Aφορολόγητος τζίρος άνω των 3 δισ. ευρώ από τις ηλεκτρονικές μισθώσεις κατοικιών

Απώλεια φορολογικών εσόδων εκατοντάδων εκατομμυρίων, αθέμιτο ανταγωνισμό στα ξενοδοχεία και δημιουργία «γκρίζας», αν όχι «μαύρης», αγοράς στα ενοικιαζόμενα δωμάτια συντηρεί, ή ακόμα και προκαλεί, το φαινόμενο των βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων διαμερισμάτων σε τουρίστες μέσω Internet.

Θρυαλλίδα των εξελίξεων αποτελεί η ραγδαία αύξηση των μισθώσεων μέσω sites και ειδικά της Airbnb, αλλά και η ανεπαρκής και πρακτικά ανεφάρμοστη απόπειρα της κυβέρνησης να βάλει τάξη.

Ετσι στη χώρα υπάρχει πια ο επίσημος ξενοδοχειακός κλάδος, του οποίου η φορολόγηση διαρκώς κλιμακώνεται, μέσω της αύξησης των συντελεστών ΦΠΑ, του επερχόμενου τέλους διανυκτέρευσης, αλλά και των γενικότερων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις, και ο «γκρίζος» κλάδος της «οικονομίας του διαμοιρασμού» που, προς το παρόν, φοροδιαφεύγει.

Υπολογίζεται ότι για κάθε 100 κρεβάτια ξενοδοχείων που διατίθενται στην Αθήνα υπάρχουν άλλα 70 που προσφέρονται μέσω της «γκρίζας» αγοράς του Διαδικτύου.

Ανάλογα μεγέθη διαμορφώνονται και στην υπόλοιπη χώρα. Αλλά τα κρεβάτια της «γκρίζας» αγοράς παραμένουν εκτός στοιχειώδους εποπτείας και, εν πολλοίς, εκτός φορολογικής βάσης. Η Grant Thornton υπολόγισε προ ενάμισι έτους πως το μέγεθος της αγοράς αυτής στην Ελλάδα προσεγγίζει το 1,5 δισ. ευρώ, αλλά με δεδομένη την ραγδαία ανάπτυξη που έχει σημειωθεί (το Κουκάκι αναδείχθηκε η 6η πιο αναπτυσσόμενη περιοχή της Airbnb παγκοσμίως) τα μεγέθη αυτά εκτιμάται από την αγορά πως τείνουν να υπερδιπλασιαστούν, ξεπερνώντας τα 3 δισ. ευρώ.

Αυτό μεταφράζεται σε απώλεια εσόδων για το Δημόσιο περί τα 195 εκατ. ευρώ για το πρώτο 1,5 δισ. τζίρου, σύμφωνα με τη μελέτη της Grant Thornton, και 400 εκατ., εφόσον πράγματι έχει σημειωθεί τέτοια καλπάζουσα ανάπτυξη. Ανεπίσημες εκτιμήσεις μιλούν πάντως για έως και 100.000 ακίνητα που προσφέρονται πλέον για βραχυπρόθεσμες μισθώσεις στην «γκρίζα» αγορά του Διαδικτύου έναντι 50.000 το 2015.

Η διάταξη

Η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το ζήτημα θέσπισε τον Δεκέμβριο μια διάταξη που με απλά λόγια ζητάει από όσους νοικιάζουν διαμερίσματα ή δωμάτια, πρώτον, να αναρτούν ταμπέλα στην είσοδο ώστε να είναι διακριτή η δραστηριότητα, δεύτερον, να εγγραφούν σε ηλεκτρονική βάση-μητρώο και, τρίτον, να πληρώνουν φόρο αστικών μισθώσεων 15%. Ομως η ηλεκτρονική πλατφόρμα δεν έχει φτιαχτεί αφού δεν έχει υπογραφεί η αντίστοιχη ΚΥΑ για τη δημιουργία του «μητρώου καταγραφής». Η ταμπέλα δεν μπορεί να μπει στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Η δε πρόβλεψη για φόρο 15% στέλνει και τα παραδοσιακά ενοικιαζόμενα δωμάτια προς αυτό το «γκρίζο» πλαίσιο. Δίνεται δε κίνητρο φοροδιαφυγής, να δηλωθούν δηλαδή εισοδήματα όχι μεγαλύτερα από το επίπεδο των 10.000 ευρώ ώστε να παραμείνουν στον χαμηλό συντελεστή.

Ομως η αγορά αυτή όχι μόνον στερεί έσοδα από τον ξενοδοχειακό κλάδο αλλά και από το Δημόσιο, ενώ συνιστά κατά την Grant Thornton, και όχι μόνον, κλασική περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού. Την ίδια ώρα ο ξενοδοχειακός κλάδος πληρώνει αδρά το Δημόσιο: το προϊόν φιλοξενίας επιβαρύνθηκε εσχάτως όχι μόνο από την αύξηση του ΦΠΑ διαμονής και εστίασης αλλά και από την αύξηση στον ΦΠΑ μεταφορών, την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ σε νησιά του Αιγαίου, την αύξηση στις τιμές καταναλωτικών αγαθών και την αύξηση τώρα των ασφαλιστικών εισφορών και, του χρόνου, την επιβολή τέλους διανυκτέρευσης. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν της συντεταγμένης ξενοδοχειακής αγοράς είναι πλέον κατά πολύ ακριβότερο σε σχέση με όλους τους ανταγωνιστές του.

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Ανδρέας Ανδρεάδης, αφού σημειώνει πως «κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια σε ένα φαινόμενο που έχει πάρει αλματώδεις διαστάσεις διεθνώς», τονίζει ότι «από την άλλη μεριά όμως, η συγκεκριμένη αγορά δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα. Ο νόμος δεν διασφαλίζει ένα πλαίσιο ισονομίας και φορολογικής συμμετρίας σε σχέση με τα υπόλοιπα τουριστικά καταλύματα. Δεν μπορούμε συνεχώς να σφίγγουμε τη θηλιά στη ρυθμισμένη αγορά προσφοράς τουριστικών καταλυμάτων με φόρους και ταυτόχρονα, σύμφωνα με μελέτη του Ξενοδοχειακού Επιμελητήριου Ελλάδος, το κράτος να χάνει περίπου 300 εκατ. ευρώ φορολογικά έσοδα κατ’ έτος».

Πηγή: Καθημερινή


Exit mobile version