Δημοσιεύτηκε σήμερα, 9 Οκτωβρίου, στον ιστότοπο του υπουργείου Οικονομικών η πρώτη «Έκθεση Εκτίμησης Εθνικού Κινδύνου για τη Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (“National Risk Assessment”), που καταγράφει τους κλάδους που είναι περισσότερο ευάλωτοι στο μαύρο χρήμα.
Δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές και μεσίτες ακινήτων βρίσκονται στη ζώνη υψηλού κινδύνου αναφορικά με ενδεχόμενο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την έκθεση.
Υψηλό επίπεδο κινδύνου ξεπλύματος βρώμικου χρήματος αντιμετωπίζει και ο κλάδος των παρόχων υπηρεσιών εμβασμάτων. Ακολουθούν ο τραπεζικός κλάδος στην κατηγορία «Μέσου – Υψηλού» κινδύνου, ενώ στην ίδια κατηγορία κατατάσσονται και τα τυχερά παιχνίδια (που διεξάγονται επίγεια), οι ενεχυροδανειστές και οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας.
Η παραοικονομία στην Ελλάδα εκτιμάται σήμερα, σύμφωνα με την έκθεση, λίγο πάνω από το 20% του ΑΕΠ (δηλαδή σε τουλάχιστον 35 δισ. ευρώ) έναντι 28,2% του ΑΕΠ το 2003. Η μείωση “προκλήθηκε από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τις σχετικές μεταρρυθμίσεις”. Παρά τη μείωση αυτή, η παραοικονομία στην Ελλάδα βρίσκεται σε υψηλή θέση μεταξύ των 27
κρατών μελών της ΕΕ “και πάντως σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ”.
Σύμφωνα με την έκθεση, “οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος”.
Επίσης, για τους δικηγόρους και συμβολαιογράφους, όπως και τους λογιστές – φοροτεχνικούς, “η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων”.
Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας “χρησιμοποιούνται από
εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα,
η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας”.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το επίπεδο εθνικού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εκτιμήθηκε σε «Μέσο – Υψηλό». Για τον υπολογισμό του εθνικού κινδύνου λήφθηκε υπόψη το επίπεδο εθνικής απειλής, το οποίο εκτιμήθηκε ως «Μέσο – Υψηλό», σε συνδυασμό με το επίπεδο της εθνικής τρωτότητας το οποίο εκτιμήθηκε ως «Μέσο».
Η έκθεση βασίστηκε σε ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των διωκτικών αρχών (Ελληνική Αστυνομία, Ε.Γ ΣΔΟΕ και Τελωνεία), των εποπτικών αρχών, της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 και της ΑΑΔΕ, καθώς και σε ποιοτικά στοιχεία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Επίσης, στηρίχτηκε σε στοιχεία από έρευνες αναγνωρισμένων ιδρυμάτων και εκθέσεις διεθνών οργανισμών.
Η παραπάνω έκθεση, σε συνδυασμό με την τεχνική συμμόρφωση της χώρας με τις Συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF), καθώς και το Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης ενάντια στο Ξέπλυμα Χρήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας, αποτελούν τον κορμό της αξιολόγησης της χώρας μας στο πλαίσιο του τέταρτου γύρου αμοιβαίων αξιολογήσεων της FATF, η οποία θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2019.
Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση εδώ