Η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους θεσμούς θα μεταθέσει την πίεση από την ελληνική πλευρά στην πλευρά των πιστωτών, ώστε να κάνουν όσα απαιτούνται προκειμένου να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα και να περιληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, λέει στην «Καθημερινή» ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, υπεραμυνόμενος της κατ’ αρχήν συμφωνίας που επετεύχθη στο Eurogroup της περασμένης Πέμπτης.
Καθώς τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να μετρήσουν το πολιτικό κόστος μιας συμφωνίας με επώδυνα –σε κάθε περίπτωση– μέτρα, ο κ. Χουλιαράκης επιμένει ότι αυτή πρέπει να κλείσει το ταχύτερο δυνατό.
Η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, λέει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, προϋποθέτει την ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο, αλλά και την παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που καθιστούν το δημόσιο χρέος βιώσιμο. Η παραμετροποίηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα προϋπόθεση συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που επιθυμούν ιδιαίτερα η Γερμανία και η Ολλανδία. Εάν κλείσει γρήγορα η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, οι χώρες αυτές δεν θα έχουν κανένα πρόσχημα να καθυστερήσουν την παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, αν θέλουν να συμμετάσχει το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα. «Η ολοκλήρωση, λοιπόν, της συμφωνίας δεν είναι μόνο αναγκαία για την προστασία της οικονομίας από τους κινδύνους της αβεβαιότητας, αλλά και πολύτιμο εργαλείο έμμεσης πίεσης της χώρας προς τους πιστωτές της, ιδιαίτερα σε μια στιγμή που ο εκλογικός κύκλος των χωρών αυτών λειτουργεί εις βάρος μας. Και για τον λόγο αυτό, μία καλή συμφωνία σήμερα είναι προτιμότερη από μία καλύτερη αύριο», τονίζει ο κ. Χουλιαράκης.
Η εκτίμηση της κυβέρνησης είναι πως στη συνέχεια θα ανοίξει και ο δρόμος για την ένταξη στο QE. «Εχουμε την πεποίθηση πως η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας», λέει.
Ο αναπλ. υπουργός Οικονομικών δεν παραγνωρίζει ότι το τίμημα της συμφωνίας για κάποιους τουλάχιστον θα είναι βαρύ. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το νέο μείγμα πολιτικής που θα προκύψει από την ταυτόχρονη εφαρμογή περιοριστικών και επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων, αν και συνολικά ουδέτερο, θα οδηγήσει σε επιβάρυνση κάποιων νοικοκυριών και σε ενίσχυση άλλων. Μέριμνα της κυβέρνησης είναι ο σχεδιασμός πολιτικών ώστε να αμβλυνθούν σημαντικά οι συνέπειες μιας τέτοιας επιβάρυνσης, αλλά και η δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων ώστε τα οφέλη των θετικών μέτρων επέκτασης να είναι καλά στοχευμένα, να είναι φιλικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας και να μετασχηματίσουν με μόνιμο τρόπο το δίχτυ κοινωνικής προστασίας της χώρας».
Επίσης, παραδέχεται ότι ο μηχανισμός που συμφωνήθηκε ενέχει τον κίνδυνο να μην εφαρμοστούν όλα τα μέτρα ελάφρυνσης, σε περίπτωση υστέρησης έναντι του δημοσιονομικού στόχου, σε αντίθεση με τις επιβαρύνσεις που θα υλοποιηθούν, όποιο κι αν είναι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. «Το πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών προβλέπει την ταυτόχρονη νομοθέτηση τόσο περιοριστικών όσο και επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής ίσου ύψους. Προβλέπει επίσης την εφαρμογή του συνόλου και των δύο αυτών κατηγοριών μέτρων ταυτόχρονα και σταδιακά από το 2019 και μετά, υπό την προϋπόθεση πως τα δημόσια οικονομικά παραμένουν σε τροχιά επίτευξης των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων. Σε περίπτωση που προβλέπεται θετική ή αρνητική απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο του έτους, τα θετικά μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης θα αυξάνονται ή θα περιορίζονται κατ’ αναλογία», εξηγεί.
Ωστόσο, εκτιμά ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν και τα περιοριστικά μέτρα δεν θα είναι περισσότερα από τις ελαφρύνσεις. «Με δεδομένη τη διατηρήσιμη βελτίωση των δημοσιονομικών δεδομένων των δύο τελευταίων ετών, πεποίθηση της κυβέρνησης είναι πως οι δημοσιονομικοί στόχοι των επόμενων ετών θα επιτευχθούν με ασφάλεια και η δημοσιονομική πολιτική συνολικά δεν θα είναι περιοριστική», λέει ο κ. Χουλιαράκης και υπογραμμίζει πως «είναι αυτή η θεαματική βελτίωση των δομικών δημοσιονομικών παραμέτρων που έστρεψαν τη διαπραγμάτευση μακριά από τη θέση του ΔΝΤ για νομοθέτηση μέτρων ύψους 4,5 δισ. ευρώ και εισήγαγαν στη συζήτηση τη δημιουργία του συμμετρικού μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης».
Πηγή: Η Καθημερινή