Της Άννας Κανδύλη
Έπειτα από μία ακροαματική διαδικασία πεντέμισι ετών με εντάσεις, αντεγκλήσεις και πολιτικές κόντρες, έφτασε η ώρα της ετυμηγορίας των δικαστών στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Σε λίγη ώρα η πρόεδρος του Δικαστηρίου Μαρία Λεπενιώτη θα εκφωνήσει την απόφαση επί της ενοχής για τους 68 συνολικά κατηγορουμένους οι οποίοι κάθισαν οι 65 εξ αυτών στο εδώλιο με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης στο πλαίσιο της οποίας τελέστηκαν ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, εκβιασμοί καθώς και άλλες αξιόποινες πράξεις. Εκ των οποίων, η πλέον εμβληματική, ήταν αυτή της στυγερής δολοφονίας του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 καθώς σήμανε και την αντίστροφη μέτρηση για το «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής.
Μεταξύ των 68 βρίσκονται ο αρχηγός Νίκος Μιχαλολιάκος και 17 πρώην βουλευτές του κόμματος οι οποίοι αντιμετωπίζουν ως βασικές κατηγορίες αυτές της διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση. Κατηγορίες που κατά την εισαγγελέα της έδρας Αδαμαντία Οικονόμου δεν αποδείχθηκαν. Στην πρότασή της, η οποία προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων καθώς ουκ ολίγες φορές χρησιμοποίησε επιχειρήματα της υπεράσπισης, η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε να αθωωθούν, κατά περίσταση, οι κατηγορούμενοι από τα εν λόγω αδικήματα. Στην 8 ωρών αγόρευσή της υποστήριξε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε πως η ηγεσία της Χρυσής Αυγής έδωσε κάποια εντολή ή γνώριζε για ενδεχόμενες εγκληματικές πράξεις. Οι ομιλίες των βουλευτών, όπως είπε, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από «οξείες πολιτικές εκφράσεις, που δεν ήταν ικανές να προκαλέσουν την τέλεση εγκλημάτων» ενώ τα πρόσθετα στοιχεία που παρουσιάστηκαν όπως οι ναζιστικοί χαιρετισμοί, οι μαίανδροι και οι σβάστικες, τα χαρακτήρισε «ποινικά αδιάφορα» καθώς, «ακόμα και αν αυτά είναι ακριβή, η ιδεολογία είναι ποινικά αδιάφορη. Το μόνο που ενδιαφέρει ένα δικαστήριο είναι η ποινική δράση των κατηγορουμένων». Για τα εγκλήματα που αποδόθηκαν σε χρυσαυγίτες, η άποψή της ήταν πως επρόκειτο για «μεμονωμένα περιστατικά» δίχως συγκεκριμένο σχεδιασμό. Όσον αφορά τέλος στη δολοφονία του Παύλου Φύσσακαι του Σαχζατ Λουκμάν, αλλά και τις επιθέσεις σε βάρος του ΠΑΜΕ, στο στέκι «Αντίπνοια» και σε μαθητή στο Π. Φάληρο, κατά την κ. Οικονόμου αυτά ήταν άσχετα μεταξύ τους περιστατικά. Μάλιστα για τον Παύλο Φύσσα η εισαγγελέας υποστήριξε ότι το κόμμα ζημιώθηκε από τη δολοφονία, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, τον Ηλία Κασσιδιάρη και συνέντευξή του στην οποία ανέφερε ότι «η Χρυσή Αυγή δολοφονήθηκε εκείνο το βράδυ».
Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013 ήταν αυτή που σήμανε την αρχή του τέλους για το «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής. Λίγες ημέρες μετά ο πρώην υπουργός προστασίας του πολίτη Νίκος Δένδιας διαβιβάζει 32 φακέλους για διάφορα εκκρεμή αδικήματα στην τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη. ΟΙ δικογραφίες συνενώνονται και «ξαναδιαβάζονται» υπό το πρίσμα πλέον της τέλεσης του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης μετά την εντολή για τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης που έδωσε η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης που ανέλαβε την έρευνα καλεί στο πλαίσιο αυτής πολιτικούς , δημοσιογράφους ενώ εμφανίζονται και οι δύο πρώτοι προστατευόμενοι μάρτυρες. Ούτε μία εβδομάδα μετά, ο κ. Βουρλιώτης προχωρά στην άσκηση της ποινικής δίωξης για το κακούργημα της ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.
Καθώς το αδίκημα είναι διαρκές ενεργοποιείται η διαδικασία του αυτοφώρου και το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου 2013 αρχίζουν οι συλλήψεις 31 προσώπων. Μεταξύ αυτών, ο γενικός γραμματέας της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος και οι βουλευτές του κόμματος Χρήστος Παππάς, Γιάννης Λαγός, Ηλίας Κασιδιάρης, Νίκος Μίχος και Ηλίας Παναγιώταρος.
Την κύρια ανάκριση αναλαμβάνουν αρχικώς οι πρόεδροι πρωτοδικών Σπύρος Γεωργουλέας και Χρήστος Παπακώστας οι οποίοι με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα κρίνουν προφυλακιστέους τους Νίκο Μιχαλολιάκο, Χρήστο Παππά και Γιάννη Λαγό. Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους αφήνονται οι Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος και Νίκος Μίχος. Από την ανακρίτρια Πειραιά είχε ήδη οδηγηθεί στη φυλακή μετά την απολογία-ομολογία του ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα, Γιώργος Ρουπακιάς.
