Τις προκλήσεις που αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση αλλά και τα προβλήματα που έχει επιφέρει η γιγαντιαία προσαρμογή της Ελλάδας στις μεταρρυθμίσεις ανέλυσε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Eurogroup.
Ειδικότερα η ομιλία του Γ. Βαρουφάκη στο χθεσινό Eurogroup ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Συνάδελφοι,
Πριν πέντε μήνες, με την πρώτη μου παρέμβαση στο Eurogroup εξέφρασα την άποψη ότι η νέα Ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπιζε μια διπλή πρόκληση:
Έπρεπε να κερδίσουμε μια πολύτιμη αξία χωρίς να εξαντλήσουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο.
Η πολύτιμη αξία που έπρεπε να κερδίσουμε είναι η εμπιστοσύνη, εδώ, με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τους θεσμούς. Η επίτευξη αυτού θα απαιτούσε μια σημαντική δέσμη μεταρρυθμίσεων και ένα αξιόπιστο σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Όσον αφορά το σημαντικό κεφάλαιο που δεν έπρεπε να εξαντλήσουμε, αυτό ήταν η εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού ο οποίος θα έπρεπε να συμπλεύσει με ένα συμφωνημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα τερματίσει την Ελληνική κρίση. Η προϋπόθεση για να μην εξαντληθεί αυτό το κεφάλαιο ήταν και παραμένει μία: η απτή ελπίδα ότι η συμφωνία με την οποία θα επιστρέψουμε πίσω στην Αθήνα:
· είναι η τελευταία που σφυρηλατείται μέσα σε συνθήκες κρίσης∙
· αποτελείται από μία δέσμη μεταρρυθμίσεων που βάζουν τέλος στην 6-ετή και συνεχιζόμενη ύφεση∙
· δεν χτυπάει άγρια τους πιο φτωχούς όπως οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις∙
· καθιστά το χρέος μας βιώσιμο και δημιουργεί πραγματική προοπτική για επιστροφή στις αγορές χρήματος, βάζοντας έτσι τέλος στην αναξιοπρεπή εξάρτησή μας από τους εταίρους μας για να πληρώσουμε τα δάνεια που έχουμε λάβει από αυτούς.
Πέντε μήνες έχουν περάσει, το τέλος του δρόμου είναι κοντά, αλλά αυτήν τη λεπτή πράξη εξισορρόπησης δεν την έχουμε ακόμα επιτύχει. Πράγματι, στο Brussels Group έχουμε έρθει κοντά. Αλλά πόσο κοντά;
Στο δημοσιονομικό κομμάτι οι θέσεις είναι πραγματικά κοντά, ειδικά για το 2015. Για το 2016, το υπολειπόμενο κενό είναι της τάξης του 0.5% του ΑΕΠ.
Έχουμε προτείνει παραμετρικά μέτρα που ανέρχονται στο 2% του ΑΕΠ, έναντι του 2.5% στο οποίο επιμένουν οι θεσμοί.
Το υπόλοιπο 0.5% έχουμε προτείνει να καλυφθεί με διοικητικά μέτρα. Θα ήταν, κατά την άποψή μου, μείζον σφάλμα να αφήσουμε μια τέτοια ελάχιστη διαφορά να προκαλέσει τεράστια ζημιά στην ακεραιότητα της Ευρωζώνης.
Έχουμε επίσης επιτύχει σύγκλιση σε μια ευρεία σειρά θεμάτων.
Ωστόσο, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι οι προτάσεις μας δεν φαίνεται να σάς έχουν εμπνεύσει την εμπιστοσύνη που χρειάζεστε.
Παράλληλα, οι προτάσεις των θεσμών που ο κ. Juncker έχει μεταφέρει στον Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα δεν προκαλούν την ελπίδα που ο λαός μας έχει τόση ανάγκη. Έτσι, έχουμε έρθει κοντά σχεδόν σε αδιέξοδο.
Σε αυτή την ύστατη στιγμή, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, και πριν μας προλάβουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, έχουμε ηθικό καθήκον, πόσο μάλλον πολιτικό και οικονομικό, να ξεπεράσουμε αυτό το αδιέξοδο. Δεν είναι η ώρα για αντεγκλήσεις και αλληλοκατηγορίες. Οι Ευρωπαίοι πολίτες θα μας καταστήσουν συλλογικά υπεύθυνους, όλους όσους θα έχουμε αποτύχει να καταλήξουμε σε μια βιώσιμη λύση.
Ακόμα και εάν κάποιοι, έχοντας παραπλανηθεί από φήμες ότι μια Ελληνική έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί να είναι και τόσο τραγική, ή ακόμα και ότι μπορεί να είναι και επωφελής για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, έχουν ήδη αποδεχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αυτό είναι ένα γεγονός που θα απελευθερώσει καταστρεπτικές δυνάμεις που κανένας δεν μπορεί να δαμάσει.
Οι λαοί σε κάθε γωνιά της Ευρώπης θα στοχεύσουν, όχι τους θεσμούς, αλλά τους δικούς τους εκλεγμένους υπουργούς οικονομικών, τους δικούς τους Πρωθυπουργούς και Προέδρους. Εξάλλου, μάς εξέλεξαν να προωθήσουμε την κοινή μας ευημερία στην Ευρώπη και να αποφύγουμε τις παγίδες που θα βλάψουν την Ευρώπη.
Η πολιτική μας εντολή είναι να βρούμε έναν έντιμο, λειτουργικό συμβιβασμό. Είναι τόσο δύσκολο;
Δεν νομίζουμε. Πριν λίγες μέρες ο Olivier Blanchard, επικεφαλής Οικονομολόγος του ΔΝΤ, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο: «Ελλάδα: Μία αξιόπιστη συμφωνία θα απαιτήσει δύσκολες αποφάσεις από όλες τις πλευρές». Έχει δίκιο, και η έμφαση είναι στο «από όλες τις πλευρές». Ο Δρ Blanchard πρόσθεσε τα εξής: «Στην καρδιά της διαπραγμάτευσης είναι βρίσκεται απλό ερώτημα. Πόση προσαρμογή πρέπει να γίνει από την Ελλάδα, και πόση από τους επίσημους πιστωτές της;»
Ότι η Ελλάδα χρειάζεται να προσαρμοστεί δεν υπάρχει αμφιβολία. Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι πόση προσαρμογή πρέπει να γίνει. Είναι μάλλον τι είδους προσαρμογή πρέπει να γίνει. Αν με «προσαρμογή» εννοούμε τη δημοσιονομική εξυγίανση, μειώσεις μισθών και συντάξεων και αυξήσεις φόρων, τότε είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε προσαρμοστεί περισσότερο από κάθε άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης.
· Το δημοσιονομικό έλλειμμα, σε δομική ή κυκλικά προσαρμοσμένη βάση, μετατράπηκε σε πλεόνασμα με προσαρμογή της τάξης του 20% – ένα «παγκόσμιο ρεκόρ» προσαρμογής
· Οι μισθοί μειώθηκαν κατά 37%
· Οι συντάξεις κόπηκαν μέχρι και 48%
· Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο μειώθηκαν κατά 30%
· Η καταναλωτική δαπάνη περιορίστηκε κατά 33%
· Ακόμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών – ένα χρόνιο εθνικό πρόβλημα, έπεσε κατά 16%.
Δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα δεν έχει προσαρμοστεί στις καινούργιες, μετά το 2008, συνθήκες.
Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε είναι ότι αυτή η γιγαντιαία προσαρμογή, είτε απαραίτητη είτε όχι, έχει προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που έχει λύσει:
· Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 27% ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ συνεχίζει να πέφτει – κάθε τρίμηνο για 18 συνεχόμενα τρίμηνα χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα
· Η ανεργία ανέβηκε στο δυσθεώρητο 27%
· Η μη δηλωμένη και ανασφάλιστη εργασία έφτασε το 34%
· Οι τράπεζες πασχίζουν να δουλέψουν με τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια να υπερβαίνουν το 40% της αξίας των δανείων τους
· Το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το 180% του ΑΕΠ
· Νέοι με προσόντα εγκαταλείπουν μαζικά την Ελλάδα
· Η φτώχεια, η πείνα και η στέρηση ενεργειακών αγαθών έχουν αυξηθεί με ταχύτητα που παρατηρείται συνήθως σε συνθήκες πολέμου
· Οι επενδύσεις στο παραγωγικό δυναμικό έχουν εξανεμιστεί.
