Κοινή επιστολή απέστειλαν η ΕΔΟΑΟ, ΚΕΟΣΟΕ και ο ΣΕΟ στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Τρ. Αλεξιάδη, με αφορμή σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Γενική Δ/νση Τελωνείων και ΕΦΚ την Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2015.
Στην επιστολή, εκτός του πολιτικού ζητήματος που δημιουργεί η επιβολή του ΕΦΚ στο κρασί, αναλύονται οι ιδιαιτερότητες και η αοριστία, που έχουν τα στοιχεία του αμπελοοινικού κλάδου στην Ελλάδα, το προϊόν, καθώς και οι διαδικασίες που απαιτούνται για τη σύσταση της φορολογικής αποθήκης, διαδικασίες χρονοβόρες με σημαντικό κόστος για τα οινοποιεία και τη Δημόσια Διοίκηση, με αποτέλεσμα η έναρξη ισχύος εφαρμογής της επιβολής του ΕΦΚ να είναι αδύνατη από 1/1/2016. Να σημειωθεί ότι ο κλάδος αποφάσισε να συγκαλέσει ανοιχτή έκτακτη Γενική Συνέλευση την Τετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2015.
Ακολουθεί η επιστολή:
Μετά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία σας με την παρουσία των υπηρεσιών σας, του Γενικού Χημείου του Κράτους, του τμήματος Οίνου του ΥΠΑΑΤ, της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου (ΕΔΟΑΟ), της Κεντρικής Συνεταριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ) και του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), με θέμα την ανταλλαγή απόψεων για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης για επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στον Οίνο από 1 Ιανουαρίου 2016, θέτουμε υπ’ όψιν σας τα παρακάτω:
Κατ’ αρχάς οι φορείς του αμπελοοινικού τομέα της χώρας θεωρούν ότι η επιβολή ΕΦΚ στο κρασί, θα επιφέρει ισχυρό πλήγμα τόσο στις εκατοντάδες χιλιάδες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις, όσο και στις επιχειρήσεις οίνου συνεταριστικές και ιδιωτικές που τα τελευταία χρόνια κινούνται σε οριακά επίπεδα βιωσιμότητας και γι αυτό το λόγο θεωρούμε επιτακτική την απόσυρση της σχετικής διάταξης. Αποτέλεσμα των επιπτώσεων αυτών θα είναι κυρίως η εγκατάλειψη της αμπελοκαλλιέργειας, η οποία, για αρκετά χρόνια τώρα, εμφανίζει έντονους ρυθμούς μείωσης.
Σε επίπεδο κατανάλωσης, η επιβολή ΕΦΚ στο κρασί θα πλήξει κυρίως τα χαμηλής τιμής κατηγορίας προϊόντα, τα οποία προορίζονται για λαϊκή κατανάλωση που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής οινοπαραγωγής, αφού η κατανάλωση τα τελευταία χρόνια έχει μετατοπισθεί στα φθηνά κρασιά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Παρά την ομόφωνη από την πλευρά των φορέων του αμπελοοινικού τομέα αντίθεση για την επιβολή του ΕΦΚ στο κρασί, ανταποκριθήκαμε στην πρόσκλησή σας προκειμένου να διερευνήσουμε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του μέτρου, την αποτελεσματικότητα του οποίου αμφισβητούμε έντονα αφού:
– Ο δηλούμενος όγκος της ελληνικής οινοπαραγωγής είναι αμφισβητούμενος και ένα μεγάλο μέρος του, που αφορά την χωρική οινοποίηση, είναι δύσκολο να εντοπισθεί αφού για την πρακτική αυτή δεν υποβάλλονται δηλώσεις. Αλλά και απλά αν υπολογισθεί το δικαίωμα της αυτοκατανάλωσης, που καλύπτεται από το νόμο, για τις εκατοντάδες χιλιάδες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις και αφαιρεθεί η ποσότητα αυτή από την επίσημα δηλούμενη, αφού, κατ’εκτίμηση, έχει περιληφθεί, προκύπτει ξεκάθαρα ο πολύ μεγάλος περιορισμός της φορολογητέας ύλης. Παράλληλα ένα τμήμα των οινοπαραγωγών που διακινεί προϊόντα από σταφύλια εκτός αμπελουργικών μητρώων (π.χ. από παράνομες φυτεύσεις αμπελιών), θα εκφύγει των διαδικασιών καταβολής του ΕΦΚ. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων είναι η, κατά την άποψή μας, είσπραξη κατά πολύ μικρότερων από τα προσδοκώμενα Δημόσια Έσοδα, αφού η φορολογητέα οινοπαραγωγή δεν ξεπερνά τα 1.200.000 HL ετησίως, η οποία μάλιστα δεν αφορά καθαρό όγκο αφού η ποσότητα αυτή είναι σύλλασπη, όπως αναφέρουμε σε άλλο σημείο.
