Η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τους στόχους του προγράμματος, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει ακόμη «φουλ ατζέντα μπροστά της», τονίζει σε αποκλειστική συνέντευξη στη «Ν» η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου.
Υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι η όποια επιπλέον χρηματοδότηση δεν μπορεί να αυξάνει το χρέος, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να εξομαλύνει τις αποπληρωμές χρέους για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος.
Η κ. Βελκουλέσκου εκφράζει την εκτίμηση ότι οι φόροι στην Ελλάδα εμποδίζουν πλέον τις επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, προκρίνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση της δαπάνης για τις συντάξεις με στόχο την αποκλιμάκωση της φορολόγησης. Κυρίως όμως ζητεί «το συντομότερο δυνατό» τη μείωση του στόχου τον οποίο «η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της» συμφώνησαν για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022. Απορρίπτει δε το επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης ότι το αποτέλεσμα του 2016 ήταν κατά βάση διαρθρωτικό: προέκυψε με «εξαιρετική συμπίεση» των δαπανών, «πέρα από τα ποσά που είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό», και με άλλα «ad-hoc μέτρα».
Ως προς το ασφαλιστικό, επισημαίνει ότι «οι εισφορές που επιβάλλονται στις γενιές της εργασίας δεν επαρκούν για να πληρώνουν τις τρέχουσες συντάξεις», σημειώνοντας ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα είναι «σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του Ευρώ».
Αναφορικά με το ελληνικό χρέος, η κ. Βελκουλέσκου διευκρινίζει ότι το πρόβλημα αφορά τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα και ουσιαστικά προκύπτει όταν η Ελλάδα θα σταματήσει να δανείζεται με τα ευνοϊκά επιτόκια του ESM και θα χρηματοδοτείται με τα σαφώς υψηλότερα επιτόκια των αγορών.
Όσο για το QE; «Δεν είναι ουσιώδες για τη βιώσιμη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές».
Πού βασίζεται η ανάλυση του ΔΝΤ σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο; Είναι το ύψος της ονομαστικής αξίας ή το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που κυρίως καθορίζει τη βιωσιμότητα του χρέους; Σημειωτέον, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ξανά πρακτικό πρόβλημα με τις αποπληρωμές χρέους από το 2022.
Οι απόψεις του ΔΝΤ αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι γνωστές. Η ανάλυσή μας εστιάζει κυρίως στις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας, δηλαδή στο ποσό που η Ελλάδα πρέπει να δανείζεται κάθε χρόνο για να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις αφού έχει αντλήσει τους εσωτερικούς της πόρους. Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας υπό αυτήν την έννοια είναι οι αποπληρωμές του χρέους της συν τους τόκους που οφείλει για το χρέος της, ενώ οι πόροι της είναι τα πρωτογενή της πλεονάσματα και οι εισπράξεις από ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό είναι παρόμοιο με την έννοια του «ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης» που επισημάνατε. Αλλά παρακολουθούμε επίσης την εξέλιξη του αποθέματος χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης: με οτιδήποτε άλλο να είναι ίσο, όσο υψηλότερο είναι το απόθεμα του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, τόσο πιο ακριβό είναι να το χρηματοδοτήσεις.
Σύμφωνα με τις προβολές μας, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξηθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα μακροπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρόλο που επί του παρόντος μεγάλο μέρος του χρέους της Ελλάδας είναι επίσημη χρηματοδότηση η οποία παρέχεται με ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια, με την πάροδο του χρόνου το χρέος αυτό θα πρέπει να εξοφληθεί και να αντικατασταθεί με νέο χρέος σε πιο ακριβά επιτόκια, αγοράς. Από αυτήν την άποψη εκτιμούμε ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε ζητήσει πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας ώστε να μειώσουμε περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας και να αποκαταστήσουμε τη βιωσιμότητά του.
Σε ποια μέτρα επικεντρώνετε ενόψει της γ’ αξιολόγησης του προγράμματος και γιατί; Παρεμπιπτόντως, θεωρείτε ότι θα είναι μια πιο εύκολη υπόθεση σε σύγκριση με τη β’ αξιολόγηση;
Το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας περιλαμβάνει μια σειρά μεταρρυθμίσεων προς υλοποίηση με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με ένα χρονοδιάγραμμα που τέθηκε από τις αρχές και συμφωνήθηκε με τους εταίρους του προγράμματος. Οι αξιολογήσεις του προγράμματος είναι μια ευκαιρία για περιοδική καταγραφή της προόδου στην εφαρμογή πολιτικών, επιθεώρηση της οικονομικής κατάστασης και έλεγχο για τυχόν αλλαγές στη στρατηγική του προγράμματος.