Συμπερασματικά, το πρώτο σκέλος του ερωτήματος του Δρα Blanchard «πόση προσαρμογή πρέπει να γίνει από την Ελλάδα;» πρέπει να απαντηθεί ως εξής: Πάρα πολλή. Αλλά όχι η ίδια προσαρμογή που έγινε στο παρελθόν. Χρειαζόμαστε περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όχι περισσότερες μειώσεις. Για παράδειγμα:
· Θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε νέα ήθη όσον αφορά την πληρωμή των φόρων, όχι σε πιο ψηλούς συντελεστές ΦΠΑ που ενισχύουν τη φοροδιαφυγή και σπρώχνουν τίμιους συμπολίτες μας σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια
· Θα πρέπει να καταστήσουμε το συνταξιοδοτικό σύστημα βιώσιμο με το να εξαλείψουμε την ανασφάλιστη εργασία, να ελαχιστοποιήσουμε τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, να εξαλείψουμε την απάτη, να ενισχύσουμε την απασχόληση – όχι με το να καταργήσουμε τα επιδόματα αλληλεγγύης στους φτωχότερους συνταξιούχους, όπως έχουν απαιτήσει οι θεσμοί, σπρώχνοντας έτσι τους φτωχότερους σε περισσότερη φτώχεια και ανακινώντας την λαϊκή έχθρα προς μια ακόμα δήθεν μεταρρύθμιση.
Στις προτάσεις μας προς τους θεσμούς, έχουμε συμπεριλάβει:
· Μια εκτενή (αλλά βελτιστοποιημένη) ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων για την περίοδο 2015-2025
· Τη δημιουργία μια εντελώς ανεξάρτητης Αρχής Φόρων και Τελωνείων (υπό την αιγίδα και την επίβλεψη του Κοινοβουλίου)
· Τη δημιουργία του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που θα επιβλέπει την υλοποίηση του προϋπολογισμού
· Ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα για περιορισμένους πλειστηριασμούς και για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
· Μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και αλλαγές στον αστικό κώδικα
· Την απελευθέρωση κλειστών αγορών προϊόντων και υπηρεσιών (παρέχοντας προστασία στην μεσαία τάξη και σε επαγγέλματα που άπτονται του κοινωνικού ιστού)
· Κατάργηση πολλών εισφορών προς τρίτους
· Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση (εισάγοντας το κατάλληλο σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού της, μειώνοντας τα μη-μισθολογικά κόστη και εκμοντερνίζοντας και ενοποιώντας την μισθοδοσία του δημοσίου).
Επιπλέον των ανωτέρω μεταρρυθμίσεων, οι ελληνικές Αρχές εξασφάλισαν την συνεργασία του ΟΟΣΑ για να μας βοηθήσουν να σχεδιάσουμε, υλοποιήσουμε και διαχειριστούμε ένα δεύτερο κύκλο αλλαγών. Χθες συναντήθηκα με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΟΣΑ, τον κ. Άνχελ Γκουρία και την Ομάδα του, με σκοπό την ανακοίνωση της νέας –κοινής – ατζέντας, που συνοδεύεται και από τον αντίστοιχο οδικό χάρτη, για τα ακόλουθα:
· Μια μεγάλη προσπάθεια κατά της διαφθοράς, αποτυπώνοντας και τα κατάλληλα εργαλεία για την υποστήριξή της, κυρίως στον τομέα των προμηθειών
· Απελευθέρωση του κατασκευαστικού τομέα και αγοράς, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών προτύπων που αφορούν στα αντίστοιχα υλικά
· Απελευθέρωση του χονδρικού εμπορίου
· Δημιουργία κώδικα για τα ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και έντυπα
· Κέντρα εξυπηρέτησης επιχειρήσεων one-stop, που θα ελαχιστοποιούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια για την λειτουργία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα
· Μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, μέσω μιας σωστής και μακρόχρονης αναλογιστικής μελέτης, την σταδιακή μείωση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, την μείωση του λειτουργικού κόστους των ασφαλιστικών ταμείων, την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων- εν αντιθέσει με απλή μείωση των συντάξεων.
Ναι, συνάδελφοι, οι Έλληνες χρειάζονται περαιτέρω προσαρμογές. Χρειαζόμαστε επειγόντως βαθιές μεταρρυθμίσεις. Όμως σας καλώ να λάβετε σοβαρά υπόψη αυτή τη σημαντική διαφορά μεταξύ:
· Αλλαγών που αντιμετωπίζουν παρασιτικές συμπεριφορές, προσοδοθηρία και αναποτελεσματικότητες, και
· Παραμετρικών αλλαγών που μόνο αυξάνουν τους φόρους και μειώνουν τις παροχές προς τους πιο αδύναμους.
Χρειαζόμαστε περισσότερες αλλαγές της πρώτης κατηγορίας και πολύ λιγότερες της δεύτερης.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τις υπαναχωρήσεις μας στο θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας και την απόφασή μας να επαναφέρουμε την προστασία της μισθωτής εργασίας μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι αυτή μια δική μας αριστερή εμμονή που θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα;
Όχι, συνάδελφοι, δεν είναι. Πάρτε για παράδειγμα το χάλι των νέων εργαζομένων σε διάφορες αλυσίδες καταστημάτων, που απολύονται μόλις φτάνουν το 24ο έτος της ηλικίας τους, ώστε οι εργοδότες να προσλάβουν στη θέση τους νεότερους εργαζομένους , τους οποίους θα συνεχίσουν να πληρώνουν με το μειωμένο μισθολόγιο που ισχύει για νέους κάτω των 24 ετών.
Ή πάρτε την περίπτωση υπαλλήλων μερικής απασχόλησης με €300 το μήνα, που αναγκάζονται να εργάζονται full-time και απειλούνται με απόλυση αν δεν το κάνουν.
Χωρίς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αυτές οι καταχρηστικές συμπεριφορές προκαλούν επιπλέον ανταγωνιστικό βάρος στους σωστούς εργοδότες, και στερούν πόρους από τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια έσοδα.
Υπάρχει κανείς που να πιστεύει σοβαρά ότι η υιοθέτηση των καλά σχεδιασμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων σε συνεργασία με τον ILO και τον OOΣΑ, αποτελούν «αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων» ή υπαναχώρηση;
Επανερχόμενος σύντομα στο θέμα των συντάξεων, πολλά έχουν γίνει για την αντιμετώπιση του γεγονότος ότι οι συντάξεις κοστίζουν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν και φθάνουν περίπου το 16% του ΑΕΠ.
Αναλογιστείτε όμως αυτό: Αφενός οι συντάξεις μειώθηκαν κατά 40%, και αφετέρου ο αριθμός των συνταξιούχων παρέμεινε σταθερός. Άρα η δαπάνη για τις συντάξεις μειώθηκε, δεν αυξήθηκε. Αυτό το ποσοστό δεν οφείλεται λοιπόν στην αύξηση της δαπάνης αλλά στη δραματική πτώση του ΑΕΠ, που έφερε και μια δραματική πτώση στα έσοδα των ασφαλιστικών εισφορών λόγω της μείωσης της απασχόλησης και της αύξησης της αδήλωτης εργασίας.
Οι υποτιθέμενες λοιπόν υπαναχωρήσεις μας στο συνταξιοδοτικό είναι ότι αναστείλαμε την περαιτέρω μείωση των συντάξεων, που έχουν ήδη χάσει το 40% της αξίας τους, όταν οι τιμές των προϊόντων που οι συνταξιούχοι έχουν πρωτίστως ανάγκη, όπως είναι τα φάρμακα, σχεδόν δεν έχουν μειωθεί καθόλου.
Λάβετε δε υπόψη σας και αυτό το σχεδόν άγνωστο γεγονός: περίπου ένα εκατομμύριο οικογένειες επιβιώνουν σήμερα με την πενιχρή σύνταξη του παππού ή της γιαγιάς όταν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι άνεργοι, σε μια χώρα που μόνο το 9% των ανέργων λαμβάνει κάποιο επίδομα ανεργίας. Μειώνοντας και αυτή τη μοναχική πηγή εισοδήματος, ισοδυναμεί με το να «βγάζουμε την οικογένεια στο δρόμο».
Αυτός είναι και ο λόγος που συνεχίζουμε να λέμε στους θεσμούς ότι, ναι, χρειαζόμαστε αλλαγές στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα, αλλά, όχι, δεν μπορούμε να κόψουμε τη συνταξιοδοτική δαπάνη κατά 1% του ΑΕΠ, γιατί αυτό θα επιφέρει όχι μόνο ένα νέο κύμα μιζέριας αλλά και ένα νέο υφεσιακό κύκλο, δεδομένου ότι το €1.8 δις πολλαπλασιαζόμενο με έναν μεγάλο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή (περίπου 1.5) αφαιρείται από την κυκλική ροή του εισοδήματος.
Αν υπήρχαν ακόμα υψηλές συντάξεις, των οποίων η περικοπή θα είχε θετική δημοσιονομική επίπτωση, θα το κάναμε. Όμως, η κατανομή των συντάξεων είναι τόσο συμπιεσμένη που εξοικονομήσεις τέτοιου μεγέθους θα εξαφάνιζαν τις συντάξεις των χαμηλοσυνταξιούχων. Για το λόγο αυτό, υποθέτω ότι οι θεσμοί ζητούν την κατάργηση των επικουρικών συντάξεων των χαμηλοσυνταξιούχων. Και είναι για το λόγο αυτό που εμείς αντιπροτείνουμε σωστές μεταρρυθμίσεις: δραστική μείωση έως εξαφάνιση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας για πάταξη της αδήλωτης εργασίας.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές ενισχύουν το αναπτυξιακό δυναμικό. Όμως, μόνο περικοπές σε μια οικονομία όπως η Ελληνική σήμερα, θα επιφέρει περαιτέρω ύφεση.
Η Ελλάδα πρέπει να προσαρμοστεί, με την υιοθέτηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα όμως, και πηγαίνοντας πίσω στην απάντηση του Δρα Blanchard, και οι θεσμοί θα πρέπει να προσαρμόσουν τον ορισμό που δίνουν στις αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και να αναγνωρίσουν ότι, οι παραμετρικές περικοπές και οι φορολογικές επιδρομές δεν είναι μεταρρυθμίσεις και ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, υπέσκαψαν την ανάπτυξη.
Ορισμένοι συνάδελφοι έχουν επισημάνει στο παρελθόν, και ενδεχομένως να το ξαναεπισημάνουν, ότι οι συντάξεις μας είναι πολύ υψηλές αν συγκριθούν με εκείνες που λαμβάνουν οι πιο ηλικιωμένοι στις χώρες τους, και ότι είναι απαράδεκτο η Ελληνική κυβέρνηση να περιμένει από τις χώρες αυτές να συνεισφέρουν στο λογαριασμό για τις συντάξεις.
Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής σε αυτό: Δεν θα σας ζητήσουμε ποτέ να επιδοτήσετε το κράτος μας, τους μισθούς μας, τις συντάξεις μας, τις δημόσιες δαπάνες μας. Το Ελληνικό κράτος ζει με τα μέσα που διαθέτει.
Τους τελευταίους μήνες καταφέραμε εξάλλου να αποπληρώσουμε τους δανειστές μας, παρά τη μηδενική πρόσβαση στις αγορές και τις μηδενικές εκταμιεύσεις. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε.
Κατανοώ ότι υπάρχει ανησυχία ότι η κυβέρνησή μας μπορεί να παρουσιάσει ξανά πρωτογενές έλλειμμα και ότι αυτός είναι ο λόγος που οι θεσμοί μάς πιέζουν να δεχτούμε μεγάλες αυξήσεις στον ΦΠΑ και μεγάλες περικοπές στις συντάξεις.
Παρόλο που η άποψή μας είναι ότι η ανακοίνωση μιας βιώσιμης συμφωνίας θα είναι αρκετή για να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα ώστε να υπάρξει υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, καταλαβαίνω απόλυτα ότι οι δανειστές και οι εταίροι μας ενδεχομένως να έχουν λόγο να αμφιβάλλουν και να ζητούν εξασφάλιση: μια πολιτική που να τους ασφαλίζει για το τυχόν ενδεχόμενο που η κυβέρνησή μας δείξει ανεντιμότητα. Αυτό είναι που βρίσκεται πίσω από την προτροπή του Δρα Blanchard η Ελληνική κυβέρνηση να προσφέρει «πραγματικά αξιόπιστα μέτρα». Έτσι, προτείνουμε την παρακάτω ιδέα. Ένα «πραγματικά αξιόπιστο μέτρο».