– Μέχρι σήμερα, παρά την περί του αντιθέτου πρόθεση των φορέων του ελληνικού κρασιού, δεν υπάρχει απογεγραμμένος αριθμός επιχειρήσεων (Μητρώα), οι οποίες ασχολούνται με οινοποιητικές δραστηριότητες, γεγονός που θα δυσχεράνει τον εντοπισμό φορολογητέων ποσοτήτων, θα δημιουργήσει και θα εντείνει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την παραοικονομία εντός του αμπελοοινικού κλάδου.
Ταυτόχρονα η εξαίρεση εφαρμογής των διατάξεων περί φορολογικής αποθήκης, την οποία επιτρέπει το εθνικό δίκαιο για τους οινοπαραγωγούς με ετήσια παραγωγή κάτω των 1000 εκατόλιτρων (ήδη από το άρθρο 18 του Ν. 2127/1993) και την οποία επιτρέπει (ως δυνατότητα μόνο, η Οδηγία (ΕΚ) 2008/118, άρθρο 40) θα επιτείνει τις στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και θα διευκολύνει τυχόν φαινόμενα φοροδιαφυγής. Ειδικότερα η ένταξη των οινοποιείων στις προβλεπόμενες διατάξεις διαδικασιών σύστασης φορλογικής αποθήκης και λήψης άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή, είναι δύσκολο να εφαρμοσθούν στο χώρο της οινοποιίας και αδύνατο να ολοκληρωθούν μέχρι 1/1/2016. Είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν μέχρι 31.12.2015 το σύνολο των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την δημιουργία φορολογικής αποθήκης. Η σύσταση φορολογικής αποθήκης προαπαιτεί πρόσθετες δαπάνες από την πλευρά των οινοποιείων για την λήψη πιστοποιητικών και για την καταλληλότητα των χώρων προκειμένου να διασφαλίζεται η φορολογητέα ύλη και να διευκολύνεται ο έλεγχος. Επιπλέον το πρόσθετο μηνιαίο διαχειριστικό κόστος για την παρακολούθηση των φορολογικών αποθηκών για τα περισσότερα οινοποιεία είναι δυσβάστακτο και θα εντείνει το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται σήμερα, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις δαπάνες μισθοδοσίας.
– Η κατάθεση εγγυήσεων για τη σύσταση Φορολογικής Αποθήκης, ανεξαρτήτως του μεγέθους του οινοποιείου θα δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης, γεγονός το οποίο σήμερα είναι ανέφικτο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Πρέπει να τεθούν ιδιαίτερα χαμηλά όρια εγγυοδοσίας για την δημιουργία φορολογικής αποθήκης. Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι π.χ. στην Γαλλία, σύμφωνα με το διάταγμα υπ’ αριθμ. 2013-887, της 2ας Οκτωβρίου 2013, άρθρο 1, για καταβολή (κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος) ΕΦΚ από κρασί μέχρι 20.000 ευρώ, η σχετική εγγύηση είναι μηδενική. Αν λάβουμε υπόψη μας το ύψος του συντελεστή του ΕΦΚ, που είναι 3,75 €/HL, το όριο των 20.000 ευρώ στην περίπτωση της Γαλλίας αντιστοιχεί σε παραγωγή μεγαλύτερη των 5.000 HLενώ εξαιρετικά χαμηλή παραμένει και η σχετική εγγύηση και για καταβολή ετησίως ΕΦΚ μεγαλύτερου των 20.000€ ποσού.