Στη συνέχεια η δικογραφία, λόγω μείζονος σπουδαιότητας κατόπιν απόφασης της Ολομέλειας του Εφετείου, φεύγει από την Ευελπίδων και ανατίθεται σε δύο ανώτερες δικαστίνες: την Ιωάννα Κλάπα και τη Μαρία Δημητροπούλου. Στο πλαίσιο της ανάκρισης οι εφέτες ειδικές ανακρίτριες συγκεντρώνουν πλήθος στοιχείων για τη δράση της Χρυσής Αυγής και των μελών της Οργάνωσης που οδηγεί στη φυλακή ως προσωρινά κρατούμενους 30 κατηγορούμενους, μεταξύ αυτών και μεγαλοστελέχη της Χρυσής Αυγής.
Τον Ιούλιο του 2014 η ανάκριση ολοκληρώνεται και η δικογραφία περνάει στα χέρια του Εισαγγελέα Εφετών Ισίδωρου Ντογιάκου. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο εισαγγελικός λειτουργός υποβάλλει την πρότασή του προς το Δικαστικό Συμβούλιο. Μέσα στις 700 και πλέον σελίδες που αυτή αριθμεί ο κ .Ντογιάκος περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ένα πολιτικό κόμμα ακόμα και όταν εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο από εκλεγμένους βουλευτές, μπορεί να μετατραπεί ή να λειτουργεί ως εγκληματική οργάνωση, προτείνοντας την παραπομπή σε δίκη 70 ατόμων. Επικαλούμενος το αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί αναλύει όχι μόνο την ιεραρχική δομή αυτής αλλά και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούσαν τα μέλη της. «…Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία , υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος , επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της Δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή , διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους…Σκοπός της όλης παράνομης δραστηριότητας της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης ήταν η , με κάθε τρόπο , ακόμα και με τη χρήση βίας , επιβολή σε τρίτους των πολιτικών θέσεων , απόψεων και θεωριών των ηγετικών στελεχών της καθώς και η « τιμωρία » στοχοποιημένων ατόμων με διαφορετικές πολιτικές , ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές και αντιλήψεις. Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε πολίτης να υφίσταται ποινικές κυρώσεις εξ αιτίας των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων, ιδεών και θεωριών που ο ίδιος πρεσβεύει , καθόσον το φρόνημα και μόνο αυτό δεν διώκεται. Όταν όμως επιχειρεί την επιβολή τους σε άλλους δια της βίας , οι βίαιες πράξεις του , ως μέσον επιβολής των ιδεών του , δεν είναι δυνατόν να μείνουν ατιμώρητες. Πολλώ δε μάλλον , όταν με τον τρόπο αυτό ενεργεί πολιτικός ή κομματικός φορέας ή σχηματισμός , μέσω των μελών ή στελεχών του , τα οποία ελέγχει και καθοδηγεί με τους κατάλληλους κομματικούς μηχανισμούς που διαθέτει. Σε περίπτωση δε που συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προυποθέσεις , κάθε πολιτικό κόμμα ασφαλώς και είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί «εγκληματική οργάνωση » , είτε στο σύνολό του , είτε ως προς τα επί μέρους εκείνα πρόσωπα , τα οποία με την κάλυψη του πολιτικού μανδύα ενεργούν κατά τρόπο ποινικά κολάσιμο. Υπέρτατος , συνταγματικά κατοχυρωμένος και ασφαλώς επιβεβλημένος σκοπός λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων αλλά και κάθε άλλου πολιτικού θεσμού είναι η απόλυτη προστασία, εξυπηρέτηση και ανόθευτη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και όχι η , με οποιονδήποτε τρόπο , φαλκίδευσή του , πολύ δε περισσότερο όταν κάτι τέτοιο επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται με πράξεις βίας.».
Η πρόταση υιοθετείται από το Συμβούλιο Εφετών με μειοψηφία του εφέτη Νίκου Σαλάτα ο οποίος, επικαλούμενος τη Σύμβαση του Παλέρμο, εκφράζει την άποψη ότι δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης καθώς δεν προκύπτει οικονομικό όφελος για τους εμπλεκόμενους.
Η δίκη αρχίζει στις 15 Απριλίου του 2015 με 68 κατηγορούμενους να κάθονται στο εδώλιο.. Μεταξύ αυτών, για πρώτη φορά, όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα ευρωπαϊκά δικαστικά χρονικά, περιλαμβάνεται σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος που εκλέχτηκε και εισήλθε τρεις φορές στη Βουλή ενώ εκπροσωπήθηκε και στην Ευρωβουλή.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ωστόσο, η πλειοψηφία των πρώην βουλευτών επέλεξε να εμφανιστεί μόνο την ημέρα της απολογία τους. Όπως και οι περισσότεροι κατηγορούμενοι, σε αντίθεση με την Μάγδα Φύσσα. Τη μάνα του αδικοχαμένου μουσικού που δεν έλειψε καθ΄ όλη τη διάρκεια, της οδυνηρής για την ίδια, διαδικασίας.