Μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και εταίρων απαιτεί τρία απαραίτητα στοιχεία, σημειώνει ο G. B. Wolff σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του οργανισμού Bruegel:
1) χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από αυτά που ζητούνται,
2) μικρές ενέργειες αναφορικά με το χρέος και
3) θεσμικές μεταρρυθμίσεις
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, αναφορικά με το θέμα τουπρωτογενούς πλεονάσματος η διαφορά ανάμεσα στην πρόταση της ελληνικής πλευράς και των ευρωπαίων είναι ουσιαστική και έχει να κάνει με την επίπτωση που θα έχουν τα πλεονάσματα αυτά στο ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο θα οδηγήσει σε απώλειες στο ΑΕΠ της τάξης του 1%. Η Ελλάδα -σημειώνει ο αρθρογράφος- έχει ένα δίκιο που ζητά χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσμα, δεδομένου ότι έχει ήδη χάσει το 25% του ΑΕΠ της. Τα πλεονάσματα αυτά πρέπει να είναι 0,75% για φέτος, 1,25% για το 2016 και 2,5% για τα επόμενα χρόνια.
Αναφορικά με τον δεύτερο παράγοντα, το ύψος του δημόσιουχρέους, ο αρθρογράφος σημειώνει πως αυτό σχετίζεται με μια σειρά θεμάτων που πρέπει να εξεταστούν. Ένα από τα πιο διαμφισβητούμενα ζήτημα αφορά το πρόγραμμα αποπληρωμών προς το ΔΝΤ. Όπως σημειώνει, σε αντίθεση με τις παραχωρήσεις που έκανε το 2012 το Eurogroup παρατείνοντας την αποπληρωμή των δανείων κατά 15 χρόνια (οι αποπληρωμές θα αρχίσουν το 2023), το ΔΝΤ μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ένα λογικό βήμα θα ήταν να ζητηθεί από ΔΝΤ να αλλάξει στρατηγική. Πρόκειται για 30 δισ. που πρέπει να αποπληρωθούν μέχρι το 2021. Θα μπορούσε λοιπόν, αναφέρει ο αρθρογράφος να δοθεί μια περίοδος χάριτος και μια αναβολή της αποπληρωμής του ΔΝΤ. Το τελευταίο πρέπει να μοιραστεί την ευθύνη για τις αποτυχίες του προγράμματος.
Το τρίτο και πιο σημαντικό στοιχείο, σύμφωνα με τον Wolff, αφορά το ζήτημα της εμπιστοσύνης και της αυτοπεποίθησης. Το μεγαλύτερο ίσως μάθημα της πρόσφατης αναταραχής είναι ότι μια οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί εάν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στην οικονομία. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ και άρχισε τις διαπραγματεύσεις οι οποίες είχαν στοιχεία αντιπαράθεσης, έλαβε χώρα μια δραματική μείωση της εμπιστοσύνης. Τούτο σημαίνει ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα χρειάζεται εμπιστοσύνη πάνω από όλα και η τελευταία είναι το αποτέλεσμα πολιτικής δράσης και οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τους ευρωπαίους εταίρους, αναφέρει ο αρθρογράφος. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης.