Ημέρα-ορόσημο αποτελεί η 28η Σεπτεμβρίου για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο, καθώς τότε θα εκδικασθεί η έφεση της τράπεζας Eurobank κατά της πρωτόδικης απόφασης επί της συλλογικής αγωγής, που είχε δικαιώσει πλήρως απελπισμένους πολίτες που σύναψαν σύμβαση χορήγησης δανείου σε ελβετικό φράγκο με το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα.
Η δίκη-σταθμός για χιλιάδες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο θα στρέψει όλα τα βλέμματα στο Εφετείο Αθηνών σε τρεις εβδομάδες. Οι δικαστικές αποφάσεις που τα τελευταία χρόνια δικαιώνουν δανειολήπτες στο συγκεκριμένο νόμισμα, κρίνοντας ταυτόχρονα καταχρηστικούς τους όρους των συμβάσεων, πέφτουν «βροχή». Ωστόσο, αυτή είναι η σημαντικότερη υπόθεση για το ζήτημα που εξετάζει η ελληνική Δικαιοσύνη.
Και αυτό, γιατί, ενώ αφορά όσους έχουν λάβει δάνεια από τη Eurobank, θα παίξει καίριο ρόλο για όσους άλλους έχουν συνάψει αντίστοιχες συμβάσεις με άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Εάν το δικαστήριο επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, ανοίγει ο δρόμος για την πληρωμή των δανείων με βάση την αρχική ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ.
Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε μετά τη συλλογική αγωγή που κατέθεσαν η Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδος και οι ενώσεις καταναλωτών Κρήτης και Αιτωλοακαρνανίας. Στο Δικαστήριο είχαν γίνει και 1.900 πρόσθετες παρεμβάσεις. Μάλιστα, η συλλογική αγωγή αφορά περίπου 35.000 πολίτες οι οποίοι, λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, έφτασαν στο σημείο να πληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις και αυτές, αντί να μειώνονται, να αυξάνονται!
Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθμόν 334/2016) σε ένα σκεπτικό 50 σελίδων αποδομούσε πλήρως την τραπεζική πρακτική που ακολουθήθηκε στις επίμαχες χορηγήσεις δανείων, με τους πολίτες να βλέπουν οποιαδήποτε καταβολή των δόσεών τους να εξανεμίζεται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και το κεφάλαιο του δανείου να αυξάνεται συνεχώς!
Το δικαστήριο έκρινε τρεις όρους των επίμαχων συμβάσεων καταχρηστικούς και απαγόρευσε στην τράπεζα να τους χρησιμοποιεί. Σύμφωνα με αυτούς, οι δανειολήπτες υποχρεούνται να καταβάλουν την οφειλή τους με τη τρέχουσα ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ. Επιπλέον, το πρωτόδικο δικαστήριο απαγόρευσε στην τράπεζα να αποκρούει την εκ μέρους των δανειοληπτών καταβολή των δόσεών τους σε ελβετικό φράγκο στο ισόποσό τους σε ευρώ, βάσει της ισοτιμίας που υφίστατο κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.
Ταυτόχρονα, υποχρέωσε τη Eurobank να μην επιδιώκει την τμηματική ή τη μερική ή την ολική εξόφληση των δανείων επί της τρέχουσας τιμής πώλησης του χορηγηθέντος νομίσματος κατά την ημέρα της καταβολής, αλλά επί της ισοτιμίας κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και, επίσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να παραλείπει να μετατρέπει το χρεωστικό υπόλοιπο σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου εκείνη την ημέρα.
Ομως, μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της πρωτόδικης απόφασης ήταν το γεγονός ότι υποχρέωνε το πιστωτικό ίδρυμα να προβεί στον συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά τον χρόνο εκταμίευσης, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο.
Παράλληλα, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται στα πολλαπλά οφέλη της τράπεζας από τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, σε αντίθεση με τους δανειολήπτες: «Εφόσον λοιπόν η εκταμίευση του δανείου γινόταν πάντα σε ευρώ και οι τράπεζες με την προπεριγραφείσα συναλλακτική πρακτική – ΓΟΣ εξαγόραζαν το ποσό του δανείου σε ελβετικό φράγκο και αποκτούσαν εκ νέου το υποτιθέμενα χορηγηθέν ποσό σε ελβετικό φράγκο, το ποσό αυτό μπορούσαν εκ νέου να το μεταπωλήσουν σε τρίτους, έτσι ώστε να μην τα χρωστούν, εάν ήθελε υποτεθεί ότι πράγματι τα είχαν δανειστεί.
Ετσι, λοιπόν, η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν έβλαπτε τις τράπεζες, ιδίως στον βαθμό που έβλαπτε τους δανειολήπτες, αλλά απεναντίας της ωφελούσε πολλαπλάσια, αφού η διαφορά της νομισματικής ισοτιμίας αποθησαυριζόταν τελικώς ως κέρδος τους και αποτελούσε ένας είδος πρόσθετου τόκου σε βάρος του δανειολήπτη».
Πηγή: Ελευθερία του Τύπου