Η χώρα μας όσον αφορά στην ενέργεια είναι περισσότερο εκτεθειμένη, σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Συνεπώς, έχει ελάχιστα μέσα να αμυνθεί στις πρόσφατες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αέριου, με αποτέλεσμα να έχουμε οδηγηθεί σε μια πρωτοφανή για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα ενεργειακή κρίση.
Αυτό αναφέρεται στα συμπεράσματα της έκτης ανάλυσης επικαιρότητας για το 2021 του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Οι Δύο Όψεις της Ενεργειακής Κρίσης στην Ελληνική Οικονομία: Μέρος Α» όπου αναλύονται τα δομικά αίτια της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης στη χώρα.
Στις συμπερασματικές παρατηρήσεις σημειώνεται πως, για άλλη μια φορά γίνονται πρόδηλες, οι στρεβλώσεις του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο είναι πλήρως εξαρτημένο από τον εξωτερικό τομέα. Για την αποφυγή των στρεβλώσεων αυτών, εκτιμάται ότι είναι απαραίτητος ένας συνεκτικός προγραμματισμός που θα αφορά σε πολιτικές με τομεακή και περιφερειακή διάσταση.
«Δεδομένης λοιπόν αυτής της κατάστασης και δεδομένου ότι, μέχρι τώρα, διερευνήσαμε μόνο τα δομικά αίτια της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης είναι εξίσου σημαντικό να διερευνήσουμε και σε ποιους κλάδους διαχέεται αυτή η κρίση» όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ γι’ αυτό και στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης, όπως προϊδεάζει, θα επικεντρωθεί σε αυτό το θέμα, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα κύρια συμπεράσματα της ανάλυσης είναι επιγραμματικά τα εξής:
1. Μετά τα μέσα του 2021 καταγράφηκε κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
2. Αυτή τη στιγμή, η ποσοστιαία συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνάει το 40%.
3. Η δομική ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, (η οποία βασίζεται στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία τα οποία αντιστοιχούν στον πίνακα εισροών – εκροών για το έτος 2015), έδειξε ότι οι δύο βασικοί κλάδοι από τους οποίους εξαρτάται ο τομέας της ενέργειας για αγορές εισροών είναι οι «Ορυχεία-Λατομεία» και «Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου» (ενώ μόνο με τον κλάδο «Παραγωγή βασικών μετάλλων» ο τομέας της ενέργειας εμφανίζει σχετικά υψηλές προς τα μπρος και ταυτοχρόνως σχετικά υψηλές προς τα πίσω διασυνδέσεις).
4. Συνδυάζοντας λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία, προκύπτει ότι έχει επέλθει μια απότομη δομική αλλαγή όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή των εγχώριων εξορύξεων, στον οποίο βασιζόταν παραδοσιακά η ελληνική οικονομία για την παραγωγή φτηνής ενέργειας, έχει μειωθεί αισθητά και σε μεγάλο βαθμό έχει αντικατασταθεί με εισαγωγές φυσικού αεριού. Συνεπώς, από τη μια πλευρά, η δομική μεταβολή του μείγματος εισροών για την παραγωγή ενέργειας της χώρας εις βάρος του κλάδου της εξόρυξης, στον οποίο η ελληνική οικονομία παραδοσιακά βασιζόταν, και υπέρ του εισαγόμενου φυσικού αερίου, και, από την άλλη πλευρά, η εκτίναξη των διεθνών τιμών φυσικού αερίου και πετρελαίου, έχουν δημιουργήσει την εκρηκτική αύξηση του ενεργειακού κόστους στην ελληνική οικονομία.
5. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και το γεγονός ότι η «ενέργεια» αποτελεί σημαντικό συστατικό στοιχείο του πραγματικού ωρομισθίου.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα δημιουργεί περιορισμούς στο ενεργειακό σύστημα, καθώς, πέρα από την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των ΑΠΕ, απαιτεί επίσης σημαντικές επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης, ενεργειακή αναβάθμιση και διαχείριση της ζήτησης, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο.