«Η όλη προσπάθεια που γίνεται από
την Κυβέρνηση σε σχέση με την επένδυση του Ελληνικού δεν στρέφεται εναντίον της
αλλά εντάσσεται στην έγκαιρη ολοκλήρωση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου, που οι
προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αφήσει για χρόνια σε εκκρεμότητα, προκειμένου να
προχωρήσει εντός των χρονοδιαγραμμάτων η έγκριση του ολοκληρωμένου σχεδίου
χωρικής ανάπτυξης της επένδυσης», επισημαίνει, με ανακοίνωσή του το υπουργείο
Πολιτισμού αναφερόμενο σε σειρά «καταστροφολογικών δημοσιευμάτων» τα οποία
υποστηρίζουν ότι ο υπουργός Πολιτισμού και η Κυβέρνηση δήθεν θέτουν εμπόδια για
την επένδυση στο Ελληνικό.
Σε αντίθεση με όσους
καταστροφολογούν ότι η πολιτιστική κληρονομιά «διώχνει τις επενδύσεις», πάγια θέση
του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι ότι η θεσμική και φυσική
προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας μπορούν και πρέπει
να συνυπάρξουν με τη σύγχρονη ζωή και την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας βιωσιμότητα
και αειφορία, τονίζεται στην ανακοίνωση.
«Μάλιστα, στις περιοχές που
πρόκειται να καλύψουν χωρικά σχέδια, όπως το σχέδιο χωρικής ανάπτυξης που
προβλέπεται για την επένδυση του Ελληνικού, σύμφωνα με τη νομοθεσία προηγείται
η κήρυξη αρχαιολογικών χώρων, εφόσον υπάρχουν ανάλογα αρχαιολογικά δεδομένα,
όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση», επισημαίνεται.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του υπουργείου
Πολιτισμού, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, έχει ως εξής:
«Σε σειρά καταστροφολογικών
δημοσιευμάτων αναφέρεται ότι ο Υπουργός Πολιτισμού και η Κυβέρνηση δήθεν θέτουν
εμπόδια για την επένδυση στο Ελληνικό.
Αφορμή υπήρξαν έγγραφα των υπηρεσιών
του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού με τα οποία γνωστοποιούνται προτάσεις
αφ’ ενός για την κήρυξη – οριοθέτηση ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή
των Δήμων Αλίμου και Ελληνικού – Αργυρούπολης και αφ’ ετέρου για τον
χαρακτηρισμό κτηρίων ως νεότερων μνημείων στην περιοχή της επένδυσης του
Ελληνικού.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας,
το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού επισημαίνει τα ακόλουθα.
Για την πρόταση κήρυξης – οριοθέτησης αρχαιολογικού χώρου
Η πρόταση κήρυξης – οριοθέτησης
αρχαιολογικού χώρου αφορά σε μία ευρύτερη περιοχή στους Δήμους Αλίμου και Ελληνικού
– Αργυρούπολης, περιλαμβάνοντας τμήμα της επένδυσης στο Ελληνικό και όχι
ολόκληρη την επένδυση, όπως ανακριβώς αναφέρεται στα δημοσιεύματα. Στο σύνολο
της περιοχής αυτής έχουν ανασκαφεί στο παρελθόν και υπάρχουν ορατές
αρχαιότητες, που ανήκουν στους αρχαίους Δήμους Αλιμούντος και Ευωνύμου.
Η πρόταση περιλαμβάνει εκτάσεις των
συνεκτικών πολεοδομικών ιστών των σύγχρονων δήμων Αλίμου και Ελληνικού -
Αργυρούπολης και εκτείνεται σε τμήμα της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του
Ελληνικού. Κριτήριο για τον καθορισμό ορίων είναι η αρχαιολογική έρευνα πεδίου
και οι αρχαιότητες που έχουν εντοπιστεί.