Η επόμενη αξιολόγηση θα εκτιμήσει έτσι τις μακροοικονομικές εξελίξεις και τις πολιτικές, εστιάζοντας στην εφαρμογή τόσο των πρόσφατων όσο και των επικείμενων μεταρρυθμίσεων:
- Στον δημοσιονομικό τομέα, θα αναθεωρούσαμε τα δημοσιονομικά αποτελέσματα σε σχέση με τους στόχους και την παρακολούθηση των σχεδίων για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, με τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων για την προσωρινή απασχόληση, καθώς και με την αξιολόγηση του πλαισίου εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, μεταξύ άλλων θεμάτων.
- Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, θα επαναξιολογούσαμε τη συνολική εποπτική στρατηγική για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη διασφάλιση μιας επαρκούς κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσουμε επίσης προσεκτικά την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων χρηματοπιστωτικών μεταρρυθμίσεων (π.χ. νόμος εξωδικαστικής επίλυσης, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, κ.λπ.), οι οποίες είναι κρίσιμες για τη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης του χρέους· θα ελέγξουμε τις επικείμενες προγραμματισμένες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την προστασία των εξασφαλισμένων πιστωτών και την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης· και θα επιθεωρήσουμε την πρόοδο της στρατηγικής για τη χαλάρωση των capital controls.
- Στον διαρθρωτικό τομέα, θα εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων (π.χ. την απελευθέρωση του εμπορίου τις Κυριακές, την απλοποίηση της αδειοδότησης επενδύσεων και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων) και θα προχωρήσουμε προγραμματισμένες αλλαγές στους κανόνες που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να εγκρίνουν απεργίες, και στην εφαρμογή των υπόλοιπων συστάσεων του ΟΟΣΑ, μεταξύ άλλων πραγμάτων.
Συνοψίζοντας, οι ελληνικές αρχές έχουν ακόμη μια φουλ ατζέντα μπροστά τους. Η σταθερή εφαρμογή των πολιτικών θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του προγράμματος και την επιστροφή της εμπιστοσύνης, της ανάπτυξης και της πρόσβασης στη χρηματοδότηση από τις αγορές.
Το ΔΝΤ συνδέει τη μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος με μειώσεις φόρων. Ωστόσο, η μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος είναι βέβαιη, σε αντίθεση με την αβέβαιη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Πότε να περιμένει κανείς μειώσεις φόρων στην Ελλάδα, για την αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας;
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 1,5% μεσοπρόθεσμα. Υπό αυτήν την έννοια, πώς αξιολογείτε το αποτέλεσμα του 2016, το οποίο ήταν 8 φορές υψηλότερο από τον αρχικό στόχο; Σημειωτέον, η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το 2,9% από το 4% ήταν διαρθρωτικό αποτέλεσμα.
Έχουμε πράγματι πει πολλές φορές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 1,5% του ΑΕΠ για παρατεταμένη περίοδο. Η άποψη αυτή βασίζεται στο ιστορικό προηγούμενων επιδόσεων της Ελλάδας, και στην ευρύτερη διεθνή εμπειρία, η οποία δείχνει ότι οι παρατεταμένες περίοδοι πολύ υψηλών πλεονασμάτων είναι σπάνιες, και εξαρτώνται από εξαιρετικά ευνοϊκές αρχικές οικονομικές συνθήκες.
Αναγνωρίσαμε, ωστόσο, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε προσωρινά να φτάσει σε υψηλότερα πλεονάσματα, μέσω εξαιρετικής συμπίεσης των δαπανών ή άλλων εφάπαξ μέτρων. Αυτό είναι που συνέβη το 2016, όταν μια μείωση των δαπανών πέρα από τα ποσά που είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό, μαζί με προσωρινούς παράγοντες, όπως τα φορολογικά αντίβαρα που σχετίζονταν με την εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών με κεφάλαια του ESM, βοήθησαν στην υποστήριξη ενός πολύ υψηλότερου από τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό που είναι σημαντικό σε μακροπρόθεσμη βάση είναι οι δημοσιονομικοί στόχοι να υποστηρίζονται από μόνιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μην βασίζονται σε μια μη βιώσιμη συμπίεση των δαπανών ή σε ad-hoc μέτρα.
