Την αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεών τους για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ στην Ελλάδα προανήγγειλαν χθες οι Βρυξέλλες. Εν όψει της δημοσίευσης τον Μάιο των εαρινών προβλέψεων για τις οικονομίες των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η εκπρόσωπος Τύπου της Κομισιόν, αρμόδια για θέματα οικονομίας, Ανίκα Μπράιτχαρτ ανέφερε ότι «τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ηπιότερη ανάπτυξη σε σχέση με τις τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής τον Φεβρουάριο, δεδομένης της αβεβαιότητας που υπήρχε μέχρι πρόσφατα, γύρω από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Η ίδια μάλιστα έσπευσε να προσθέσει ότι «η εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας υπογραμμίζει την ανάγκη για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό».
Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν, βάσει των χειμερινών της προβλέψεων, ανέμενε αύξηση του ΑΕΠ 2,7%. Η υποβάθμιση των εκτιμήσεων για το ΑΕΠ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «κεραυνό εν αιθρία».
Σειρά στοιχείων για την εξέλιξη κρίσιμων μεγεθών της ελληνικής οικονομίας από τις αρχές του τρέχοντος έτους προϊδεάζουν για χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους αρχικά προβλεπόμενους.
Ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανεμπόριο υποχώρησε κατά 0,1% τον Ιανουάριο σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, ενώ σε τρέχουσες τιμές καταγράφεται αύξηση του τζίρου, η οποία όμως είναι αποτέλεσμα των ανατιμήσεων σε σειρά προϊόντων, όπως τα καύσιμα. Βάσει στοιχείων, άλλωστε, των εταιρειών ερευνών αγοράς, οι πωλήσεις στα σούπερ μάρκετ υποχωρούν από τις αρχές του έτους (κατά 10% τον Ιανουάριο, αύξηση κατά 2,9% τον Φεβρουάριο και μείωση εκ νέου κατά 15% στις αρχές Μαρτίου).
Η οικοδομική δραστηριότητα στο δωδεκάμηνο Φεβρουαρίου 2016 – Ιανουαρίου 2017 υποχώρησε κατά 29,3% σε όγκο, οι εξαγωγές, μη συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, μειώθηκαν επίσης κατά 1,1% τον Φεβρουάριο σε σχέση με ένα χρόνο πριν, ενώ το ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε τον Ιανουάριο σε υψηλά επίπεδα, στο 23,5% (όσο και τον Δεκέμβριο του 2016). Εξάλλου, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στη μεταποίηση υποχώρησε τον Μάρτιο στις 46,7 μονάδες ως αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης νέων παραγγελιών.
Χθες ήταν η σειρά της GfK να επιβεβαιώσει το δυσμενές καταναλωτικό κλίμα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη γερμανική εταιρεία, ο δείκτης εισοδηματικών προσδοκιών των Ελλήνων καταναλωτών υποχώρησε στο τέλος του πρώτου τριμήνου στις -52,3 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2012 (το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει περισσότερες αρνητικές απαντήσεις από θετικές). Σε σχέση δε με τον Μάρτιο του 2016, παρατηρείται υποχώρηση του δείκτη κατά επτά μονάδες, ενώ σε σχέση με το τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2016 παρατηρείται διαφορά 12 μονάδων.
Μείωση άνω των επτά μονάδων σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016 παρατηρείται και στον δείκτη πρόθεσης για την πραγματοποίηση αγορών, πέραν αυτών που καλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες. Ο εν λόγω δείκτης διαμορφώθηκε στις -44,6 μονάδες, κάτι που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του λιανεμπορίου.
Συνολικά ο δείκτης προσδοκιών οικονομικής ανάπτυξης διαμορφώθηκε τον Μάρτιο του 2017 στις -51 μονάδες, περίπου στα ίδια επίπεδα με τον Μάρτιο του 2016 (-50,6 μονάδες). Το χειρότερο, ίσως, είναι ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών στο τέλος του προηγούμενου έτους είχαν ανακάμψει (διαμορφώθηκαν στις -34 μονάδες) για να καταρρεύσουν εκ νέου με την έλευση του 2017.
Πηγή: Καθημερινή