Όπως έχει επανειλημμένα εξηγηθεί και
στην περίπτωση Αφάντου, όπου η στάση του Υπουργείου Πολιτισμού δικαιώθηκε
απόλυτα και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η κήρυξη – οριοθέτηση
αρχαιολογικού χώρου δεν δεσμεύει την περιοχή ούτε μεταβάλλει επί τα χείρω τους
συνήθεις όρους που ισχύουν γενικότερα από την πλευρά του αρχαιολογικού νόμου
για δημόσια και ιδιωτικά έργα σε ολόκληρη τη χώρα.
Η μόνη υποχρέωση που προκύπτει από την
κήρυξη είναι ότι τα έργα που εκτελούνται στην περιοχή που οριοθετείται, πρέπει
να εγκρίνονται από το Υπουργείο Πολιτισμού, μετά από γνώμη του αρμόδιου
Συμβουλίου, και να παρακολουθούνται από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Πρόκειται για συνήθεις όρους που
ούτως ή άλλως τίθενται σε περιοχές όπου έχουν εντοπιστεί ή είναι ορατές
αρχαιότητες, όπως στη συγκεκριμένη.
Οι συγκεκριμένοι όροι ήδη έχουν
τεθεί σε έργα που έχουν εκτελεστεί στην προς κήρυξη περιοχή,
συμπεριλαμβανομένης της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, στην οποία
κατά την υλοποίηση τεχνικών έργων μετά την μετεγκατάσταση του αεροδρομίου
εντοπίστηκαν αρχαία (π.χ. αμαξοστάσιο ΤΡΑΜ).
Μάλιστα, στις περιοχές που πρόκειται
να καλύψουν χωρικά σχέδια, όπως το σχέδιο χωρικής ανάπτυξης που προβλέπεται για
την επένδυση του Ελληνικού, σύμφωνα με τη νομοθεσία προηγείται η κήρυξη
αρχαιολογικών χώρων, εφόσον υπάρχουν ανάλογα αρχαιολογικά δεδομένα, όπως στη
συγκεκριμένη περίπτωση.
Συνεπώς, η κήρυξη – οριοθέτηση
αρχαιολογικού χώρου δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα στην εξέλιξη της επένδυσης του
Ελληνικού ούτε στρέφεται ενάντιά της. Απλά επισημαίνει και γνωστοποιεί με
θεσμικό τρόπο ότι στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπιστεί και υπάρχουν ορατές
αρχαιότητες, συνεπώς θα πρέπει να τηρούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες του
αρχαιολογικού νόμου, που ισχύουν σε όλα τα μεγάλα και μικρά έργα σε ανάλογες
περιπτώσεις.
Για την πρόταση χαρακτηρισμού νεότερων μνημείων
Όσον αφορά στα νεότερα μνημεία, ήδη
στο παρελθόν έχουν γίνει χαρακτηρισμοί τεσσάρων κτηρίων στην περιοχή του
Ελληνικού, συγκεκριμένα ο σταθμός του ανατολικού αεροδρομίου του αρχιτέκτονα
Σάαρινεν και τρία υπόστεγα.
Πιο πρόσφατα, το εργαστήριο αστικού
περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κατέθεσε στο Υπουργείο
Πολιτισμού έκθεση – αίτηση, στην οποία τεκμηριώνεται η μεγάλη ιστορική,
αρχιτεκτονική και τεχνική αξία κτιρίων, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού, που
διατηρούνται στους χώρους του πρώην αεροδρομίου, τα οποία το ΕΜΠ ζήτησε να
χαρακτηριστούν ως μνημεία, πρόταση που έχει υιοθετηθεί και από το Διεθνές
Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS).
Την πρόταση αυτή οι Υπηρεσίες του
Υπουργείου Πολιτισμού οφείλουν να επεξεργαστούν και να αντιμετωπίσουν, σύμφωνα
με τις διαδικασίες που προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος και οι οποίες
ακολουθήθηκαν.
Στα δημοσιεύματα γίνεται αναφορά σε
σειρά κτηρίων, με βάση προκαταρκτική πρόταση της περιφερειακής υπηρεσίας
νεότερων μνημείων του Υπουργείου που ασκεί τον επιτόπιο έλεγχο στην περιοχή
προς την αρμόδια διεύθυνση της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου.
Αποκρύπτεται, όμως, από τα
δημοσιεύματα ότι η εν λόγω διεύθυνση σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον νόμο
διαδικασία έχει ήδη αποστείλει την τελική εισήγησή της προς τους
ενδιαφερόμενους φορείς για χαρακτηρισμό ή μη μόνο των εξής κτηρίων:
(α) του κελύφους του αρχικού κτηρίου
του δυτικού αεροσταθμού (αίθουσα αφίξεων – αναχωρήσεων εξωτερικού), (β) του
παλαιού πύργου ελέγχου του αεροσταθμού, (γ) του αγγλικού υπόστεγου (Παγόδα) και
(δ) του αρχικού πυρήνα του συγκροτήματος του πρώην αμερικανικού κολλεγίου
Αθηνών (νυν κτήρια ΥΠΑ).
Οι προτάσεις για την κήρυξη -
αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου στους Δήμους Αλίμου και Ελληνικού -
Αργυρούπολης και για τον χαρακτηρισμό νεότερων μνημείων στην περιοχή της
επένδυσης του Ελληνικού έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας από τις
υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σε σειρά συσκέψεων και αυτοψιών.
Στο πλαίσιο των διαδικασιών που
οφείλουν να ακολουθούνται, ήταν και η ευρύτερη κοινοποίηση των προτάσεων στους
εμπλεκόμενους φορείς, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος, για
λόγους διαφάνειας και χρηστής διοίκησης.
Παράλληλα, το Υπουργείο Πολιτισμού
και Αθλητισμού βρίσκεται σε στενή συνεργασία και συντονισμό με τους υπόλοιπους
φορείς της κυβέρνησης, συμμετέχοντας εποικοδομητικά σε συσκέψεις και
ανταλλάσσοντας εγκαίρως ενημέρωση και στοιχεία, όπως μπορεί πολύ εύκολα να
διασταυρωθεί. Συνεπώς, δεν έχει υπάρξει κανένας αιφνιδιασμός ούτε βέβαια
υπάρχει πρόθεση να προκληθούν προβλήματα στην επένδυση.
Στο επόμενο διάστημα επίκειται η
εξέταση των προτάσεων στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό
Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων. Αυτό έχει προγραμματιστεί να γίνει εγκαίρως, χωρίς
να υπάρξει καμία καθυστέρηση στην εξέλιξη της επένδυσης. Κατά τη συζήτηση των
θεμάτων, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς θα έχουν βήμα να εκθέσουν τις απόψεις και
την επιχειρηματολογία τους, που θα ληφθούν υπ’ όψιν στις γνωμοδοτήσεις των
συμβουλίων.
Η όλη προσπάθεια που γίνεται από την
Κυβέρνηση σε σχέση με την επένδυση του Ελληνικού δεν στρέφεται εναντίον της
αλλά εντάσσεται στην έγκαιρη ολοκλήρωση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου, που οι
προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αφήσει για χρόνια σε εκκρεμότητα, προκειμένου να
προχωρήσει εντός των χρονοδιαγραμμάτων η έγκριση του ολοκληρωμένου σχεδίου
χωρικής ανάπτυξης της επένδυσης.
Σε αντίθεση με όσους
καταστροφολογούν ότι η πολιτιστική κληρονομιά «διώχνει τις επενδύσεις», πάγια
θέση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι ότι η θεσμική και φυσική
προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας μπορούν και πρέπει
να συνυπάρξουν με τη σύγχρονη ζωή και την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας βιωσιμότητα
και αειφορία.
Ο θόρυβος που έχει προκληθεί από τα
δημοσιεύματα γύρω από το Ελληνικό οφείλεται σε κύκλους που, θολώνοντας τα
γεγονότα, επιδιώκουν να προκαλέσουν προβλήματα στην Κυβέρνηση. Οι εξελίξεις για
μία ακόμα φορά θα τους διαψεύσουν.
Και η πολιτιστική κληρονομιά θα
προστατευτεί και θα αναδειχτεί και η επένδυση στο Ελληνικό θα προχωρήσει
απρόσκοπτα, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει ο πολιτισμός
και εν τέλει κερδίζοντας προστιθέμενη αξία».