Πώς τεκμηριώνει το ΔΝΤ την ανάγκη περαιτέρω μείωσης της δαπάνης για τις συντάξεις στην Ελλάδα, και πώς θα πρέπει να επιμεριστεί αυτή η περικοπή; Για παράδειγμα, οριζοντίως ή στη βάση των εισφορών που κατέβαλε ο εκάστοτε δικαιούχος;
Παρά τους διάφορους γύρους μεταρρυθμίσεων, το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας παραμένει μη βιώσιμο και μη προσιτό, καθώς οι εισφορές που επιβάλλονται στις γενιές της εργασίας δεν επαρκούν για να πληρώνουν τις τρέχουσες συντάξεις. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Τα προσφάτως νομοθετημένα συνταξιοδοτικά μέτρα συμβάλλουν στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μεσοπρόθεσμα. Το σημαντικότερο, βοηθούν στον επιμερισμό της προσαρμογής μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών συνταξιούχων, προστατεύοντας παράλληλα εκείνους με χαμηλές συντάξεις. Η μεταρρύθμιση προωθεί έτσι τη δικαιοσύνη τόσο μεταξύ όσο και εντός των γενεών.
Μια κριτική στους θεσμούς είναι ότι, στον βαθμό που ασκούν επιρροή στην άσκηση οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, δεν εστιάζουν τόσο στις δαπάνες και στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Αντιθέτως, «επιτρέπουν» στο ελληνικό πολιτικό σύστημα να επιλέγει την εύκολη λύση των φόρων. Ποια είναι η γνώμη σας;
Το τρέχον πρόγραμμα επικεντρώνει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης για τη διευκόλυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών – οι οποίοι πλέον έχουν φτάσει σε επίπεδα που εμποδίζουν τις επενδύσεις – καθώς και στην ανακατανομή των δαπανών προς καλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα. Επιπλέον, οι αρχές θα επανεξετάσουν και θα καταστήσουν αυστηρότερους τους κανόνες για την προσωρινή απασχόληση στη δημόσια διοίκηση, ώστε να διασφαλίσουν ότι θα προστατευτούν τα οφέλη που με κόπο αποκομίστηκαν από τους κανόνες για τις αποχωρήσεις. Μεσοπρόθεσμα, οι αρχές θα πρέπει να επιδιώξουν να συνεχίσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις με πρόσθετες προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της.
Θα είναι ικανή η Ελλάδα να επιστρέψει οριστικά στις αγορές το 2018; Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να δοκιμάζει τα νερά νωρίτερα. Είναι καλή ιδέα;
Ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος είναι να διευκολύνει την επιστροφή της Ελλάδας στη χρηματοδότηση από την αγορά, σε βιώσιμη βάση, μέχρι το τέλος του προγράμματος. Από αυτήν την άποψη, η δοκιμή των αγορών νωρίτερα μπορεί να είναι επωφελής, υπό την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε νέα χρηματοδότηση θα παραμένει ευθυγραμμισμένη με τους στόχους του προγράμματος και τους στόχους βιωσιμότητας του χρέους, συμπεριλαμβανομένης της μη περαιτέρω αύξησης του χρέους, αλλά αντιθέτως εστιάζοντας στην εξομάλυνση των αποπληρωμών χρέους για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος.
Θεωρείτε ότι η εξαίρεση από το QE αποτελεί σημαντική απώλεια για την Ελλάδα ή συνιστά μια παράμετρο η οποία δεν εμποδίζει ιδιαίτερα τη βιώσιμη επιστροφή της χώρας στις αγορές;
Έγκειται στην ΕΚΤ να αποφασίσει για την πρόσβαση στο QE. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ενώ η πρόσβαση στο QE θα μπορούσε να είναι επωφελής για την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης, δεν είναι ουσιώδης για τη βιώσιμη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Τελικά, το κρίσιμο για τη διατήρηση της πρόσβασης στην αγορά είναι η σταθερή εφαρμογή των πολιτικών και η επίσημη ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους.
Πηγή: Ναυτεμπορική