Αντί να διαφωνούμε για μισές ποσοστιαίες μονάδες σχετικά με τα μέτρα (ή για το αν αυτά τα φορολογικά μέτρα θα πρέπει να είναι παραμετρικά ή όχι), γιατί να μην κάνουμε μια βαθύτερη, πιο λεπτομερή και μόνιμη μεταρρύθμιση;
Ένα αυτόματο φρενάρισμα του ελλείμματος που να είναι θεσμοθετημένο και να εποπτεύεται από το ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο πάνω στο οποίο οι θεσμοί κι εμείς έχουμε ήδη συμφωνήσει.
To Δημοσιονομικό Συμβούλιο θα εποπτεύει την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού σε εβδομαδιαία βάση, θα προειδοποιεί αν ένας επιμέρους στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα πάει να καταπατηθεί και, αν χρειαστεί, θα εφαρμόζει αυτόματα οριζόντιες μειώσεις σε όλες τις δαπάνες με σκοπό να αποτρέψει τον εκτροχιασμό του στόχου κάτω από το προ-συμφωνηθέν όριο.
Με τον τρόπο αυτό τίθεται σε εφαρμογή ένα αλάνθαστο σύστημα που εξασφαλίζει την φερεγγυότητα του Ελληνικού κράτους, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση διατηρεί την ελευθερία που χρειάζεται για χάραξη πολιτικής, για να παραμείνει κυρίαρχη και ικανή να κυβερνήσει σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Θεωρήστε αυτή την ιδέα ως μια απτή πρόταση που η κυβέρνησή μας θα υλοποιήσει αμέσως μετά την ύπαρξη μιας συμφωνίας.
Με δεδομένο ότι η κυβέρνησή μας δε θα χρειαστεί ποτέ ξανά να δανειστεί από τους φορολογούμενούς σας ή τους φορολογούμενους που βρίσκονται πίσω από το ΔΝΤ, δεν έχει νόημα μια συζήτηση μεταξύ κρατών-μελών σχετικά με το ποιας χώρας οι συνταξιούχοι είναι φτωχότεροι, οδηγώντας τελικά όλους στα χαμηλότερα επίπεδα.
Αντί για αυτό, η συζήτηση προχωράει στις αποπληρωμές του χρέους. Πόσο μεγάλα θα πρέπει να είναι τα πρωτογενή μας πλεονάσματα; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει σοβαρά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ανεξάρτητος από το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος;
Το ΔΝΤ κατανοεί πλήρως ότι αυτοί οι δύο αριθμοί είναι ενδογενώς συνδεδεμένοι, και αυτός είναι ο λόγος που το δημόσιο χρέος της Ελλάδας πρέπει να εξεταστεί άμεσα.
Το μεγάλο μας υπερβολικό χρέος πρέπει να το σκεφτούμε ως μια μεγάλη μη χρηματοδοτούμενη φορολογική υποχρέωση.
Παρόλο που είναι αλήθεια ότι τα κομμάτια του χρέους στο EFSF και το GLF αργούν να λήξουν και το επιτόκιό τους δεν είναι υψηλό, η μη χρηματοδοτούμενη φορολογική υποχρέωση του Ελληνικού κράτους, το χρέος μας, περιέχει μια εξέχουσα συνιστούσα που εμποδίζει τις επενδύσεις και την ανάκαμψη σήμερα.
Αναφέρομαι εδώ στα €27 δις των ομολόγων του προγράμματος SPM που κρατούνται ακόμα από την ΕΚΤ. Πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη μη χρηματοδοτούμενη υποχρέωση που οι πιθανοί επενδυτές στην Ελλάδα κοιτούν και μετά αποχωρούν, επειδή αναγνωρίζουν το χρηματοδοτικό κενό που δημιουργείται από αυτό το κομμάτι χρέους, και επειδή κατανοούν ότι αυτά τα 27 δις στα βιβλία της ΕΚΤ απαγορεύουν στην Ελλάδα να εκμεταλλευτεί την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, ακριβώς τη στιγμή που αυτό το πρόγραμμα είναι σε εξέλιξη και αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του προκειμένου να βοηθήσει τις χώρες που έχουν πληγεί από τον αποπληθωρισμό.
