Τo δίλημμα που θα αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη σημερινή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της αφορά στο πώς θα αντιμετωπίσει την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, η οποία απειλεί να μειώσει τον πληθωρισμό και να θέσει σε κίνδυνο τη δουλειά που έχει γίνει επί χρόνια με την χωρίς προηγούμενο νομισματική στήριξη.
Η οικονομία της Ευρωζώνης είναι ισχυρή αλλά η ενίσχυση του ευρώ – σε υψηλό επίπεδο τριετίας έναντι του δολαρίου – αναμένεται να οδηγήσει τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι να αποθαρρύνει κάθε σκέψη ότι η τράπεζα κινείται γρήγορα προς μία αύξηση των επιτοκίων της.
Ο Ντράγκι αναμένεται να διατηρήσει επί του παρόντος το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ύψους 2 τρισ. ευρώ, αναγνωρίζοντας παράλληλα την απρόσμενα υψηλή ανάπτυξη στην Ευρώπη. Αυτό θα είναι, όμως, μία λεπτή πράξη ισορροπίας: η ανατίμηση κατά 5% του ευρώ από τον Δεκέμβριο κρατά χαμηλά τον πληθωρισμό, ενώ η ΕΚΤ θέλει αυτός να αυξηθεί, ακόμη και αν η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και ο αναμενόμενος τερματισμός αγορών ομολόγων αργότερα φέτος δικαιολογούν κάποια ενίσχυση του νομίσματος.
Οικονομολόγοι ανέφεραν ότι, θέλοντας να κρατήσει όλες τις επιλογές στο τραπέζι, ο Ντράγκι θα επιχειρήσει πιθανόν με τις δηλώσεις του να ανακόψει την περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ, αφήνοντας τις αγορές σε μία κατάσταση αναμονής έως ότου οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα είναι έτοιμοι να ανακοινώσουν το σχέδιό τους για τη σταδιακή κατάργηση της νομισματικής στήριξης. Έχοντας αγοράσει ομόλογα αξίας άνω των 2 τρισ. ευρώ την περασμένη τριετία, η ΕΚΤ συμπίεσε το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη για να αρχίσει και πάλι η ανάπτυξη και να αυξηθούν οι τιμές. Οι αγορές αναμένουν τώρα αυτές οι συχνά επίμαχες αγορές ομολόγων να σταματήσουν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Ωστόσο, οι προβλέψεις για αυστηρότερη πολιτική της ΕΚΤ ασκούν πίεση στο ευρώ και αυξάνουν τα στοιχήματα της αγοράς για μία αύξηση των επιτοκίων της ακόμη και τον Δεκέμβριο, μία κίνηση που θεωρείται πρόωρη ακόμη και από τους αξιωματούχους της κεντρικής τράπεζας που είναι υπέρ μίας σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Επίσης, ο πληθωρισμός απέχει ακόμη χρόνια από το να φθάσει στον στόχο της ΕΚΤ, που είναι το 2%, και επομένως ο Ντράγκι δύσκολα μπορεί να ανεχθεί μεγάλες κινήσεις στην ισοτιμία του ευρώ.
Οι φόβοι για μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες φαίνονται δικαιολογημένοι μετά τη χθεσινή δήλωση του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Στήβεν Μνούτσιν υπέρ ενός αδύναμου δολαρίου. Αν και τα κέρδη του ευρώ έως τώρα είχαν περιορισμένη μόνο επίδραση στον πληθωρισμό, η ανησυχία είναι ότι οι πιο αδύναμες οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης θα επηρεασθούν περισσότερο από αυτά, κάτι που αποτελεί κίνδυνο για τη διαδικασία της οικονομικής σύγκλισης που ξανάρχισε μόλις πρόσφατα.
Στο πλαίσιο αυτής της στάσης αναμονής, ο Ντράγκι είναι επίσης πιθανόν να αφήσει αμετάβλητη την καθοδήγηση για τη μελλοντική πολιτική της τράπεζας, διατηρώντας τη δέσμευση για τη συνέχιση των αγορών ομολόγων μέχρι να υπάρξει μία βιώσιμη αύξηση του πληθωρισμού. Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ υποστήριξαν στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου ότι η καθοδήγηση θα πρέπει να αναθεωρηθεί στις «αρχές» του 2018, αίροντας από το κείμενό της την αποκλειστική εστίαση στις αγορές ομολόγων και τονίζοντας τον ρόλο των επιτοκίων σε μία χαλαρή νομισματική πολιτική. Ακόμη, όμως, και αν ο Ντράγκι είναι φυσιολογικά προσεκτικός, θα είναι απίθανο να αποτρέψει τις προσδοκίες της αγοράς για τερματισμό των αγορών ομολόγων μετά τη λήξη τον Σεπτέμβριο του προγράμματος, που έχει παραταθεί ήδη αρκετές φορές.
Πηγή Πληροφοριών: ΑΠΕ