– Η επιβολή ΕΦΚ με βάση την έξοδο από τη φορολογική αποθήκη, προϊόντων τα οποία τελούν σε καθεστώς αναστολής καταβολής του ΕΦΚ εντός της φορολογικής αποθήκης, προϋποθέτει την ογκομέτρηση εκατοντάδων χιλιάδων τόνων δεξαμενών σε χίλια περίπου οινοποιεία από ειδικές επιτροπές με συγκεκριμένη διαδικασία. Η καταμέτρηση του όγκου των δεξαμενών είναι απαραίτητη προκειμένου να μην απαιτηθεί καταβολή ΕΦΚ η οποία θα οφείλεται σε διαφορές που θα προκύψουν από τον κατά δήλωση όγκο των δεξαμενών είτε από τον οινοποιό, είτε από τον κατασκευαστή. Μια τέτοια διαδικασία ογκομετρήσεων απαιτεί χρονικό διάστημα πέραν του έτους και τεράστιο διοικητικό κόστος για το ελληνικό δημόσιο.
– Η σημαντικότερη και μοναδική καταγραφή του όγκου παραγωγής κάθε οινοποιείου που γίνεται με τη δήλωση παραγωγής προς τις κατά τόπους ΔΑΟΚ, είναι σύλλασπη και δεν αφορά καθαρό προϊόν προς φορολόγηση
Για τον οίνο ως τελικό προϊόν η έννοια της εισόδου στην φορολογική αποθήκη είναι χρονικά μεταβλητή ανά οινοποιείο και εξαρτάται από τις επενδύσεις κάθε οινοποιείου, την ποικιλία και τον χρόνο του τρύγου της κάθε ποικιλίας, ως και τις συγκεκριμένες την κάθε φορά συνθήκες. Εξ άλλου το τελικό προϊόν «οίνος» δεν παράγεται στο σύνολό του και στο κάθε οινοποιείο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το καθιερωμένο είναι να ολοκληρώνεται τμηματικά η παραγωγή και ταυτόχρονα να γίνονται τμηματικά και οι πωλήσεις.
– Ο όγκος του αποθηκευμένου προϊόντος είναι ευμετάβλητος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και εξαρτάται από τις οινολογικές εργασίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες αποθήκευσης (π.χ. παλαίωση σε βαρέλια), με αποτέλεσμα η έννοια του «τελικού προϊόντος» να είναι ελαστική.
– Ως προς τα αποθέματα έναρξης, είναι πρακτικώς αδύνατο να ογκομετρηθούν οι δεξαμενές πριν την έναρξη ισχύος του Ε.Φ.Κ. καθώς:
-
οι δεξαμενές είναι ήδη γεμάτες (και μάλιστα η φορολογητέα ύλη είναι σε αυτή την περίπτωση σύλλασπη)
-
η ογκομέτρηση θα πρέπει να γίνει με βάση μεθόδους οι οποίες δεν έχουν ακόμα καθοριστεί καθώς αναμένεται η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης η οποία θα καθορίζει τις μεθόδους ογκομέτρησης.
-
η ογκομέτρηση σε κάθε περίπτωση είναι διαδικασία πολυδάπανη, απαιτεί συχνά έργα προπαρασκευής (π.χ. κατασκευή πασσαρελών) και αφορά σε πλήθος περιεκτών (δεξαμενές, βαρέλια).
