Διήμερο συνέδριο για το φαινόμενο του brain drain οργανώνει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, με βασικό ερώτημα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι επιστήμονες οι οποίες, σήμερα, συνοψίζονται σε τρείς ερωτήσεις «Μένω; Φεύγω; Επιστρέφω;»
Η πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης Εύη Σαχίνη, σημείωσε «δεν έχουμε στη διάθεσή μας ακριβή στοιχεία για το τι πληθυσμό μιλάμε, παρά μόνο προσεγγιστικά». Ωστόσο, όπως είπε, «Στόχος μας είναι να δούμε σφαιρικά μέσα από συντονισμένο διάλογο ένα θέμα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία και οικονομία».
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Λόης Λαμπριανίδης, είπε ότι το «το brain drain υπάρχει και καλά κρατεί».Οι Έλληνες επιστήμονες φεύγουν γιατί θεωρούν ότι υπάρχει αναξιοκρατία, νεποτισμός, γραφειοκρατία και κυρίως περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένο προσωπικό και αυτό οδηγεί σε υψηλά ποσοστά υποαπασχόλησης, ετεροαπασχόλησης και χαμηλούς μισθούς», είπε
Η καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου, Αντιγόνη Λυμπεράκη, είπε ότι «ο όρος brain drain είναι πολύ αξιακά φορτισμένος»: «Στην Ελλάδα έχουμε την κίνηση προς τα έξω γιατί δεν έχουμε την κίνηση προς τα μέσα, δηλαδή τα πανεπιστήμιά μας είναι περίκλειστα σε οποιονδήποτε θέλει να έρθει να σπουδάσει, γιατί πρέπει να περάσει πανελλήνιες εξετάσεις και αυτό είναι κάτι που ούτε τα δικά μας παιδιά δεν το καταφέρνουν, πόσο μάλλον τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ένα άλλο σύστημα. Αν μας ενδιαφέρει να έχουμε πιο πολλούς εγκεφάλους ας φροντίσουμε να ανοίξουμε τα πανεπιστήμιά μας και σε ξένους, όπως γίνεται και σε άλλες χώρες».
Τι κάνει η κυβέρνηση
Κατόπιν αυτών, ετέθη στους εκπροσώπους της κυβέρνησης το ερώτημα τι κάνουν για την επιστροφή του εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού; Η υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Δόμνα Μιχαηλίδου, αναφέρθηκε σε πρωτοβουλίες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής στη χώρα.
Ο υφυπουργός Εργασίας, Πάνος Τσακλόγλου, τόνισε ότι αυτό «που έχει να κάνει το κράτος είναι να φροντίσει για την οικονομική ανάπτυξη, ώστε να έχουμε υψηλότερους μισθούς, και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αυτά θα φέρουν τον κόσμο προς τα εδώ». Είπε ακόμα ότι έχουν δοθεί κάποια φορολογικά κίνητρα για την επιστροφή των νέων τα οποία κάπως φαίνεται να λειτουργούν. Αλλά, σημείωσε, «το κύριο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να βοηθήσει το κράτος να υπάρξει ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, άνοδος της παραγωγικότητας, να έχουμε καλύτερους παιδικούς σταθμούς και σχολεία, καλύτερο ΕΣΥ, καλύτερες υποδομές. Αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά έχουμε καλύτερη πορεία».
Χρειάζεται δεκαετής στρατηγική
Ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης είπε ότι «η Ελλάδα έχει μόνο να κερδίσει από την εμπειρία που αποκτούν οι νέοι στο εξωτερικό, από τις αλλαγές παραστάσεων, από το οξυγόνο που φέρνουν με την νοοτροπία που έχουν αλλάξει, με τις ιδέες που έχουν πάρει απ’ έξω». «Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να πετύχουμε επιστροφή καλών μυαλών από το εξωτερικό, ώστε να αποτελέσουν προστιθέμενη αξία για την πατρίδα μας θα είναι να γίνει πιο εξωστρεφής η ελληνική επιχειρηματικότητα και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κέντρο της Pfizer στην Θεσσαλονίκη».
Πρόσθεσε εξάλλου ότι «χρειάζεται δεκαετής στρατηγική από το γυμνάσιο μέχρι την εύρεση μιας καλής θέσης εργασίας για τους σημερινούς 12χρονους με βάση τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες στην Πληροφορική, ώστε να αντιστοιχήσουμε αυτές τις θέσεις σε εισακτέους και οι εισακτέοι να αντιστοιχηθούν σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα επαγγελματικού προσανατολισμού στα ελληνικά σχολεία».
Τι θέλουν οι επιχειρηματίες
Η πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας, Γιώτα Παπαρίδου, ανέφερε ότι «η επιστροφή δεν είναι μόνο θέμα μισθού αλλά συνολικής ποιότητας ζωής» και συμπλήρωσε ότι ένα τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες που θέλουν να επιστρέψουν είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις από το τραπεζικό σύστημα.
Τέλος, ο επενδυτής και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, Αρίστος Δοξιάδης, εκτίμησε ότι «η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ηγέτιδα παγκοσμίως, όπως και άλλες μικρές οικονομίες, στην οικονομία της γνώσης», ωστόσο οι περιορισμοί που υπάρχουν σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο κατακερματισμός των ερευνητικών ινστιτούτων που συνεπάγεται μικρούς προϋπολογισμούς, η περιορισμένη χρηματοδότηση της έρευνας από εθνικούς πόρους, και οι χαμηλές αμοιβές των εξειδικευμένων επιστημόνων στο Δημόσιο.