Για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς η δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου δήλωσε ο Επικεφαλής Οικονομολόγου και Διευθυντή Οικονομικών Αναλύσεων και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, σε ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
Παράλληλα, ο κ. Μαλλιαρόπουλος είπε ότι, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα “επενδυτικό σοκ,” με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικό προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Τόνισε ότι χρειάζεται αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, που σημαίνει συγκεκριμένα μείωση φορολογικών συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών και ασφαλιστικών εισφορών. “Αυτό είναι αναγκαίο για να γίνει η χώρα ένας ελκυστικός πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης”, τόνισε.
“Η ελληνική
οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο μεγάλων αλλαγών, από ένα παλιό και
αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδήγησε στην κρίση σε ένα νέο. Το νέο
μοντέλο ανάπτυξης βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία και δεν γνωρίζουμε πως θα
εξελιχθεί. Επίσης πάσχει από παιδικές ασθένειες τις οποίες πρέπει να
θεραπεύσουμε.
Το παλιό μοντέλο
βασιζόταν στην κατανάλωση και στον δανεισμό, δηλαδή στην κατανάλωση της
σημερινής γενιάς εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Επειδή ο δανεισμός δεν
χρησιμοποιούνταν για παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν την
αποπληρωμή του χρέους στο μέλλον, το παλιό μοντέλο κατέρρευσε υπό το βάρος του
χρέους που είχε συσσωρεύσει.
Τα προγράμματα
οικονομικής προσαρμογής που ακολούθησαν
ήταν προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους. Οι πολιτικές που
εφαρμόστηκαν εξασφάλισαν τον δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η
χρεοκοπία και εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή
μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της οικονομίας,
διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Επειδή ο
δανεισμός του δημοσίου από τις αγορές σταμάτησε και — ακόμη και όταν
αποκατασταθούν οι συνθήκες στο μέλλον — δεν θα έχει την ένταση που είχε στο
παρελθόν, το παλιό μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορεί να αναγεννηθεί πλέον (ούτε
βέβαια θα ήταν θεμιτό κάτι τέτοιο). Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει αρχικά
να αποδεχτούμε κάποιες αλήθειες:
Πρώτον, δεν μπορούμε ως
κοινωνία να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητες μας. Στο βαθμό που το
κάνουμε, πρέπει παράλληλα να επενδύουμε
στην εγχώρια παραγωγή, έτσι ώστε η επόμενη γενιά να είναι σε θέση να
αποπληρώσει το χρέος από το επιπλέον προϊόν που θα παράγει η οικονομία.
Δεύτερον, επειδή ο
δανεισμός του παρελθόντος προήλθε κυρίως από το εξωτερικό, για να αποπληρωθεί
σταδιακά το εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), πρέπει να ενισχύσουμε τις εξαγωγές μας. Για την ακρίβεια, πρέπει να
εξάγουμε περισσότερα από ότι εισάγουμε.
Τρίτον, επειδή ζούμε σε
μια Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, για να
χτίσουμε μια οικονομία με κεντρικούς πυλώνες τις επενδύσεις και τις εξαγωγές,
πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Και επειδή η ανταγωνιστικότητα είναι σχετική έννοια, πρέπει για την ακρίβεια να
είμαστε πιο ανταγωνιστικοί από τους άλλους.
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο (και σε
αυτό πιστεύω ότι θα συμφωνούσαμε όλοι) πρέπει να βασίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Για την
ενίσχυση και των δυο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και, όσον αφορά τις επενδύσεις, η χρηματοδότηση. Η ανταγωνιστικότητα δεν
αφορά μόνο το κόστος εργασίας. Αφορά και το έμμεσο κόστος, το οποίο επηρεάζεται
από ασφαλιστικές εισφορές, το ύψος της φορολογίας και το κόστος του κεφαλαίου.
Αφορά επίσης την διαρθρωτική
ανταγωνιστικότητα, η οποία καθορίζεται από την ποιότητα των θεσμών, τα
δικαιώματα των επενδυτών και την ισχύ του νόμου (rule of law) όπως
επίσης και την ευελιξία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και της αγοράς
εργασίας.
Ένα από τα
σημαντικά ευρήματα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας είναι ότι η οικονομική
ανάπτυξη είναι συνάρτηση της ποιότητας των θεσμών σε μια χώρα. Η ποιότητα των
θεσμών στη χώρα μας είναι χαμηλή, σύμφωνα με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η
διαπίστωση αυτή οδηγεί άμεσα σε μια πρόταση πολιτικής: Οι μεταρρυθμίσεις με την
ευρύτερη έννοια (που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας των αγορών, το ρυθμιστικό
περιβάλλον και την ποιότητα των θεσμών) πρέπει να διαφυλαχτούν ως κόρη οφθαλμού
και να συνεχιστούν απρόσκοπτα μετά τη λήξη του προγράμματος. Για το λόγο αυτό,
η σύσταση ενός Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετική
πρωτοβουλία στη σωστή κατεύθυνση.
Πριν προσπαθήσω
να περιγράψω τα εμπόδια που πρέπει να υπερβούμε στον δρόμο προς ένα νέο
αναπτυξιακό πρότυπο, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια αποτίμηση της κατάστασης σήμερα με έμφαση στο τι έγινε μέσα στην
κρίση που επηρεάζει είτε θετικά είτε αρνητικά την πορεία της οικονομίας στη νέα
κατεύθυνση.
Η εφαρμογή των
μνημονίων είχε πολύ υψηλό κόστος σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης. Από την
άλλη πλευρά όμως πέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, να θεραπεύσει τις μεγάλες
μακροοικονομικές ανισορροπίες, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να
υλοποιήσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενισχύσουν
το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της
ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις
που εφαρμόστηκαν την περίοδο των προγραμμάτων ή βρίσκονται σε διαδικασία
υλοποίησης σήμερα αναμένεται να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου σε
ορίζοντα μιας δεκαετίας.
Η παρατεταμένη
και βαθιά κρίση που βίωσε η χώρα την τελευταία δεκαετία επέφερε τρεις σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται με
το αναπτυξιακό της πρότυπο. Πρώτον, ο τραπεζικός δανεισμός που ήταν η κύρια
πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων
κατέρρευσε. Δεύτερον, οι ιδιωτικές επενδύσεις και κυρίως αυτές σε κατοικίες
συρρικνώθηκαν. Τρίτον, η εξωστρέφεια της οικονομίας ενισχύθηκε σε ένα
περιβάλλον εγχώριας ύφεσης, υποστηριζόμενη από την βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας.
Κρίνοντας από την πορεία των εξαγωγών τα
τελευταία εννέα χρόνια, η μετάβαση σε ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο
έχει ήδη ξεκινήσει. Το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως
ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 19% το 2009 σε 33% σήμερα και το μερίδιο
των ελληνικών εξαγωγών στην παγκόσμια αγορά έχει αυξηθεί κατά 13% τα τελευταία
τρία χρόνια. Η βελτίωση αυτή προήλθε κυρίως από την πλευρά των αγαθών και
δευτερευόντως από τις υπηρεσίες. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν σε πραγματικούς
όρους κατά 62% από το 2009 μέχρι σήμερα, σε σύγκριση με 49% στη ζώνη του ευρώ.
Η μεταστροφή προς ένα πιο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης φαίνεται επίσης και από
το γεγονός ότι το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην ιδιωτική
οικονομία έχει αυξηθεί κατά 10% την περίοδο 2010-2017 σε όρους όγκου. Εν
κατακλείδι, ποτέ στην μεταπολεμική της ιστορία δεν ήταν η Ελλάδα τόσο ανοικτή
στο διεθνές εμπόριο όσο σήμερα.
Σε αντίθεση με τις εξαγωγές, οι
ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν δραματικά την
τελευταία δεκαετία, από 22% του ΑΕΠ το 2007 σε 8,7% του ΑΕΠ σήμερα. Το
μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής (10 από τις 13 ποσοστιαίες μονάδες)
οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων των νοικοκυριών, κυρίως για κατοικίες.
Μολονότι
οι επιχειρηματικές επενδύσεις παρουσίασαν μικρότερη μείωση, παρέμειναν ωστόσο
σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα (5% του ΑΕΠ το 2018 σε σχέση με 8% του ΑΕΠ το 2007).
Εάν αφαιρέσουμε
τις αποσβέσεις, οι καθαρές επενδύσεις
κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα παραμένουν αρνητικές για όγδοη συνεχή χρονιά.
Σύμφωνα
με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το επενδυτικό κενό των επιχειρήσεων ανέρχεται σε
περίπου 2% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Όμως, για να
αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς η δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι
επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 40% τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς,
η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό
σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές
επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί
ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικό προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά
και υπηρεσίες.
Έρχομαι τώρα στα
εμπόδια στα οποία σκοντάφτει η αναδιάρθρωση της οικονομίας στην πορεία προς ένα
νέο μοντέλο ανάπτυξης. Τα εμπόδια αυτά είναι, μεταξύ άλλων, η έλλειψη
χρηματοδότησης και το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Χρηματοδότηση της ανάπτυξης
Ένα από τα
εμπόδια στα οποία συνεχίζει να προσκρούει η ταχύτητα αναπροσαρμογής της
οικονομίας είναι η στενότητα των
χρηματοδοτικών πόρων για επενδύσεις. Οι τραπεζικές πιστώσεις παραμένουν
υποτονικές, ενώ οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές δεν
έχουν αναπτυχθεί επαρκώς.
Η χρηματοδότηση
των επενδύσεων (πέραν από την απορρόφηση πόρων από τα κοινοτικά προγράμματα και
φορείς όπως η EBRD και η EIB) απαιτεί δράσεις σε τρεις τομείς:
(α) Προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ).
(β) Αύξηση της
ιδιωτικής αποταμίευσης,
(γ) Λύση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων
Ανοιγμάτων (ΜΕΑ).
(α) Ξένες Άμεσες Επενδύσεις:
Καθώς οι τραπεζικές πιστώσεις και η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές δεν
αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε επαρκή βαθμό για ένα
σημαντικό άλμα των επιχειρηματικών επενδύσεων που απαιτείται για βιώσιμη
ανάπτυξη, είναι αναγκαία μια επιθετική
πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων.
Για να
προσελκύσει η χώρα ξένες άμεσες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί
στην άρση σημαντικών αντικινήτρων,
όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού
πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των
δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των
διαφορών.
Μολονότι οι ξένες άμεσες
επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν μια αυξητική τάση τα δύο τελευταία χρόνια,
υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες
στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και με το μέσο όρο της ΕΕ.
Η προσέλκυση ΞΑΕ
είναι απαραίτητη όχι μόνο διότι θα εξασφαλίσουν την χρηματοδότηση επενδυτικών
έργων και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Είναι απαραίτητη επειδή οι ΞΑΕ μεταφέρουν τεχνογνωσία και
εντάσσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις στις Παγκόσμιες Αλυσίδες Αξίας (Global Value Chains),
βοηθώντας στη διείσδυση των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές.
Μακροχρόνια, στο
βαθμό που οι ΞΑΕ μεταφέρουν τεχνογνωσία, οδηγούν σε αύξηση της ολικής
παραγωγικότητας της οικονομίας και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
(β) Ιδιωτική αποταμίευση:
Η
μείωση των εισοδημάτων, η ανάγκη απομόχλευσης του ιδιωτικού χρέους και η
δημοσιονομική προσαρμογή έχουν συμβάλλει σε σημαντική μείωση της εγχώριας
αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα στη διάρκεια της κρίσης, από 15% του ΑΕΠ το
2007 σε περίπου 5% το β’ τρίμηνο του
2018. Ως αποτέλεσμα, ο ιδιωτικός
τομέας αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα χρηματοδότησης των επενδύσεων.
Ενώ από τα μέσα
του 2012 έως τις αρχές του 2016, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα
επαρκούσαν για τις πραγματικές επενδύσεις του και συχνά τις υπερκάλυπταν, τα
τελευταία δυο χρόνια οι επενδύσεις αυξήθηκαν ενώ η αποταμίευση μειώθηκε,
δημιουργώντας ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης του 3,3% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο
του 2018.
Σύμφωνα με τη
λογιστική ταυτότητα των εθνικών λογαριασμών, οι αρνητικές καθαρές αποταμιεύσεις
του ιδιωτικού τομέα την τελευταία διετία συνδέονται με την έντονη αύξηση των
καθαρών αποταμιεύσεων του δημόσιου τομέα. Από την ανάλυση αυτή προκύπτουν δυο
συμπεράσματα:
1. Η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί σε συρρίκνωση των καθαρών
αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα και σε στέρηση ιδιωτικών πόρων για
πραγματικές επενδύσεις
2. Περισσότεροι πόροι πρέπει να διοχετευθούν σε
δημόσιες επενδύσεις ώστε να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά.
(γ) Λύση του προβλήματος των Μη
Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ):
Οι τράπεζες αδυνατούν να
χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη διότι ασχολούνται με την διαχείριση των
προβληματικών δανείων. Παρά τις έντονες προσπάθειες για την μείωση τους, οι
δείκτες ΜΕΑ ως ποσοστό του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών
παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Για να επιτύχουμε σημαντική πρόοδο στη μείωση
των δεικτών, χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και η
πρόσφατη πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την δημιουργία ενός Οχήματος
Ειδικού Σκοπού (SPV) στο οποίο θα μεταβιβαστεί μεγάλο μέρος
των προβληματικών δανείων και το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω των αναβαλλόμενων
φόρων από τους ισολογισμούς των τραπεζών και από ιδιωτικά κεφάλαια.
Η ανάγκη να
λυθεί το πρόβλημα των ΜΕΑ είναι επείγουσα για να προχωρήσει η οικονομία σε ένα
νέο μοντέλο ανάπτυξης. Η διατήρηση των
ΜΕΑ στα τρέχοντα επίπεδα αποστερεί πόρους από τις τράπεζες οι οποίοι θα
μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση υγειών επιχειρήσεων. Η
αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης απαιτεί μια τεράστια
ανακατανομή πόρων από κλάδους και επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα σε
κλάδους και επιχειρήσεις με υψηλή παραγωγικότητα και προοπτικές ανάπτυξης. Για
να συμβεί αυτό πρέπει ο τραπεζικός κλάδος να απαλλαγεί από τα βάρη του
παρελθόντος και να επικεντρωθεί στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων.
Πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι αναδιάρθρωση
της οικονομίας χωρίς υγιείς τράπεζες δεν μπορεί να υπάρξει.
Αλλαγή
μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής
Σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών την
περίοδο 2010-2018 οδήγησε σε σημαντική διόγκωση της παραοικονομίας. Η ύφεση
θα ήταν πολύ πιο ρηχή και σύντομη και η δημοσιονομική προσπάθεια πολύ μικρότερη
αν η χώρα είχε καταφέρει να ελέγξει την παραοικονομία. Δυστυχώς δεν το
καταφέραμε. Σήμερα η πολιτεία προσπαθεί να καταπολεμήσει την παραοικονομία με
κατασταλτικά μέτρα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα απαραίτητο αλλά δεν επαρκεί. Για να καταπολεμηθεί η παραοικονομία πρέπει
συμπληρωματικά να εξαλειφθούν τα κίνητρα που οδηγούν στην απόκρυψη εισοδημάτων.
Και αυτά τα κίνητρα δεν είναι άλλα από την υψηλή φορολογία. Πρέπει λοιπόν
να αλλάξει το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής: από φοροκεντρικό σε ένα μίγμα
με έμφαση στη μείωση μη παραγωγικών δαπανών. Αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Όμως είναι απαραίτητο. Και πιστεύω ότι το δημοσιονομικό κόστος θα είναι μόνο
βραχυχρόνιο ενώ μακροχρόνια θα έχει δημοσιονομικό όφελος καθώς θα οδηγήσει σε
διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Αλλαγή
του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής σημαίνει συγκεκριμένα μείωση φορολογικών
συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών και ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό είναι αναγκαίο για να γίνει η χώρα ένας ελκυστικός
πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε
σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης.
Το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα -τόσο ως
ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του
συνολικού κόστους εργασίας – ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο
από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.
Σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους
εργασίας και των φόρων εισοδήματος και εταιρικών κερδών έχουν θετικές
επιδράσεις στην οικονομία. Συγκεκριμένα, μειώνουν το κόστος παραγωγής και
τις τιμές των προϊόντων, βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και αυξάνουν τις
επενδύσεις, τις εξαγωγές, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας. Για τον
εργαζόμενο, η μείωση του φορολογικού βάρους αυξάνει τον καθαρό μισθό και
συνεπώς και την κατανάλωση. Επιπλέον, ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά
εργασίας και αποκαλύπτει εισοδήματα από την παραοικονομία. Για την εταιρεία, η
μείωση των φορολογικών συντελεστών σημαίνει επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα, αν και η
μείωση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε επιδείνωση του πρωτογενούς
δημοσιονομικού αποτελέσματος βραχυπρόθεσμα, έχει εντούτοις θετική επίδραση
μεσοπρόθεσμα καθώς σταδιακά διευρύνεται η φορολογική βάση.
Κλείνοντας, θα
ήθελα να επισημάνω τα εξής: Η αναδιάρθρωση της οικονομίας έχει ήδη ξεκινήσει
αλλά προχώρησε ασύμμετρα. Ενώ αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα κόστους
εργασίας, με αποτέλεσμα την σημαντική μετατόπιση της δραστηριότητας προς τις
εξαγωγές, δεν αποκαταστάθηκε ακόμη η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και οι συνθήκες
χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να υπολείπονται σημαντικά.
Επιπλέον, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει φοροκεντρική, με αποτέλεσμα να
δημιουργεί αντικίνητρα για εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Ο δρόμος για μια
μεταστροφή της οικονομίας σε ένα νέο πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης είναι ακόμη
μακρύς και γεμάτος εμπόδια. Πιστεύω ότι όσοι βρισκόμαστε ακόμη εδώ συνεχίζουμε
να ελπίζουμε ότι στο τέλος θα τα καταφέρουμε”.