Συνεπώς, η βέβαιη καταγραφή των αποθεμάτων είναι αδύνατη, τυχόν δε καταγραφή των αποθεμάτων με βάση δήλωση του οινοπαραγωγού για την ακρίβεια της οποίας θα είναι υπεύθυνος θα ήταν άδικη.
-
Οι φύρες ανά κατηγορία προϊόντος εξαρτώνται και από την κατηγοριοποίηση των προϊόντων στην αγορά και τις ιδιαίτερες πρακτικές κάθε οινοποιού (π.χ. προϊόντα premium).
-
Οι πρακτικές οινοποίησης – εμφιάλωσης facon θα απαιτήσουν τη σύσταση φορολογικής αποθήκης σε όλα τα στάδια τελειοποίησης του προϊόντος όπως π. χ. τα εμφιαλωτήρια τα οποία δεν βρίσκονται σε οινοποιεία
-
Είναι ιδιαίτερα επαχθές να επιβληθεί η τήρηση βιβλίων διαχείρισης της φορολογικής αποθήκης στο βαθμό που οι όποιοι απαιτούμενοι έλεγχοι μπορούν να πραγματοποιούνται από τα υπάρχοντα βιβλία του οινοποιείου. Προκειμένου να αποφευχθούν οι περιττές και βαρείς γραφειοκρατικές διαδικασίες, τα όποια νέα βιβλία και παραστατικά απαιτεί ο φορολογικός έλεγχος θα πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι δεν δύναται να ελεγχθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία.
-
Θα υπάρξει τεράστιο οικονομικό θέμα που θα προέρχεται από την επί πλέον ανάγκη για ταμειακή ρευστότητα της κάθε επιχείρησης η οποία θα τιμολογεί τον φόρο ανά μήνα και θα τον αποδίδει στις 20 του επομένου μηνός, αλλά θα τον εισπράττει από τους πελάτες της και από την αγορά μετά από 3 -4 μήνες. Αυτό θα δημιουργήσει μια τεράστια χρηματοδοτική ανάγκη σε κεφάλαιο κίνησης για κάθε επιχείρηση, όταν ο τραπεζικός δανεισμός σήμερα είναι σχεδόν αδύνατος. Ένα μεσαίο οινοποιείο δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες ταμειακής ρευστότητας, αλλά και οι πιο μεγάλες εταιρείες του κλάδου δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν και να προσαρμοστούν. Ο κλάδος έχει Δείκτη Ρευστότητας: 0,15 και σχέση Ξένων προς Ίδια Κεφάλαια: 2,78 (αυτοί οι δείκτες καταδεικνύουν το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί). Για να μην θεωρηθεί δε ότι είναι μικρή η επιβάρυνση σημειώνουμε ότι τα 0,20 € το λίτρο οίνου ΕΦΚ προσεγγίζει, και σε μερικές περιπτώσεις καλύπτει, την αξία ενός κιλού οινοποιήσιμων σταφυλιών για πολλές αμπελουργικές περιοχές της χώρας.
Η παράθεση των παραπάνω προβληματισμών, οι οποίοι διεξοδικά αναλύθηκαν στην σύσκεψη που προκάλεσε η υπηρεσία σας, καταδεικνύει, αφενός την ασύμμετρη επιβάρυνση ενός ολόκληρου κλάδου σε σχέση με τα προσδοκώμενα έσοδα και το διοικητικό κόστος για την είσπραξή τους, αφετέρου τεκμηριώνει την απόλυτη αδυναμία εφαρμογής του μέτρου επιβολής του ΕΦΚ στο κρασί από 1 Ιανουαρίου 2016.
Με εκτίμηση,
Γιώργος Σκούρας – Πρόεδρος Δ.Σ. ΣΕΟ
Ιωάννης Βογιατζής – Πρόεδρος Δ.Σ. ΕΔΟΑΟ
Χρήστος Μάρκου – Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΟΣΟΕ