Η Ελλάδα καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γερνούν με γοργούς ρυθμούς, με έναν πληθυσμό που φθίνει ραγδαία, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την απασχόληση, την παραγωγικότητα και φυσικά για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού συστήματος. Η κατά κυριολεξία, πλέον, Γηραιά Ήπειρος, έχει βυθιστεί σε ποσοστά γεννήσεων πολύ χαμηλότερα από τα απαιτούμενα για να διατηρηθεί ο πληθυσμός σταθερός. Σύμφωνα με μελέτη της Κομισιόν για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από το δημογραφικό, σε κάθε γυναίκα θα έπρεπε να αναλογούν τουλάχιστον 2,1 παιδιά, ωστόσο σχεδόν σε καμία περιοχή της Ευρώπης δεν υπάρχουν τέτοια ποσοστά, ενώ σε κάποιες το ποσοστό διαμορφώνεται κάτω από το 1,25. Τέτοιες περιοχές βρίσκει κανείς και στην Ελλάδα. Όπως προκύπτει από τον αποκαλυπτικό πίνακα της μελέτης, το 1960 το ποσοστό γονιμότητας ήταν 2,23 και ανέβηκε στο 2,4 μπαίνοντας στη δεκαετία του 1970. Με την είσοδο στην Ευρωζώνη, παρά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, το ποσοστό “βούτηξε” στο 1,25 και σήμερα διαμορφώνεται γύρω στο 1,35, δηλαδή χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο του 1,55.
Για να αντιληφθεί κανείς τι συνεπάγεται αυτό πρακτικά για την οικονομία, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων, όπου αποτυπώνεται η αναλογία των ανθρώπων άνω των 65 ετών σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό. Αυτήν τη στιγμή, σε 100 εργαζόμενους αναλογούν περίπου 40 ηλικιωμένοι και ήδη το σύστημα δοκιμάζεται. Το 2070 η αναλογία θα έχει διαμορφωθεί στο 100/65 και οι επιπτώσεις είναι προφανείς….