Ο άναρχος σχεδιασμός του ΕΣΥ, ομοιάζοντας με “γίγαντα” που καταναλώνει πόρους χωρίς να αποδίδει τα μέγιστα σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, είναι η αιτία που η κυβέρνηση προλογίζει τη “ριζική αναδιάρθρωση” του υγειονομικού χάρτη. Στόχος, όπως αναφέρει η εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, είναι με τη μεταρρύθμιση που δρομολογείται να αναπτυχθεί ένα ισχυρό και ευέλικτο σύμπλεγμα υπηρεσιών που θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών, με το βλέμμα στις σύγχρονες ανάγκες της μεταπανδημικής εποχής. Τις στρεβλώσεις του παρχωημένου (πλέον) συστήματος έχουν ξεκινήσει να αποτυπώνουν στην αναλυτική έκθεση – που θα αποτελέσει το θεμέλιο των παρεμβάσεων, οι οποίες συνοψίζονται σε συγχωνεύσεις νοσοκομείων και κλινικών αλλά και σε κατάργηση ή μετατροπή ρόλου συγκεκριμένων υγειονομικών μονάδων- τα μέλη ειδικής επιτροπής που έχει συσταθεί υπό την ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υπογραμμίσει ότι η πανδημία ανέδειξε ένα ΕΣΥ “δύο ταχυτήτων” προσθέτοντας με νόημα ότι δεν γίνεται να έχουμε τρία νοσοκομεία μέσα σε ακτίνα 20-30 χιλιομέτρων”.
Τα παραδείγματα είναι πολλά: Το Λασίθι αποτελεί μια “ιδιάζουσα” περίπτωση όπου λειτουργούν τέσσερις δομές δευτεροβάθμιας φροντίδας, όμως, παρά τις δυσκολίες του οδικού άξονα ο κατακερματισμός αυτός υπερβαίνει τις ανάγκες των περίπου 75.000 κατοίκων. Αντίστοιχο μοντέλο σύμφωνα με “ΤΑ ΝΕΑ”, εφαρμόζεται στον νομό Βοιωτίας όπου σε απόσταση λιγότερη των 50 χλμ. βρίσκονται τα νοσηλευτικά ιδρύματα Λιβαδειάς και Θήβας, αλλά και στον νομό Αργολίδας όπου οι δομές του Άργους και του Ναυπλίου απέχουν μόλις 15 χλμ. Το νοσοκομείο της Κέρκυρας επίσης, που αποτελεί ένα “διαμάντι” για το ΕΣΥ σε ό,τι αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις του και τον τεχνολογικό εξοπλισμό του είναι μονίμως υποστελεχωμένο, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να απευθύνονται σε νοσοκομεία της Αττικής ή των Ιωαννίνων. Οι δρομολογούμενες συγχωνεύσεις και καταργήσεις εντούτοις δεν αφορούν μόνο σε νοσοκομειακές δομές αλλά και εργαστήρια και εξοπλισμό σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού των διαθέσιμων δυνάμεων με στόχο τη δημιουργία ενός ευέλικτου και αποδοτικού συστήματος. Συνεπώς στο μικροσκόπιο βρίσκονται και τα νοσοκομεία της Αττικής. Ανάμεσα στις χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατασπατάλησης έμψυχων και άψυχων πόρων- όπως αναφέρουν στα “ΝΕΑ” πηγές για εκείνα που δρομολογούνται- είναι και η πληθώρα νευροχειρουργικών κλινικών στην επικράτεια: συνολικά είναι 23 όταν σύμφωνα με τους πληθυσμιακούς δείκτες αρκούν μόλις 13 (σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα). Επιπρόσθετα, υπάρχει κι άλλη μια στρέβλωση: η πληρότητα αρκετών περιφερειακών νοσοκομείων δεν ξεπερνά το 50% με αποτέλεσμα να μην είναι βιώσιμα, την ώρα που η χώρα πάσχει από δομές μετανοσοκομειακής φροντίδας (όπως κέντρα αποκατάστασης, οι μονάδες χρονίως πασχόντων κ.α.). Αντιστρόφως ανάλογα, μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα καταγράφουν πληρότητες άνω του 90% με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ράντζα όταν το αντίστοιχο ποσοστό δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 70% ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν έκτακτες, αυξημένες ανάγκες.