όχι για ένα τρίμηνο όπως ισχύει σήμερα, και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό.
Μετά την πάροδο του εξαμήνου οι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας.
Όσον αφορά την συρροή των συμβάσεων στο άρθρο 10, προβλέπεται ότι αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο.
Η σύγκριση και η επιλογή των διατάξεων γίνεται κατά τις παρακάτω ενότητες: α) ενότητα αποδοχών, β) λοιπά θέματα. Μάλιστα η κλαδική, η ομιλική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Στο άρθρο 11 του σχεδίου νόμου σχετικά με την προσχώρηση και επέκταση της εφαρμογής αναφέρεται: «2. Με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικών υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 50% συν ένα των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος.
Ειδικότερα η επέκταση ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας δεσμεύει όλους τους εργαζόμενους του επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης».
Με το άρθρο 6 επανακαθορίζεται ποιοι μπορούν να συνάψουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Συγκεκριμένα μπορούν να υπογράψουν:
«α) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών όλων των βαθμίδων στο πεδίο της δραστηριότητας τους, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη ρητής προς τούτο πρόβλεψης στο καταστατικό των εργοδοτών.
Από την πλευρά των εργαζομένων, ικανότητα για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας έχει η πλέον αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.
Για τις υπόλοιπες, από την πλευρά των εργαζομένων, ικανότητα για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας έχει η πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στο πεδίο ισχύος της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
β) Κάθε εργοδότης που απασχολεί πενήντα τουλάχιστον εργαζόμενους.
γ) Για τους εργαζόμενους σε δικηγορικά, συμβολαιογραφικά και άλλα γραφεία, η σχετική συλλογική σύμβαση θα υπογράφεται ή η διαιτητική θα διεξάγεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων και του οικείου ΝΠΔΔ στο οποίο υπάγονται οι εργοδότες.
δ) Ειδικά για τους εργαζόμενους, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εργοδοτικές οργανώσεις του κλάδου, από μεμονωμένους εργοδότες που εκπροσωπούνται με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, εφόσον αυτοί οι εργοδότες καλύπτουν το 50% συν ένα των εργαζομένων στον κλάδο και μέχρι 10 εργοδότες.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις καλείται σε διαπραγμάτευση η υπερκείμενη εργοδοτική οργάνωση που καλύπτει τον κλάδο».
Αναβαθμισμένος θα είναι και ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), όπου θα επανέλθει η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής (δηλαδή δεν θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών). Στις νέες διατάξεις προβλέπεται η ίδρυση «Σώματος Εμπειρογνωμόνων» που θα παρέχει στους διαιτητές του ΟΜΕΔ στοιχεία για τα ιδιαίτερα οικονομικά χαρακτηριστικά της επιχείρησης ή και του κλάδου που εξετάζεται.