Υπάρχουν δυο κατηγορίες προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Υπάρχουν αυτά που είναι αληθινά δύσκολο να επιλυθούν, όπως η μεταναστευτική κρίση στη Μεσόγειο ή οι οικονομικές ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης.
Και υπάρχουν και προβλήματα που είναι εύκολο να λυθούν στη θεωρία, αλλά όχι στην πράξη. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συζητήσεις για τις πιθανές αποχωρήσεις της Ελλάδας από την ευρωζώνη και της Βρετανίας από την ίδια την ΕΕ, γράφει σήμερα (18/05) στο άρθρο του στους Financial Times, ο Wolfgang Münchau.
Και συμπληρώνει, αν κοιτάξεις πέρα από τις τεχνικές δυσκολίες, το βρετανικό πρόβλημα θα λυθεί μέσω της βαθύτερης ενοποίησης για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και της μεγαλύτερης αποκέντρωσης για τις υπόλοιπες χώρες. Η λύση για την Ελλάδα απαιτεί λίγο περισσότερη πλευρική σκέψη, όμως ούτε και αυτή είναι δύσκολη. Για να ευημερήσει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, θα πρέπει να συμβούν τρία πράγματα:
Πρώτον, η Αθήνα θα χρειαστεί να αναγνωρίσει αυτό που φαίνεται να είναι μια καταθλιπτική πραγματικότητα. Αν θέλει πράγματι να παραμείνει σε μια μόνιμη νομισματική ένωση με τη Γερμανία και τη Φινλανδία, θα πρέπει να αρχίσει να τους μοιάζει περισσότερο.
Δεύτερον, οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να αποδεχθούν κάποιες οικονομικές αλήθειες -που έχουν όλες εκφραστεί με ακρίβεια, αν και όχι τόσο διπλωματικά- από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Θα πρέπει να αρχίσουν να παραδέχονται πως η λιτότητα ήταν μια καταστροφή. Θα πρέπει επίσης να σκεφθούν διαφορετικά αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Όταν κατάρτισαν το τελευταίο δανειακό πρόγραμμα για την Ελλάδα το 2012, μαζί με το ΔΝΤ, υπολόγισαν πρώτα το χρέος που εκκρεμούσε, τότε έκαναν κάποιες αγρίως αισιόδοξες υποθέσεις για την ανάπτυξη και στη συνέχεια υπολόγισαν τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που χρειάζονταν για να αποπληρώσει η χώρα το χρέος αυτό.
Τα πλεονάσματα ήταν αυτά που έμεναν στον υπολογισμό αυτό: με βάση αυτά έπρεπε να γίνουν όλες οι προσαρμογές. Το πρόβλημα είναι πως αν οι υποθέσεις αποδεικνύονταν υπερβολικά αισιόδοξες, τα πλεονάσματα θα έπρεπε να είναι αβάσταχτα μεγάλα. Αυτό είναι που συνέβη στην Ελλάδα.
Ο «ώριμος» τρόπος θα ήταν να αντιστραφεί η διαδικασία. Να μπει πλαφόν στο ετήσιο ποσό εξυπηρέτησης του χρέους και τότε να υπολογιστεί το πόσο μπορεί να αποπληρωθεί. Αυτό που δεν μπορείς να πληρώσεις, δεν θα πρέπει να το πληρώσεις. Θα πρέπει να «συγχωρείται».
Αν και τα πρώτα δυο προαπαιτούμενα βασίζονται στην αναγνώριση, το τελευταίο βασίζεται στη δράση. Η Ελλάδα θα πρέπει να κηρύξει χρεοστάσιο μονομερώς, αλλά να το κάνει με συνεργατικό τρόπο. Εννοώ ότι δεν θα πρέπει να κηρύξει χρεοστάσιο σε περισσότερα από αυτά που χρειάζεται: να μην κηρύξει χρεοστάσιο έναντι όλων των πιστωτών, αλλά μόνο έναντι αυτών που μπορούν να απορροφήσουν καλύτερα τις απώλειες, και συγκεκριμένα να μην επιβαρύνει τους ελάχιστους εναπομένοντες ιδιώτες πιστωτές.
Οι επίσημοι πιστωτές υποκρίνονται πως σοκάρονται από αυτό, όμως θα τους περάσει. Φυσικά δεν θα έδινα άλλη πίστωση. Αν η Ελλάδα κηρύξει χρεοστάσιο, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να λειτουργήσει με σκληρούς περιορισμούς στον προϋπολογισμό για πολλά χρόνια. Δεν είναι μια ήπια επιλογή, όμως η Ελλάδα θα ανακτούσε έναν βαθμό οικονομικής κυριαρχίας που έχει χάσει.
Θα ήταν δύσκολο να πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα μόνο μέσω μιας διαπραγμάτευσης. Οι κανόνες της ΕΕ και τα διαφορετικά συμφέροντα των πιστωτών αφήνουν ελάχιστο περιθώριο ελιγμού. Η ΕΚΤ για παράδειγμα ερμηνεύει την ευρωπαϊκή νομοθεσία με τρόπο που καθιστά παράνομη τη συμμετοχή της σε διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του οποιουδήποτε χρέους έχει στα βιβλία της. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα στην νομοθεσία που να απαγορεύει σε μια κυβέρνηση να κηρύσσει χρεοστάσιο έναντι της ΕΚΤ. Έτσι, μια συνολική χρεοκοπία όπου η ΕΚΤ θα έχανε όλα τα λεφτά της είναι νόμιμη, όμως μια διαπραγματευμένη χρεοκοπία όπου η ΕΚΤ χάνει μέρος μόνο των χρημάτων της, δεν είναι νόμιμη.
Ο νόμος είναι ηλίθιος. Για να αρθεί αυτό το αδιέξοδο, χρειάζεται κάποια φωτισμένη μονομέρεια. Θα βοηθούσε τις πιστώτριες χώρες να περάσουν τα γνώριμα στάδια του θρήνου και θα τους απελευθέρωνε από το τωρινό τους στάδιο -την άρνηση.
Αν ο χειρισμός είναι προσεκτικός, οι πιστωτές μπορεί μάλιστα να κατέληγαν να βοηθούν περισσότερο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ώστε να παραμείνει ζωντανό, ή τουλάχιστον να επέτρεπαν στην ΕΚΤ να το κάνει αντί γι’ αυτούς. Κατά βάθος, οι ηγέτες της ευρωζώνης γνωρίζουν πως δεν είναι προς το συμφέρον τους να αφήσουν την Ελλάδα να φύγει. Οι έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη.
Και ο κ. Κάμερον μπορεί να προχωρήσει περισσότερο αν προσπαθήσει να έχει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση με τους ευρωπαίους εταίρους του και όχι να τους παρουσιάσει μια μακριά λίστα επιθυμιών. Τα προβλήματα της Βρετανίας, όπως αυτά της Ελλάδας, δεν περιλαμβάνουν κάποια έμφυτη δυσκολία. Έχουν γεννηθεί από την έλλειψη επικέντρωσης και από μια τάση για κρυφτό πίσω από κόκκινες γραμμές-προβλήματα του μυαλού.
Πηγή: euro2day.gr