Είναι τραγική ειρωνία που η χώρα που έχει χτυπηθεί περισσότερο από τον αποπληθωρισμό είναι και η μοναδική που έχει εξαιρεθεί από το πρόγραμμα της ΕΚΤ κατά του αποπληθωρισμού. Και έχει εξαιρεθεί εξαιτίας αυτών των 27 δις.
Η πρότασή μας για αυτό είναι απλή, αποδοτική και αμοιβαία επωφελής. Δεν προτείνουμε νέα χρήματα, ούτε ένα φρέσκο ευρώ για το κράτος μας. Φανταστείτε ότι η ακόλουθη συμφωνία σε τρία βήματα ανακοινώνεται μέσα στις επόμενες ημέρες:
Βήμα 1: Βαθιές μεταρρυθμίσεις, που θα περιλαμβάνουν και το αυτόματο φρενάρισμα του ελλείμματος που προανέφερα.
Βήμα 2: Ένας εξορθολογισμός του σχεδίου αποπληρωμών του χρέους της Ελλάδας με την ακόλουθη λογική. Πρώτον, μια επαναγορά των ομολόγων από το πρόγραμμα SMP: η Ελλάδα να πάρει ένα νέο δάνειο από τον μηχανισμό ESM, να αγοράσει τα ομόλογα SMP από την EKT και να τα αποσύρει.
Για να υποστηριχτεί αυτό το δάνειο, συμφωνούμε ότι οι βαθιές μεταρρυθμίσεις θα αποτελέσουν κοινή συνθήκη για την επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος καθώς και για τη διασφάλιση του νέου σχεδίου με τον ESM το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή αμέσως μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και θα είναι σε ισχύ παράλληλα με το συνεχιζόμενο πρόγραμμα του ΔΝΤ έως τον Μάρτιο του 2016.
Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση βασίζεται στις εναπομείνασες εκταμιεύσεις από το υπάρχον πρόγραμμα, και η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση θα ολοκληρωθούν από την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα SMP τα οποία ανέρχονται σε €9 δισ. (από τα €27 δισ. που έχουν απομείνει) και τα οποία θα μπουν σε λογαριασμό με χρηματική εγγύηση που θα χρησιμοποιηθεί για τις αποπληρωμές της Ελλάδας στο ΔΝΤ.
Βήμα 3: Ένα επενδυτικό πρόγραμμα για την επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας που θα χρηματοδοτηθεί από το Σχέδιο Γιούνκερ, την ΕΚΤ – με την οποία ήδη είμαστε σε συνομιλίες, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και άλλους εταίρους που θα προσκληθούν να συμμετάσχουν και σε συνδυασμό με το πρόγραμμα μας για τις ιδιωτικοποιήσεις και την ίδρυση μιας τράπεζας ανάπτυξης που θα στοχεύει στην ανάπτυξη, την αναμόρφωση και την χρηματοοικονομική ασφάλεια των δημοσίων αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων.
Αμφιβάλλει στα αλήθεια κανείς ότι η ανακοίνωση αυτών των τριών βημάτων θα άλλαζε δραματικά το κλίμα, θα ενέπνεε τους Έλληνες να εργαστούν σκληρά με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος, θα προσέλκυε επενδυτές σε μια χώρα όπου οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων έχουν μειωθεί τόσο πολύ, και θα έδινε εμπιστοσύνη στους Ευρωπαίους ότι η Ευρώπη μπορεί, έστω και την τελευταία στιγμή, να κάνει το σωστό;
Συνάδελφοι, σε αυτή την περίσταση, είναι επικίνδυνα εύκολο να σκέφτεται κανείς ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Ας μην γίνουμε θύματα μιας τέτοιας νοοτροπίας. Μπορούμε να σμιλέψουμε μια καλή συμφωνία.
Η κυβέρνησή μας είναι σε αναμονή, με ιδέες και την αποφασιστικότητα να καλλιεργήσει τα δύο είδη εμπιστοσύνης που χρειάζονται για να μπει τέλος στο Ελληνικό δράμα: την εμπιστοσύνη σας προς εμάς και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων μας στη δυνατότητα της Ευρώπης να χαράσσει πολιτικές που δουλεύουν για αυτούς, και όχι εναντίον τους.».