Ευκολίες πληρωμής αντί ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους

Περισσότερο με «ευκολίες πληρωμής», παρά με μια ισχυρή δέσμη μέτρων ελάφρυνσης, μοιάζει η λύση που προωθεί η Ευρωζώνη στο θέμα του ελληνικού χρέους.

Το σπάσιμο των παρεμβάσεων σε τρεις διαφορετικές φάσεις, η μετάθεση των μέτρων απομείωσης για αργότερα, καθώς και οι φιλόδοξοι δημοσιονομικοί στόχοι που έχουν ληφθεί υπόψη για τη διαμόρφωση της δυναμικής του ελληνικού χρέους, δείχνουν ότι οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης επιλέγουν να μη «σπάσουν αυγά» τη δεδομένη στιγμή, όπως ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).


Σε πολιτικούς όρους, το γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, δέχθηκε να ανοίξει η συζήτηση για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους αποτελεί πράγματι μια υποχώρησή του έναντι της έως τώρα κάθετης αντίθεσής του σε αυτό το ενδεχόμενο.

Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο το Eurogroup της Δευτέρας έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης αναδεικνύει ότι η λογική Σόιμπλε επικράτησε.


Ετσι, στην πρώτη φάση δεν προβλέπεται η λήψη μέτρων που θα οδηγήσουν σε ελάφρυνση του χρέους. Σε δεύτερη φάση, το 2018, η Ευρωζώνη αναλαμβάνει απλώς μια δέσμευση για εφαρμογή μέτρων μετά τη λήξη του προγράμματος και υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής του.

Ακόμα, όμως, και μετά τη λήψη αυτών των μέτρων, το ελληνικό χρέος θα αρχίσει να απομειώνεται μετά το 2040 και αφού θα έχουν προηγηθεί 25 χρόνια τεράστιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Χαρακτηριστικές είναι οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών που δείχνουν ότι χωρίς την υιοθέτηση μέτρων το χρέος το 2020 θα είναι στο 158,4% του ΑΕΠ, ενώ μετά την εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων (επιμήκυνση, όριο 1% του ΑΕΠ στο ύψος των αποπληρωμών των δανείων του EFSF και όριο 2% στο ύψος των καταβαλλόμενων τόκων) θα υποχωρήσει μόλις στο 156,3% του ΑΕΠ.


Το ερώτημα πλέον είναι τι στάση θα τηρήσει το ΔΝΤ σε αυτή τη συζήτηση που ξεκίνησε, καθώς μέχρι στιγμής το Ταμείο ζητεί την άμεση υιοθέτηση μέτρων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, στελέχη με γνώση των συζητήσεων υποστηρίζουν ότι «η συζήτηση για το χρέος θα είναι δύσκολη».

Παρ’ όλα αυτά, εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι «θα υπάρξει λύση» που θα ικανοποιεί τόσο την Ευρωζώνη όσο και το ΔΝΤ.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Eurogroup της Δευτέρας, σύμφωνα με την Καθημερινή, για το θέμα της διαχείρισης του ελληνικού χρέους έχει προς το παρόν αρκετές «γκρίζες ζώνες».

Ειδικότερα:


1. Δεν είναι σαφές ποια μέτρα θα ληφθούν τώρα
. Το Eurogroup ξεκαθάρισε ότι σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (έως το τέλος το προγράμματος) θα εξεταστούν τρόποι καλύτερης διαχείρισης του ελληνικού χρέους. Δηλαδή, μέτρα που θα καθιστούν ευκολότερη την εξυπηρέτησή του.
Τέτοιου είδους μέτρα είναι, για παράδειγμα, η προώθηση συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων (swaps) που θα ελαφρύνουν τον προϋπολογισμό για κάποια χρόνια για την αποπληρωμή τόκων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να προσδιοριστούν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και να συμφωνηθούν σε επίπεδο Euroworking Group (EWG), τουλάχιστον. Το θετικό σε αυτά τα μέτρα είναι ότι δεν απαιτείται η έγκρισή τους από εθνικά κοινοβούλια της Ευρωζώνης, οπότε θα μπορούν να εφαρμοστούν γρήγορα και χωρίς πολιτικές αντιστάσεις.


2. Τα ισχυρότερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους
θα εφαρμοστούν μετά το πέρας του προγράμματος (μέσα του 2018), χωρίς να είναι ακόμα σαφές ποια θα είναι αυτά και υπό την αυστηρή προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος. Το EWG καλείται να αποφασίσει τι μέτρα θα είναι αυτά, αν και θεωρείται βέβαιο ότι θα εξαντλούνται σε επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ευρωπαϊκών δανείων και παροχή επιπλέον περιόδου χάριτος στην καταβολή τόκων και κεφαλαίων.
Ωστόσο, η πρόταση των ευρωπαϊκών θεσμών προβλέπει ότι οποιοδήποτε ποσό δεν καταβληθεί εγκαίρως, θα κεφαλαιοποιηθεί, θα ανατοκιστεί και θα καταβληθεί μετά το 2050. Επί της ουσίας πρόκειται για ευκολίες πληρωμής. Θετική εξέλιξη θα ήταν να γίνει επαναγορά των ακριβών δανείων του ΔΝΤ με φθηνότερο και μεγαλύτερης διάρκειας δάνειο από τον ESM, αλλά αν αποφασιστεί κάτι τέτοιο, θα πραγματοποιηθεί μετά το 2018.


3. Οι υποθέσεις για την εξέλιξη του χρέους είναι αρκετά φιλόδοξες
, για ακόμα μία φορά. Για να καταρτίσουν το βασικό σενάριο πορείας του χρέους, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν υποθέσει ότι η Ελλάδα θα έχει σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 έως το 2025.
Το 2030 θα πρέπει να είναι στο 3,2% του ΑΕΠ και μετά να υποχωρήσει στο 1,5% του ΑΕΠ το 2040, για να σταθεροποιηθεί σε αυτό το επίπεδο έως το 2060.

4. Σε μακροχρόνιο ορίζοντα, υπάρχει μια γενικόλογη δέσμευση της Ευρωζώνης «α λα 2012».
Δηλαδή, η Ευρωζώνη δεσμεύεται να επανεξετάσει το θέμα του ελληνικού χρέους, εάν υπάρχει λόγος και εφόσον η Ελλάδα πετυχαίνει τους φιλόδοξους δημοσιονομικούς της στόχους (όπως περιγράφηκαν παραπάνω).

Exit mobile version