Να προχωρήσει “στην άρση των capital controls άμεσα και στην αλλαγή της φορολογικής πολιτικής χτες”, ζητά από την κυβέρνηση ο Σύνδεσμος Επιχειρηματιών Θεσσαλονίκης (ΣΕΘ), επισημαίνοντας σε σημερινή του ανακοίνωση πως “μόνο έτσι η Ελλάδα θα επιστρέψει στην κανονικότητα και θα βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον”.
Μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΘ τονίζει: “ένα χρόνο τώρα ο επιχειρηματικός κόσμος μετρά τις πληγές του και τα χιλιάδες λουκέτα, τις απολύσεις προσωπικού και την εκτόξευση των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και όχι μόνο. Ένα χρόνο μετά την επιβολή των capital controls, ο ΣΕΘ διαπιστώνει πως οι διαδικασίες χαλάρωσής τους προχωρούν με αργούς ρυθμούς παρά τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα”.
Ο ΣΕΘ αναφέρει ακόμη ότι δεν είναι μόνο τα περιορισμένα όρια στις αναλήψεις που αποτελούν “πονοκέφαλο” για την αγορά, αλλά “και το γεγονός ότι δεν έχουν αρθεί πλήρως οι περιορισμοί στις συναλλαγές των επιχειρήσεων με πελάτες και προμηθευτές του εξωτερικού”.
“Η γραφειοκρατία σε επίπεδο εγκρίσεων από την Ειδική Επιτροπή που έχει συσταθεί στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παραμένει, ενώ την ίδια ώρα η κυβέρνηση δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης για την επιστροφή των καταθέσεων που είχαν κάνει ‘φτερά’, αλλά και για την προσέλκυση νέων ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, που είναι απαραίτητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας” τονίζεται στην ανακοίνωση.
Στο μεταξύ, αναφορικά με τη φημολογούμενη αύξηση του εβδομαδιαίου ορίου αναλήψεων σε 500 ευρώ από τα 420 που είναι σήμερα, ο ΣΕΘ εκτιμά ότι “θα είναι απλώς ‘ασπιρίνη’ για μία αγορά που πεθαίνει”.
Όσο παραμένουν τα capital controls, σύμφωνα με τον ΣΕΘ, “θα παραμένει και η κακή εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό δυσχεραίνοντας και τις σχέσεις των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (εισαγωγικών ή εξαγωγικών) με τους εκτός Ελλάδος συνεργάτες τους (προμηθευτές ή πελάτες). Επιπρόσθετα, τα capital controls ανατροφοδοτούν την ύφεση με νέα λουκέτα και λειτουργούν ως ανασταλτικός παράγοντας για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας”.