Αντισυνταγματικές οι συνεχείς παρατάσεις των φορολογικών ελέγχων

Με κατάρρευση απειλούνται οι συνεχείς παρατάσεις που δίνει κάθε χρόνο η πολιτεία στην παραγραφή φορολογικών ελέγχων και κυρώσεων και μαζί τους κινδυνεύουν να βρεθούν «στον αέρα» πολλές ελεγκτικές πράξεις και πρόστιμα που επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές.


Οι αλλεπάλληλες αυτές παρατάσεις, που χρησιμοποιούν ως δικαιολογία τις ελεγκτικές δυσχέρειες λόγω έλλειψης προσωπικού, υποδομών κλπ., κρίνονται αντισυνταγματικές και παραπέμπεται για οριστική επίλυση στην Ολομέλεια ΣτΕ η αντισυνταγματικότητα τεσσάρων σχετικών νόμων (3513/05, 3697/08, 3790/09, 3824/10).

Ουσιαστικά το ΣτΕ δέχεται ότι δεν μπορεί να επικρέμαται επ’ άπειρον η «δαμόκλειος σπάθη» φορολογικών ελέγχων και κυρώσεων, με διαρκείς ανανεώσεις του χρόνου της παραγραφής, καθώς έτσι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου. Αν η Ολομέλεια υιοθετήσει (όπως αναμένεται) την άποψη του τμήματος και του Δ. Εφετείου (περί ακυρότητας φόρων και προστίμων 11 εκατ. ευρώ σε εταιρεία πετρελαιοειδών) θα ανοίξει ο δρόμος για ακύρωση πολλών φορολογικών κυρώσεων από ελέγχους που «σέρνονται» επί χρόνια στηριζόμενοι σε νομοθετικές παρατάσεις που δίνει διαρκώς η πολιτεία στην 5ετή έως 10ετή παραγραφή.

Το ΣτΕ (675-6/17) επισημαίνει ότι τελικός σκοπός των ελέγχων δεν είναι η τιμωρία όσων παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους ούτε απλώς η βεβαίωση φόρων και προστίμων, αλλά η είσπραξή τους προς κάλυψη των δαπανών λειτουργίας του κράτους.

Στην πράξη επιτρέπεται σε πολλούς φορολογουμένους να αμφισβητήσουν το «ετεροχρονισμένο» φορολογικό «κυνήγι», που δέχονται για παλιότερα οικονομικά έτη, επειδή οι αρμόδιες Εφορίες επικαλούνται ότι πληροφορήθηκαν πολύ αργότερα την ύπαρξη αγνώστων σε εκείνες περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου, που καθιστούν επιβεβλημένο τον επανέλεγχο, όπως γίνεται τελευταία, με στοιχεία από λίστες καταθέσεων στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με το ΣτΕ:

• Δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω επ’ αόριστο η κατάσταση του φορολογουμένου και για τον καταλογισμό παραβάσεων και επιβολή κυρώσεων (πρόστιμα κλπ.) πρέπει να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής ορισμένη εξ αρχής κι επαρκώς προβλέψιμη η οποία μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να παραταθεί.

• Η παραγραφή πρέπει να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ώστε να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο των φορολογουμένων, χωρίς όμως και να ενθαρρύνει την απραξία των φορολογικών αρχών.

• Ο χρόνος παραγραφής πρέπει να μην αφήνει τους φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου, που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη και της οικονομίας.

• Δεν πρέπει επίσης να τους αφήνει έκθετους στον κίνδυνο να μην μπορούν πλέον να αμυνθούν κατάλληλα απέναντι στον σχετικό έλεγχο, λόγω παρέλευσης μακρού χρονικού διαστήματος από το γεγονός που γέννησε τη φορολογική υποχρέωση και την απόκτηση του περιουσιακού οφέλους, που διέφυγε τη φορολόγηση (σ.σ.: συχνά οι τράπεζες αδυνατούν να παράσχουν στοιχεία παλιότερα για τέτοιους ελέγχους και ο φορολογούμενος αδυνατεί να θυμάται ή να συγκρατεί στοιχεία όλων των συναλλαγών), ενώ δεν πρέπει να αφήνει και το Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο να μην μπορεί να εισπράξει τυχόν βεβαιούμενα ποσά προστίμων.

Πηγή: Έθνος



Exit mobile version